Ερχόσουν στον κόσμο και ήσουν σε δεύτερη μοίρα.
Οι συγγενείς χτυπούσαν συγκαταβατικά την πλάτη του πατέρα σου.
"Δεν πειράζει" του λέγαν.
"Το επόμενο θα είναι "μάσκου", αρσενικό".
Μεγάλωνες, ενώ ήσουν ήδη μεγαλωμένη.
Οι δουλειές του σπιτιού περνούσαν όλες από σένα.
Μικρό παιδί-νοικοκυρά.
Σχολείο μόνο για τη βασική εκπαίδευση.
Ο προορισμός σου ήταν άλλος.
Στα χωράφια πάντα παρούσα, βασικός κρίκος .
Τα απογεύματα "βρώμικες" δουλειές στο σπίτι.
Στο μαντρί τα ζώα, στο σπίτι το μαγείρεμα, το πλύσιμο.
Νυχτέρια υποχρεωτικά, κεντούσες την προίκα σου.
Τις ελεύθερες ώρες στον αργαλειό.
Σε πάντρευαν μικρή.
Στο νέο σου σπιτικό, όλα επάνω σου.
Χωράφι, σπίτι. Τί κι αν η κοιλιά σου ήταν εννιά μηνών.
Κοιλοπονούσες, υπέμενες, γεννούσες στη γωνιά, μόνη αβοήθητη.
Ξενυχτούσες εσύ, δίπλα στα μικρά σου, που ψήνονταν στον πυρετό.
Και τα πρωινά εσύ πρώτη στο πόδι, να ετοιμάσεις τα πάντα.
Στερήσεις άπειρες, να μεγαλώσεις σωστά τα βλαστάρια σου.
Κι όταν τα πάντρευες, τους χάριζες τα πάντα, αποσυρόμενη σε φτωχική γωνιά.
Σταύρωνες με τα ροζιασμένα σου χέρια, προσευχόσουν, ευλογούσες.
Άσβεστο το καντήλι στο φτωχικό εικονοστάσι, ανοιχτή γραμμή με το Θείο.
Συνεχής έννοια για όλους, στο σύντομο πέρασμά σου.
Κόρη, σύζυγος, μητέρα, πεθερά, γιαγιά.
Αέναος κύκλος.
Αιώνια, αστείρευτη αγάπη, απλόχερα δοσμένη.
Όλα ξεκινούν από σένα κι όλα καταλήγουν σε σένα.