"Αυτό το πρώτο δωμάτιο αποπνέει μια μυρωδιά που δεν έχει όνομα στη γλώσσα μας και που θα 'πρεπε να την ονομάσουν μυρωδιά πανσιόν. Μυρίζει κλεισούρα, μούχλα και ταγκό λάδι, προκαλεί ρίγος, είναι υγρή στη μύτη σου, ποτίζει τα ρούχα σου. Βρωμάει σερβίρισμα, οφίς, τραπεζαρία γηροκομείου. Θα μπορούσε ίσως να περιγραφεί, αν υπήρχε ένας τρόπος να υπολογιστούν οι στοιχειώδεις και εμετικές ποσότητες που εκπέμπουν εκεί μέσα οι καταρροϊκές και ιδιαίτερες μυρωδιές του κάθε οικότροφου, νέου ή γέρου. Κι όμως, παρ' όλα αυτά τα φριχτά πράγματα, αν το σύγκρινε κανείς με την τραπεζαρία, θα 'βρισκε το σαλόνι κομψό και αρωματισμένο, όπως πρέπει να είναι ένα μπουντουάρ.
Αυτή η αίθουσα, που είναι ολόκληρη ντυμένη με ξύλο, κάποτε είχε βαφτεί με ένα χρώμα που σήμερα είναι απροσδιόριστο, αποτελώντας το φόντο πάνω στο οποίο η βρωμιά έχει αποτυπώσει τα στρώματα της, έτσι ώστε να σχεδιάζει παράξενες φιγούρες. Υπάρχουν εδώ μπουφέδες που κολλάνε από τη λίγδα, με ραγισμένες θαμπές καράφες πάνω τους, κρίκοι για πετσέτες από μέταλλο μουαρέ, στοίβες πιάτα από χοντρή πορσελάνη με γαλάζια μπορντούρα, κατασκευασμένα στο Τουρνέ. Σε μία γωνία είναι τοποθετημένο ένα κουτί με αριθμημένα χωρίσματα, που φιλοξενεί τις πετσέτες των οικοτρόφων γεμάτες λεκέδες από σάλτσες ή κρασί. Συναντάς εδώ έπιπλα που πια δεν χαλάνε, που τα έχουν εξορίσει από παντού, που βρίσκονται εδώ όπως βρίσκονται τα ναυάγια του πολιτισμού στο άσυλο των ανιάτων. Μπορείς επίσης να δεις το βαρόμετρο με τον καπουτσίνο που βγαίνει όταν βρέχει, απαίσιες γκραβούρες που κόβουν την όρεξη (όλες μέσα σε κάδρα από μαύρο λουστραρισμένο ξύλο με χρυσαφιές γραμμές), ένα ρολόι του τοίχου από κόκκαλο χελώνας διακοσμημένο με μπρούντζο, μία πράσινη σόμπα, λάμπες Αρκάν, όπου η σκόνη συνδυάζεται με το λάδι, ένα μακρύ τραπέζι σκεπασμένο με μουσαμά τόσο λιπαρό, ώστε ένας φοιτητής ιατρικής, που του αρέσουν τα αστεία, γράφει το όνομα του, χρησιμοποιώντας το δάχτυλο του, ξεποδαριασμένες καρέκλες, αξιοθρήνητα χαλάκια από πλεχτό σπαρτό που ξετυλίγεται συνέχεια, χωρίς να χάνεται ποτέ, άθλια μαγκαλάκια με τρύπες σπασμένες, με ρεζέδες χαλασμένους, με ξύλο που καρβουνιάζει.
Για να εξηγήσει κανείς πόσο παλιά, πόσο ραγισμένη, πόσο σάπια, πόσο τρεμουλιαστή, μονόχειρη, μονόφθαλμη, ανάπηρη, ετοιμοθάνατη είναι αυτή η επίπλωση θα 'πρεπε να αναλωθεί σε μία περιγραφή που θα καθυστερούσε πολύ το ενδιαφέρον αυτής της ιστορίας και που δεν θα τη συγχωρούσαν οι βιαστικοί. Το κόκκινο πλακάκι του δαπέδου είναι γεμάτο από βαθιές κοιλότητες, από το τρίψιμο ή το βάψιμο. Τέλος, εδώ βασιλεύει η μιζέρια, χωρίς ποίηση, μία μιζέρια τσιγκούνικη, συμπυκνωμένη, τριμμένη. Αν δεν έχει ακόμα βούρκο, έχει πάντως λεκέδες. Αν δεν έχει τρύπες ή κουρέλια είναι ωστόσο έτοιμη να σαπίσει και να καταρρεύσει.
Αυτό το δωμάτιο είναι σ' όλη του τη δόξα τη στιγμή που, γύρω στις 7 το πρωί, ο γάτος της κυρίας Βοκέ, που προηγείται της κυρίας του, πηδάει πάνω στις μπουφέδες, μυρίζει το γάλα που περιέχουν κάμποσες γαβάθες σκεπασμένες με πιάτα και κάνει το πρωινό του γουργούρισμα. Σε λίγο εμφανίζεται η χήρα, στολισμένη με το τούλινο σκουφάκι της, κάτω από το οποίο κρέμεται ένα ρολό από κακοβαλμένα ψεύτικα μαλλιά. Περπατάει σέρνοντας τις στραβοπατημένες παντόφλες της. Το γεροντίστικο, παχουλούτσικο πρόσωπο της, στη μέση του οποίου προεξέχει ένα ράμφος παπαγάλου, τα χοντρουλά χεράκια της, χέρια ανθρώπου καλοθρεμμένου, όπως οι ποντικοί της εκκλησίας, το υπερβολικά παχύ και πλαδαρό στήθος της βρίσκονται σε αρμονία με αυτή την αίθουσα που αποπνέει δυστυχία, όπου έχει φωλιάσει η κερδοσκοπία και της οποίας η κυρία Βοκέ αναπνέει το ζεστό, δύσοσμο αέρα χωρίς να αηδιάζει. Το φρέσκο σαν το πρώτο φθινοπωρινό αγιάζι πρόσωπο της, τα γεμάτα ρυτίδες μάτια της που η έκφραση τους κυμαίνεται ανάμεσα στο χαμόγελο που πρέπει να έχουν οι χορεύτριες και την ξινή συνοφρύωση που έχουν οι ενεχειροδανειστές.
Ολόκληρο, τελοσπάντων, το άτομο της εξηγεί την πανσιόν, όπως και η πανσιόν κάνει αναγκαίο το άτομο της - δεν γίνεται κάτεργο χωρίς επιστάτη καταδίκων. Το άχρωμο πάχος αυτής της γυναικούλας είναι αποτέλεσμα της ζωής της, όπως ο τύφος. Είναι η συνέπεια των αναθυμιάσεων ενός νοσοκομείου. Το πλεχτό μάλλινο μεσοφόρι της που κρεμάει κάτω από τη φούστα της -φτιαγμένη από ένα παλιό φόρεμα, με το μπαμπάκι να βγαίνει από τις σχισμές του φθαρμένου υφάσματος - συνοψίζει το σαλόνι, την τραπεζαρία, τον κηπάκο, αναγγέλλει την κουζίνα, σε κάνει να προαισθανθείς τους οικότροφους. Όταν αυτή είναι εδώ, το θέαμα είναι πλήρες. Η κυρία Βοκέ, που είναι καμιά πενηνταριά χρονών, μοιάζει με όλες τις γυναίκες που έχουν περάσει βάσανα...". -
* Από το 1ο κεφάλαιο του "Μπαρμπά Γκοριό", σε μετάφραση Ακακίας Κορδόση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1999.