"...Ο ήλιος κοντεύει να κρυφτεί στα γκρίζα σύννεφα, πίσω από την κορυφή του Πιταρνίκ, κάνοντας την ατμόσφαιρα του Νοέμβρη παγωμένη κι εγώ τυλίγομαι με το πλεχτό ριχτάρι, που κουβαλάω στον ώμο μου, προσέχοντας μη μου πέσει ο τορβάς με το ψωμοτύρι, που έχω στην δεξιά πλευρά του.
Με τα δάχτυλά μου στο στόμα, προσπαθώ να σφυρίξω δυνατά, όπως μου μάθαινε ο ντέντος, για να μαζέψω το μικρό κοπάδι με τα κατσίκια, αλλά τα δέκα μου χρόνια, δεν είναι ικανά να μου δώσουν δεξιοτεχνία στο σφύριγμα κι έτσι με τις κοριτσίστικες κραυγές, τρέχοντας πάνω κάτω, καταφέρνω να εκκινήσω τα λαίμαργα, για φρέσκο χορτάρι ζωντανά, και να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, από την Μπομπόβιστα προς το σπίτι.
Σουρουπώνει σε λίγο και πρέπει να κάνω γρήγορα, να πάω στο σπίτι, γιατί οι πύλες που υπάρχουν γύρω από το οχυρωμένο χωριό, θα κλείσουν. Βλέπεις, οι εχθροί παραμονεύουν στα γύρω βουνά και καραδοκούν να αρπάξουν την ευκαιρία, ώστε να κλέψουν και να λεηλατήσουν ό,τι βρουν, μη διστάζοντας να σκοτώσουν, όποιον βρουν στο δρόμο τους.
Μπαίνοντας στο χωριό, βλέπω ότι άρχισαν ήδη οι προετοιμασίες των μεγαλυτέρων για την φύλαξη του χωριού και οι πρώτες σκοπιές, στήθηκαν γύρω από τα υποτυπώδη τείχη, που περικλείουν τον οικισμό.
Αφού παρέδωσα το κοπαδάκι μας στην μαμά, για να αρμέξει και να το τακτοποιήσει στο ίσμπε του σπιτιού και αφού πλύθηκα, κάθισα να ξεκουραστώ στην κουζίνα, όπου το κατακόκκινο οτζάκ σκορπούσε μια γλυκιά, ανακουφιστική ζεστασιά. Πήρα μια πατάτα, που ήταν χωμένη στη στάχτη και προσέχοντας μην καώ, την έφαγα λαίμαργα ρίχνοντας λίγο χοντρό αλάτι στην αχνιστή σάρκα της.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει πια κι εγώ βγήκα έξω στην χωμάτινη αυλή και με την αδερφή μου διασκεδάζαμε παίζοντας κάτω από την μικρή πουκρίφκα, που υπήρχε σε μια γωνιά.
Άξαφνα ακούστηκε εκείνος ο γνώριμος ήχος, που σε ανατριχιάζει, που νομίζεις ότι έρχεται ο Σατανάς από τον ουρανό. Ένας συρικτός ήχος, που όλο και πλησιάζει και που θαρρείς, ότι σου τρυπάει τα αυτιά.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ακούγεται ένας τρομακτικός κρότος μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, που νομίζεις πως ανοίγει η γη και ότι βρυχάται το τέρας της αποκάλυψης.
-Όλμοι. Γρήγορα όλοι στο καταφύγιο.
Η φωνή του θείου Νίκου ακούστηκε δυνατή και σε λίγα δευτερόλεπτα, βλέπω μια ομάδα από άντρες και γυναικόπαιδα να έρχονται τρέχοντας προς το μέρος μας από το στενό σοκάκι.
Με τρομαγμένα βλέμματα κρατώντας τα μικρά παιδιά παραμάσχαλα, μπαίνουν όλοι με τη σειρά τους στο υποτυπώδες υπόγειο καταφύγιο, που βρίσκεται δίπλα από τον στάβλο.
Κάποιοι άλλοι, έμπαιναν βιαστικά σε κάποιες τρύπες, σαν λαγούμια που είχαν σκάψει με τα χέρια, θυμίζοντας αληθινούς λαγούς.
Κάποιοι άλλοι, έμπαιναν βιαστικά σε κάποιες τρύπες, σαν λαγούμια που είχαν σκάψει με τα χέρια, θυμίζοντας αληθινούς λαγούς.
Δυο στιβαρά χέρια, με αρπάζουν βίαια, κάνοντας το κορμάκι μου να τρανταχτεί, και με οδηγούν κι εμένα στο υπόγειο. Μια λάμπα πετρελαίου φωτίζει το στενόχωρο κατάλυμα, ενώ ολόγυρά του έχουν πάρει τη θέση τους όλοι οι γείτονες, καθισμένοι ανακούρκουδα.
Μέσα στο ημίφως, αναγνωρίζω τη μαμά με την αδερφή μου και διασχίζοντας το χωμάτινο πάτωμα, πηγαίνω και κουρνιάζω στην αγκαλιά της, τρέμοντας, ενώ με την άκρη του ματιού μου βλέπω την ξαδέρφη μου, να έχει πάρει το καπάκι από το βάρσνικ και να το κρατάει πάνω από το κεφάλι της σαν ασπίδα, τρέμοντας σύγκορμη σαν το ψάρι.
Η βαριά ξύλινη πόρτα κλείνει και το μόνο που βλέπω, είναι μια εικόνα του Αγίου Δημητρίου καρφωμένη σε μια εσοχή, σαν καμάρα στον απέναντι πετρόχτιστο τοίχο.
Έξω ακούγονται συνεχώς εκρήξεις από όλμους και κάποιοι σποραδικοί πυροβολισμοί, που οι φύλακες κάτοικοι του χωριού, ρίχνουν προς τους αόρατους, κρυμμένους στα σκοτάδια, εχθρούς.
Κάποια μικρά παιδάκια κλαίνε με αναφιλητά και οι μητεράδες τους προσπαθούν μάταια να τα βυζάξουν, μπας και ηρεμήσουν.
Η αγωνία και ο τρόμος είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων και με Ιώβεια υπομονή, περιμένουμε να σταματήσει όλη αυτή η νυχτερινή λυσσαλέα επίθεση.
Ξέρουμε όλοι μας, ότι αυτή η νύχτα θα είναι ατελείωτη και ότι ο εχθρός έχει πεισμώσει και θα βάλει τα δυνατά του, για να μπει και να καταλάβει το χωριό μας.
Όμως οι κάτοικοι, αντιστέκονται με σθεναρή άμυνα και προτιμούν να πεθάνουν, παρά να παραδώσουν το Μπάχοβο.
Πέρασαν δυο εφιαλτικές ώρες και ο αρχικός Αρμαγεδώνας μάλλον τελείωσε.
Μια νεκρική σιγή απλώθηκε σε όλο το χωριό και μόνο κάποια τσομπανόσκυλα ακούγονται, να αλυχτούν από κάποιο μαντρί.
Κανείς δεν κοιμάται, μόνο τα δυο τρία νεογέννητα, που έχοντας κουραστεί από το κλάμα, έκλεισαν τα ματάκια τους τυλιγμένα μες στις μάλλινες πάνες, βλέποντας ένας θεός ξέρει, τι όνειρα.
Κι εκεί, μέσα στο μισοσκότεινο υπόγειο, με τη λάμπα να τρεμοπαίζει κάνοντας περίεργα παιχνίδια με τη σκιά, ακούγεται η τρεμουλιαστή φωνή της μπάμπο Ρίστιφτσας, να γεμίζει με τη βραχνή φωνή της την παγωμένη ατμόσφαιρα:
«Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις…..»
Το τροπάριο του προστάτη μας του Αη Δημήτρη.
Δειλά δειλά, αρχίζουν και οι υπόλοιποι να σιγοντάρουν και σε λίγο, μια αρχέγονη μυσταγωγία, διαχέεται στον λιτό υπόγειο ¨Ναό» θυμίζοντας άλλες παλιές ιστορικές στιγμές του έθνους, Πατριάρχες και Μαρμαρωμένους βασιλιάδες της Πόλης.
Ακολουθούσε το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…» και οι μεγαλύτεροι έκαναν ταπεινές μετάνοιες μπρος στην κρεμασμένη εικόνα του Αγίου.
Κάθε μισή ώρα, το κατανυκτικό σκηνικό επαναλαμβανόταν, και αν υπήρχε κάποιος πάνω από το χωριό, ψηλά στον έναστρο ουρανό, θα μπορούσε να ακούσει όλες αυτές τις ικεσίες των κατοίκων, που στριμωγμένοι στα διάσπαρτα υπόγεια καταφύγια, προσεύχονταν και παρακαλούσαν τον Άγιο, να βοηθήσει με τη Χάρη του, να μην αλωθεί το χωριό, να μην εισβάλουν οι επίδοξοι κατακτητές.
Και στα «νεκρά» διαστήματα, που επικρατούσε πλήρης ησυχία, μπορούσαμε όλοι, ακόμη κι εγώ, το θυμάμαι έντονα, σαν να το ζω τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τον επιβλητικό ήχο από το ποδοβολητό του «Μεγάλου Αλόγου» του Αγίου Δημητρίου, οι οπλές του οποίου αντηχούσαν περιμετρικά του χωριού, στα πέτρινα σοκάκια. Με δεδομένο ότι στο χωριό μας δεν υπήρχε κανένα άλογο, ήμασταν βέβαιοι, όλοι, ότι είναι Εκείνος κι ότι δεν θα μας εγκαταλείψει.
Ήταν εκεί ο Στρατηλάτης Άγιος, περιπολούσε τριγύρω στο χωριό μας, Φύλακας, Προστάτης, της πίστης και της πατρίδας μας.
Η βασανιστική νύχτα πέρασε, οι επίδοξοι κατακτητές αποσύρθηκαν στα λημέρια τους ψηλά στα βουνά, περιμένοντας να νυχτώσει και να ξαναπροσπαθήσουν το βράδυ κι εγώ αφού ετοιμάστηκα, έκανα τον Σταυρό μου, πήρα το μικρό μου κοπάδι και με τον πιστό μου σκύλο, ξεκινήσαμε για άλλη μια αβέβαιη μέρα στα κακοτράχαλα οροπέδια με το λιγοστό χορτάρι της Μπάϊνας...."
Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα…
Ανατριχιαστικό!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια.
Είναι όπως το άκουσα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο!!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ