Σάββατο 25 Απριλίου 2020
"Λαθρεπιβάτης στη χλόη" - Τάσος Λειβαδίτης
Ονειρεύομαι κάτι δροσιστικό,
ένα αίνιγμα σαν μια φιλία
μια λέξη σαν ένα χέρι αρπαγμένο
μέσα στον πανικό
έναν κατάδικο που σκεπάζει τη μηλιά
με το καπέλο του
ή μια γυναίκα που ριψοκινδυνεύει
μες στον καθρέφτη –
τελικά, η σκάλα ήταν έρημη
κι εγώ ο τρελός που έκλεβε τα πορτοκάλια –
θυμάμαι τον παππού στο παράθυρο,
όμοιον μ’ ένα ρόδι ξερό
και την κλωστή που όταν έσπαγε,
συνέχιζε η καμπάνα την ιστορία,
τόσες διηγήσεις, που δεν ξέρουμε πια τίποτα,
όπως όταν τελειώνει ένα ποίημα
και μόνον αυτοί πηγαίνουν στον παράδεισο
που έζησαν σκιαγμένοι μες στο ίδιο τους το σπίτι,
ονειρεύομαι ένα ταξίδι σαν παιδικό παράπονο,
ένα ρολόι που να μη μας διώχνει,
το πρωινό τσιγάρο που κάνει το δήμιο
ν’ αργοπορεί
ή το ασυνάρτητο γέλιο ενός κοριτσιού
σαν μια Ιλιάδα,
ονειρεύομαι να μην ονειρεύομαι,
μόνο να κάθομαι έξω στα χωράφια,
την ώρα που νυχτώνει
και το σφύριγμα του τρένου μακριά ακούγεται,
άξαφνα, έξω απ’ τη ματαιότητα.
Τάσος Λειβαδίτης
από τη συλλογή Ανακάλυψη, 1977
"Βρες χρόνο" - Γιάννης Ρίτσος
Βρες χρόνο για σκέψη ,
αυτό είναι η πηγή της δύναμης.
Βρες χρόνο για παιχνίδι ,
αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας νιότης.
Βρες χρόνο για διάβασμα ,αυτό είναι το θεμέλιο της γνώσης.
Βρες χρόνο να είσαι φιλικός ,
αυτό είναι ο δρόμος προς την ευτυχία.
Βρες χρόνο για όνειρα ,
αυτά θα τραβήξουν το όχημά σου ως τ' αστέρια.
Βρες χρόνο ν' αγαπάς και ν' αγαπιέσαι ,αυτό είναι το προνόμιο των Θεών.
Βρες χρόνο να κοιτάς ολόγυρα σου ,
είναι πολύ σύντομη η μέρα για να 'σαι εγωιστής.
Βρες χρόνο να γελάς αυτό είναι η μουσική της ψυχής...''
Γ. Ρίτσος
"Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα" - Μενέλαος Λουντέμης (Κωνσταντινούπολη 1906 - Ἀθήνα 1977):
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.
«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ... Ἔρωτα μὴ σὲ...
ἔρωτα μισέ... ἔρωτα μισέ...»
Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
......................................................
Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη
(Τέσσερα Ποιήματα ἀπὸ τὴν συλλογή:
«Κάτω Ἀπὸ Τὰ Κάστρα Τῆς Ἐλπίδας»)
Η καλή και η ανάποδη - A. Camus
Αρκεί ένα μόνο φως να λάμψει και ξεχειλίζω από μια συγκεχυμένη και μεθυστική χαρά. Αυτό το απόγευμα με φέρνει έτσι απέναντι στην ανάποδη μεριά του κόσμου. Μα η ατμόσφαιρα παραμένει κρύα. Παντού ένα αραχνοΰφαντο πέπλο ήλιου που κι ένα νύχι θα το ‘σχιζε, μα που ντύνει τα πάντα μ’ ένα θαλερό χαμόγελο.
Ποιος είμαι εγώ και τι άλλο μπορώ να κάνω παρά να συμμετέχω στο παιχνίδι του φωτός μέσα στα φυλλώματα; Να είμαι αυτή η αχτίδα που καίει το τσιγάρο μου, αυτή η γλυκύτητα κι αυτό το διακριτικό πάθος που ανασαίνει με τον αέρα.
Κι αν προσπαθήσω να βρω τον εαυτό μου, το πετυχαίνω μόνο χάρη στο φως. Κι αν επιχειρήσω να καταλάβω και να δοκιμάσω τούτη τη λεπτή γεύση που μου φανερώνει το μυστικό του κόσμου, μόνο τον εαυτό μου ανακαλύπτω στο βάθος του σύμπαντος. Τον εαυτό μου, δηλαδή αυτή την ακραία συγκίνηση που με λυτρώνει απ’ το σκηνικό. Άλλοι αφήνουν ένα λουλούδι ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου, φυλακίζουν εκεί έναν περίπατο όπου τους άγγιξε ο έρωτας. Κι εγώ κάνω περιπάτους, μα με χαϊδεύει ένας θεός. Η ζωή είναι σύντομη κι είναι αμαρτία να χάνεις τον καιρό σου. Λένε πως είμαι δραστήριος. Αλλά το να είσαι δραστήριος σημαίνει να χάνεις τον καιρό σου, εφόσον χάνεσαι ο ίδιος.
Το σήμερα είναι μία στάση και η καρδιά μου φεύγει να συναντήσει τον εαυτό της. Αν με πνίγει ακόμα μια αγωνία, είναι γιατί αισθάνομαι τούτη την αψηλάφητη στιγμή να γλιστρά μέσα απ’ τα δάχτυλά μου όπως οι σταγόνες του υδράργυρου. Αφήστε λοιπόν όσους θέλουν να γυρίσουν την πλάτη τους στον κόσμο. Δεν παραπονιέμαι αφού βλέπω να γεννιέμαι. Τούτη την ώρα, όλο μου το βασίλειο ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτός ο ήλιος κι αυτές οι σκιές, αυτή η ζέστη κι αυτό το κρύο που έρχονται απ’ το βάθος του αέρα: ν’ αναρωτηθώ αν κάτι πεθαίνει κι αν οι άνθρωποι υποφέρουν, αφού τα πάντα γράφονται σ’ αυτό το παράθυρο όπου ο ουρανός σκορπίζει την πληρότητά του που έρχεται να σμίξει με τον οίκτο μου.
Μπορώ να πω και θα το πω αμέσως ότι αξίζει να είναι κανείς αληθινός, κι αυτό τα περιλαμβάνει όλα, και την ανθρωπιά και την απλότητα. Και πότε λοιπόν είμαι αληθινός, αν όχι όταν είμαι ο κόσμος; Η επιθυμία μου εκπληρώνεται πριν προλάβω να την εκφράσω. Η αιωνιότητα είναι εδώ κι εγώ την περίμενα με ελπίδα. Τώρα δεν εύχομαι πια να είμαι ευτυχισμένος αλλά να έχω συνείδηση της πραγματικότητας.
Ένας άνθρωπος παρατηρεί με θαυμασμό τον κόσμο κι ένας άλλος σκάβει τον τάφο του: πώς να τους ξεχωρίσω; Τους ανθρώπους και τον παραλογισμό τους; Αλλά να το μειδίαμα του ουρανού. Το φως δυναμώνει και μήπως έρχεται σε λίγο το καλοκαίρι; Αλλά να τα μάτια και η φωνή εκείνων που πρέπει ν’ αγαπώ. Είμαι δεμένος με τον κόσμο με όλες μου τις κινήσεις, με τους ανθρώπους, με όλο τον οίκτο και την ευγνωμοσύνη μου. Ανάμεσα σε τούτη την καλή και την ανάποδη του κόσμου, δεν θέλω να επιλέξω, δεν μου αρέσει να επιλέγω. […]
Το πραγματικό θάρρος είναι ακόμα να κρατά κανείς τα μάτια ανοιχτά στο φως όπως και στον θάνατο. Άλλωστε, πώς να εκφράσω αυτό που συνδέει την τρομερή αγάπη της ζωής μ’ εκείνη τη μυστική απελπισία; Αν δεχτώ την ειρωνεία, κρυμμένη στο βάθος των πραγμάτων, εκείνη τότε αποκαλύπτεται αργά. Κλείνοντας το μικρό και φωτεινό μάτι της, λέει: «Ζήστε σαν…» Παρά τις τόσες έρευνες, η γνώση μου σταματά εδώ.
A. Camus, Η Καλή και η Ανάποδη, εκδ. Καστανιώτη
"Τ΄ άπειρο για να ξαναρχίσω" - Pablo Nerouda
Θα ξέρεις πως δε σ'αγαπώ και πως
σ'αγαπώ αφού η ζωή μας δυό έχει τρόπους
η λέξη είναι φτερούγα της σιωπής
έχει φωτιά το'να μισό από κρύο.
Σ'αγαπώ για να σ΄αγαπήσω πάλι,
τ' άπειρο για να ξαναρχίσω
κι απ'το να σ'αγαπώ για να μην πάψω,
γι'αυτό κι εγώ δε σ΄αγαπώ ακόμα.
Σ'αγαπώ και δεν σ'αγαπώ σαν να'χα
στα χέρια τα κλειδιά της ευτυχίας
κι ένα δύστυχο αβέβαιο πεπρωμένο.
Δυό ζωές να σ'αγαπώ η αγάπη μου έχει.
Γι' αυτό όχι μόνον όταν σ'αγαπάω
μα σ'αγαπάω κι όταν δε σ'αγαπάω.
Pablo Nerouda
Η Χαμογελαστή Καρδιά - Charles Bukowski
η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μην την αφήνεις να ενωθεί σε μια υγρή υποταγή.
να παραφυλάς.
υπάρχουν έξοδοι.
υπάρχει ένα φως κάπου.
μπορεί να μην είναι πολύ φωτεινό αλλά
διώχνει το σκοτάδι.
να παραφυλάς.
οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.
να τις μάθεις.
να τις αρπάξεις.
δεν μπορείς να νικήσεις το θάνατο αλλά
μπορείς να νικήσεις το θάνατο στη ζωή, μερικές φορές.
και όσο πιο συχνά μάθεις να το κάνεις,
τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.
η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μάθε τήν όσο την έχεις.
είσαι υπέροχος
οι θεοί περιμένουν να πάρουν μεγάλη ευχαρίστηση
από εσένα.
The Laughing Heart
"Προσκυνητές" Γιόζεφ Μπρόντσκι
Προσκυνητές
"Τα όνειρα και τα αισθήματά μου εκατοστή φορά
Σ’ εσένα έρχονται με δρόμο των προσκυνητών"
Φ. Μπέικον
Δίπλα από τα σφαγεία και χρυσορυχεία,
δίπλα από τα καλύβια και παλάτια,
δίπλα από τα σικάτα νεκροταφεία,
δίπλα από τα μεγάλα ελάτια,
δίπλα από τη Μέκκα και Ρώμη,
δίπλα από τη συμφορά ακόμη,
της αγιοσύνης μιμητές,
περνάνε οι προσκυνητές.
Σακάτηδες, από την κούραση έχουν μεθύσει,
μισόγυμνοι, χωρίς φαγί,
τα μάτια τους γεμάτα δύση,
οι καρδιές τους, αυγή.
Πίσω τους άδουν οι ερημιές,
λάμπουν οι μακρινές αστραπές,
μπροστά τους γεννιούνται οι τρικυμιές,
και βραχνά προφητεύουν πτηνά μεγαλοπρεπές:
Ότι ο κόσμος δε θ’ αλλάξει,
θα μείνει πραγμάτων παλιών η τάξη,
ο κόσμος θα μείνει εκτυφλωτικά χιονάτος,
και ατιμωτικά κεφάτος,
ο κόσμος θα μείνει απατηλός,
ο κόσμος θα μείνει ανάπηρος,
ίσως γλυκόπικρος,
κι όμως άπειρος.
Κ’ αυτό σημαίνει, ότι δε θα ωφελήσει
η πίστη στον εαυτό σου, στον Θεό, στη φύση.
… Κ’ αυτό σημαίνει ότι είσαι μόνος:
η αυταπάτη και ο δρόμος.
Και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα βασιλέματα,
και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα χαράματα.
Θα την λιπαίνουν οι οπλίτες.
Θα την εγκρίνουν οι ποιητές-προφήτες.
Αγάπη
Ένα καλό τεστ για την αληθινή αγάπη, λέει ο Barbellion* ή κάποιος άλλος πάνω σ' αυτό, είναι αν μπορείς ν' αντέξεις στη σκέψη να κόβεις τα νύχια των ποδιών του αγαπημένου σου. Αυτή είναι πράγματι μια αξιομνημόνευτη εικόνα. Όχι μόνο είναι τα νύχια των ποδιών συμβολικά για όλα όσα μια σεμνότυφη περίοδος θα περιέγραφε ως απόβλητα που θα έπρεπε να υποφέρεις χωρίς σιχασιά – ιδρώτας, περιττώματα – αλλά βλέπεις εκεί μέσα και το γονάτισμα, την περιποιητική στάση στα πόδια του αγαπημένου σου. Πραγματικά δεν είσαι τίποτα παραπάνω από τον νυχοκόπτη ενός θεϊκού ποδιού.
Το να κόβεις τα νύχια των ποδιών κάποιου είναι σαν να επιτίθεσαι σε κάποιον μ' ένα όπλο, όσο μικροσκοπικό κι αν είναι αυτό. Αν η σεξουαλικότητα είναι πόλεμος, η αγάπη είναι οπλισμένη ειρήνη. Για κάτι παραπάνω από οπλισμένη ειρήνη ο άνθρωπος δεν είναι ικανός.
Παραμένει ο εαυτός του και την ίδια στιγμή τον ξεπερνά. Παραμένει ο εαυτός του γιατί, αν και έχει κλείσει ένα σύμφωνο ειρήνης, δεν μπορεί να απαρνηθεί την πολεμοχαρή, αιμοδιψή του φύση, ξεπερνά τον εαυτό του γιατί ορκίζεται ότι έχει κλείσει αυτή την συμφωνία για πάντα. Άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η αγάπη με μεγαλόστομες λέξεις όπως αφοσίωση, ειρήνη, αιωνιότητα – κι όμως δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο πεδίο σε τέτοια αφθονία τα υποκοριστικά: Αγαπούλα. Φιλάκι. Τρυπούλα. Νυχάκι ποδιού.
Αφήνει επίσης η αγάπη, για κάτι που θεωρείται τόσο επουράνιο, με ευχαρίστηση να περιγράφεται με γήινους όρους. Μπορούμε να πιούμε τις λέξεις από τα γλυκά σα μέλι χείλια της αγαπημένης, μπορούμε να λατρέψουμε τις καμπύλες κάποιου, μπορούμε παραδεισένια να βυθιστούμε σε μια θεϊκή αγκάλη, να τρυγήσουμε τ' αστέρια του ουρανού, να μετρήσουμε τις χρυσές αποχρώσεις της ίριδας, μα και απλά να κόψουμε τα νύχια των ποδιών κάποιου. Η πιο ταπεινή χειρονομία δε ταπεινώνει, όχι, πρωτύτερα ανυψώνει την αίγλη της αγάπης μας. Διότι – παράδοξο νούμερο τόσο – μένουμε έγκυοι απ' την αγάπη μόνο μόλις χάσουμε ολότελα τον εαυτό μας. Αυτό που αγαπάμε – αυτός ο άλλος – μας έχει υπό την κατοχή του. Κοιτάμε με τα μάτια του άλλου, αισθανόμαστε με τα χέρια του άλλου, ζούμε στο σώμα του άλλου. Κόβουμε τα νύχια των δικών μας ποδιών.
Εκεί κυβερνά μια εκκωφαντική ειρήνη. Βρισκόμαστε ανυπεράσπιστοι μπρος στη δικιά μας ομοβροντία. Και ενώ έχουμε χάσει τον εαυτό μας – θα τελειώσουν άραγε ποτέ αυτές οι αντιφάσεις; - έχουμε ταυτόχρονα την πληρέστερη κατοχή όλων των ικανοτήτων μας. Οι στίχοι κυλάνε τελειότεροι από την πένα μας, οι κινήσεις του σώματος μας είναι λιγότερο απότομες και έχουν περισσότερη χάρη, κάνουμε πάντοτε τα σωστά πράγματα, κανένας καμπουριασμένος νάνος δεν διασχίζει πια το δρόμο μας, καμιά παραφωνία δε φτάνει στα αυτιά μας, η αίσθησή μας για το χιούμορ και για τους παραλογισμούς της ύπαρξης έχει αγγίξει τον υψηλότερο βαθμό εκλέπτυνσης και όλα αυτά που με καλοσύνη μπορούμε να κατέχουμε ακτινοβολούν από το μέτωπό μας, ακόμα και η καλοσύνη που δεν κατέχουμε.
Θα μπορούσαμε, αν επιτρεπόταν να μας κατηγορήσουν, να είμαστε ανυπόφοροι: μακάριοι ηλίθιοι. Αλλά δεν επιτρέπεται να μας κατηγορήσουν: είμαστε ένας άλλος. Εκτελούμε ευτυχισμένοι θελήματα. Είμαστε ερωτευμένοι.
Πόσο διαρκεί αυτή η κατάσταση; Για πολλούς ίσως όχι περισσότερο απ' όσο κάνει ένα νύχι ποδιού να μεγαλώσει ξανά. Για μένα είναι η κατάσταση μέσα στην οποία βρίσκομαι σχεδόν αδιάκοπα. Είμαι ερωτευμένος με την ίδια την αγάπη. Με κάνει το πρωί, με το ξύπνημα, να μην ξεκινώ την ημέρα μου γεμάτος αηδία, με κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας να γνέφω εγκωμιαστικά χωρίς ίχνος ματαιοδοξίας, με κάνει το βράδυ να πέφτω για ύπνο χωρίς άγχος και πόνο.
Αλίμονο αν μια μέρα μ' εγκαταλείψει η αγάπη. Θα είμαι τότε ένας μοναχικός αστεροειδής, ένα ψαλιδάκι νυχιών που αιωρείται ανάμεσα σε κόσμους, ψάχνοντας αμήχανα για το αγαπημένο του δάχτυλο.
____________________________
* Wilhem Nero Pilatus Barbellion ψευδώνυμο του Bruce Frederick Cummings (1889 – 1919) Άγγλος συγγραφέας. Το έργο του “Ημερολόγιο ενός Απογοητευμένου Ανθρώπου” θεωρείται ένα από τα πιο συγκινητικά ημερολόγια που έχουν ποτέ γραφτεί.