Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016
Τζιτζίκι -τζατζίκι
-Τί είναι αυτό;
-Ποιό μωρό μου;
-Αυτό. Που κάνει έτσι!
-Πως έτσι;
-Τζζζζ...
-Αααα! Αυτό είναι τζιτζίκι!
-Τζατζίκι!
-Όχι τζατζίκι μωρό μου. Τζιτζίκι.
Δίχρονη το πολύ η μικρή, στρουμπουλή και τσαχπίνα, από ώρα τριγύριζε με αβέβαια τραμπαλιστά βήματα στην άμμο και κοίταζε ψηλά προσπαθώντας να καταλάβει τί ήταν αυτός ο ήχος που έβγαζε το αλμυρίκι. Άρχισε ο πατέρας της να της εξηγεί, ότι μοιάζουν αυτές οι λέξεις, αλλά είναι άλλο το “τζα-τζί-κι” -αυτό το τρώμε και είναι άσπρο, δροσερό και γίνεται από γιαούρτι- και άλλο, το“τζι-τζί-κι” , είναι έντομο, όπως οι μέλισσες κι οι πεταλούδες. Τον άκουγε προσεκτικά, έκπληκτη που δυο λέξεις τόσο όμοιες, ήταν για τόσο διαφορετικά πράγματα και μια κοίταζε ψηλά, μια τον πατέρα της.
Κι ενώ φάνηκε να έχει καταλάβει τη διαφορά, τού ζήτησε πονηρά “Κατέβασέ το, το τζατζίκι” επιμένοντας στο λάθος. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, έψαξε για λίγο το αλμυρίκι κι όταν εντόπισε ένα τζίτζικα, τεντώθηκε, τον έπιασε απαλά και έσκυψε για να της τον δείξει. Εκείνη πλησίασε άφοβα το έντομο και το κοίταξε προσεκτικά. Τότε της είπε να βάλει το δάχτυλό της κάτω, “Να εδώ, στα ποδαράκια του”. Το έβαλε θαρρετά, μα το τράβηξε αμέσως. “Σε γαργαλάει;” τη ρώτησε κι εκείνη έγνεψε “ναι” αλλά αμέσως το ξαναπειχείρησε. Ο τζίτζικας έκανε βήματα στον αέρα και πάνω στο απλωμένο δαχτυλάκι, τη γαργαλούσε, εκείνη τού έλεγε και τού ξανάλεγε γλυκά “τζιτζίκι -τζατζίκι” και γελούσε κι από το γαργάλημα κι από το αστείο της.
Μετά από λίγο ο πατέρας, της είπε ότι πρέπει να βάλουν το τζιτζίκι πάλι στο δέντρο γιατί “θα το ψάχνουν οι δικοί του” κι εκείνη συμφώνησε αμέσως κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. Ο πατέρας τεντώθηκε πάλι και ακούμπησε τον τζίτζικα προσεκτικά ακριβώς στο ίδιο κλαδί, στο ίδιο σημείο από όπου τον είχε πάρει, ενώ η μικρή κουνούσε το χέρι της αποχαιρετώντας τον.
Έπειτα, κάθισε ήσυχα στην άμμο, αλλά πότε κοίταζε ψηλά στο αλμυρίκι, πότε κάτω, το γαργαλημένο της δαχτυλάκι και μονολογούσε τραγουδιστά, “τζιτζίκι -τζατζίκι, τζιτζίκι -τζατζίκι”. Και γελούσε καθώς τα αλλεπάλληλα “τζ” της συναγωνίζονταν τα ασταμάτητα"τζ" των τζιτζικιών-τζατζικιών.
"Η ψευδαίσθηση" - Χόρχε Μπουκάι
Ήταν μια φορά ένας αγρότης χοντρός και άσχημος που είχε ερωτευτεί (φυσικά!) μια πριγκίπισσα ξανθιά και πανέμορφη ...
Μια μέρα, η πριγκίπισσα -κανείς δεν ξέρει γιατί- έδωσε ένα φιλί στον χοντρό και άσχημο αγρότη… και, ως διά μαγείας, αυτός μεταμορφώθηκε σ' έναν κομψό και λυγερόκορμο πρίγκηπα.
(Τουλάχιστον, έτσι τον έβλεπε αυτή…)
(Τουλάχιστον, έτσι αισθανόταν αυτός…)
Πηγή : ithaque.gr