ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΦΟΥΤΣΙΤΖΗ
Ήρθε η ώρα να γηροκομήσουμε τους γονείς μας
Οι παππούδες ήταν απλοί άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερη ελπίδα για το μέλλον – τους αρκούσε που είχε τελειώσει ο πόλεμος. Τα παιδιά γεννήθηκαν σε δύσκολες εποχές, σε ένα σπίτι που η τουαλέτα ήταν έξω. Ήξεραν ότι έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ για να ξεφύγουν από τη μιζέρια και τη στενότητα του χωριού, και το έκαναν. Έφυγαν από τα χωράφια και γύρεψαν την ανωνυμία της πόλης. Εκεί τόλμησαν για πρώτη φορά να αγοράσουν την εφημερίδα της επιλογής τους. Μέθυσαν από τις νέες επιλογές, από τα πρώτα διαζύγια, από τη πρωτόγνωρη ελευθερία. Αποφάσισαν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους διαφορετικά, να τους δώσουν όλα τα εφόδια για να μην δυσκολευτούν όσο οι ίδιοι. Να ξεφύγει όλη η οικογένεια από τη μιζέρια της παλιάς Ελλάδας, να μπει στα νέα σαλόνια με όποιο τρόπο γίνεται, ακόμη κι από το παράθυρο αν χρειαστεί.
Ασχολήθηκαν με το σχολείο των παιδιών, θυσίασαν μερικά χωράφια για το φροντιστήριο. Φρόντισαν να κάνουν επαφές με τους παλιούς συγχωριανούς και ο ένας άρχισε να φροντίζει για τα παιδιά του άλλου. Η μόρφωση ήταν απαραίτητη είτε έπαιρνε το παιδί τα γράμματα είτε όχι, κι έτσι θυσιάστηκαν μερικά χωράφια. Δεν ήταν σπατάλη, ήταν επένδυση, γιατί δεν ήταν απαραίτητα τα προσόντα, αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα «χαρτί», τα υπόλοιπα θα τα φρόντιζε ο συγχωριανός.
Τα παιδιά δεν είχαν ιδέα για τις προσπάθειες των γονιών τους. Γιατί να έχουν άλλωστε, το σπίτι, το εξοχικό, τα ρούχα, το φαγητό, όλα υλοποιούνταν με έναν ασαφή αλλά αυτονόητο τρόπο. Αρκούσε να απλώσουν τα χέρια τους να τα αρπάξουν. Δεν ήξεραν από πού εμφανίζονταν τα λεφτά, ούτε που πήγαιναν αυτά που ξόδευαν. Η ΔΕΗ ήταν κάτι που έφτιαχνε ρεύμα (από τι; Με τι; Τι σημασία έχει;) Η Ολυμπιακή είχε το καλύτερο φαγητό και τις ωραιότερες αεροσυνοδούς (επειδή οι Έλληνες ξέρουν να γλεντάνε). Η εφορία ήταν ένα μισητό μέρος που όλοι απέφευγαν με όποιο τρόπο γινόταν (ποιές ήταν οι επιπτώσεις αυτού; Απλώς το ότι η οικογένεια γλίτωνε λεφτά). Το δημόσιο δεν δούλευε αλλά ήταν καλός ο μισθός, οπότε ήταν ό,τι έπρεπε για τις κόρες και τους γιους που έπρεπε να παντρευτούν και να βολευτούν το συντομότερο (στις εννιά θα πηγαίνεις, στις δύο θα είσαι σπίτι, μην είσαι χαζή! Κι αν κάνεις και παιδιά, θα κάθεσαι.)
Οι γιοι και οι κόρες έκαναν όσα τους είπαν οι γονείς τους χωρίς να αναρωτηθούν το παραμικρό. Ήταν σωστές οι συμβουλές, ήταν συμφέρουσες, ήταν ηθικές; Ήταν, αφού όλα πήγαιναν καλά για την Οικογένεια.
Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά έγιναν γονείς. Έκαναν τα δικά τους παιδιά, τα οποία σκόπευαν να μεγαλώσουν με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που εντελώς ξαφνικά αποκαλύφθηκε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ήταν ουρανοκατέβατο, ήταν αναπάντεχο, όλες οι γενιές εντελώς απροετοίμαστες. Και όλοι κλήθηκαν να ψηφίσουν για το τι πρέπει να γίνει. Και τους κακοφάνηκε πάρα πολύ και διαμαρτυρήθηκαν: γιατί να αποφασίσουμε εμείς, που δεν έχουμε αποφασίσει ποτέ για τίποτα; Αφού ποτέ κανείς δε μας ρώτησε! Εμείς απλώς κοιτούσαμε τη δουλειά μας τόσα χρόνια, και την κάναμε καλά! Τι δουλειά έχουμε να ψηφίζουμε για χρέη, για τράπεζες και για θέματα του Κράτους; Το Κράτος έκανε τα λάθη, το Κράτος να τα πληρώσει!
Το Κράτος όμως ήταν στην ίδια θέση για πάρα πολλά χρόνια και είχε γεράσει. Ούτε την όρεξη, ούτε τη δύναμη, ούτε τη θέληση είχε. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα καλό γηροκομείο, όπως και οι γονείς των νέων γονιών. Και τα παιδιά, που ποτέ τους δεν είχαν πάρει μια απόφαση μόνα τους, που ποτέ δεν είχαν αναρωτηθεί για το ΦΠΑ, για το τι είναι το ασφαλιστικό πρόβλημα, για το τι σημαίνει προϋπολογισμός του Κράτους, έπρεπε να πάρουν αποφάσεις για όλα αυτά τα πράγματα. Το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να βρουν κάποιους για να αντικαταστήσει το παλιό και γερασμένο Κράτος.
Κάποιοι κατάλαβαν ότι το «Κράτος» ήταν οι συγχωριανοί, οι συγγενείς και οι φίλοι που τους είχαν βολέψει με διάφορους τρόπους, ακόμα και η ίδια τους η οικογένεια. Άρχισαν να ρωτάνε, να διαβάζουν, να σκέφτονται. Κάποιοι άλλοι επέμεναν ότι το Κράτος ήταν κάτι άλλοι, που ήταν η δουλειά τους να είναι το Κράτος, και αυτοί ήταν οι μοναδικοί υπεύθυνοι, και η λύση ήταν να πάνε κάτι καινούριοι που φώναζαν πολύ και να τους πλακώσουν στις σφαλιάρες. Μέχρι τις σφαλιάρες έφτανε η πρόταση, κι αν τους ρωτούσες τι θα γινόταν μετά, θύμωναν. Και οι μεν με τους δε δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με τίποτα για το είναι το σωστό, αν και για να πούμε την αλήθεια, η λύση που κέρδιζε ήταν οι σφαλιάρες.
Και μετά; Για το μετά δεν ξέρω να σας πω, γιατί αυτή η ιστορία ακόμα γράφεται.