Η ΦΥΓΗ
Κυνηγημένο
κι αλαφιασμένο
διέσχισε
τη σαβάνα των σπαθιών
και την έρημο της περίνοιας.
Φτάνοντας
στη μαύρη προκυμαία
απέθεσε στα βράχια
το ασήμαντο όνομά του,
φόρεσε βιαστικά
τον αύξοντά του αριθμό,
άδραξε σφικτά
με το ένα χέρι
τον άδειο μαστό της μάνας,
με τ’ άλλο
το κενό βλέμμα του πατέρα,
καβάλησαν τα κύματα
και σάλπαραν
για την αντίπερα ακτή.
Όμως,
βαρύτιμο
το εισιτήριο
για τη γη της Επαγγελίας.
Τώρα,
διασχίζουν αγκαλιασμένοι,
με το χαρώνειο νόμισμα στο στόμα,
τον Αχέροντα ποταμό.
Απρίλιος 2015
[από τον τοίχο του ποιητή στο facebook]