Το 321, σχεδόν δύο χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αρριδαίος ολοκλήρωσε την κατασκευή της αρμάμαξας, που θα μετέφερε τη σορό του Αλεξάνδρου από τη Βαβυλώνα στο μαντείο του Άμμωνα, όπως ήταν η επιθυμία του.
Η σαρκοφάγος ήταν από σφυρήλατο χρυσό, τη γέμισαν με αρώματα, για να συντηρείται η μούμια, και τη σφράγισαν με εφαρμοστό χρυσό κάλυμμα.
Πάνω της τοποθέτησαν μία πολύ ωραία και χρυσοποίκιλτη φοινικίδα (κόκκινη πολεμική σημαία) και δίπλα της τα όπλα του νεκρού.
Η αρμάμαξα είχε θολωτή οροφή πλάτους 8 πήχεων (3,7μ) και μήκους 12 πήχεων (5,55μ) με λιθοκόλλητες ψηφίδες. Τη βάση της καμάρας περιέτρεχε παραλληλόγραμμος θριγκός με ανάγλυφες προτομές τραγελάφων (φανταστικών ζώων), απ’ τις οποίους κρέμονταν χρυσοί κρίκοι διαμέτρου 2 παλαμών (περίπου 14,8 εκατοστών), όπου ήταν περασμένο πομπικό στέμμα στολισμένο μεγαλόπρεπα με όλων των ειδών τα χρώματα. Στις άκρες υπήρχαν δικτυωτά κρόσσια με μεγάλα κουδούνια, για να φτάνει ο ήχος τους πολύ μακρυά. Στις 4 γωνίες της καμάρας στεκόταν από μία χρυσή τροπαιοφόρος Νίκη και η κιονοστοιχία, που στήριζε την καμάρα, ήταν χρυσή με ιωνικού ρυθμού κιονόκρανα.
Στο εσωτερικό του περιστυλίου ήταν προσαρμοσμένοι 4 ζῳοφόροι πίνακες ισομήκεις με τα πλευρά της καμάρας και κρεμόταν χρυσό δίχτυ από νήμα πάχους 1 δακτύλου (1,8 εκατοστών). Η πρώτη ζωφόροςπαρίστανε τον Αλέξανδρο πάνω σε άρμα με ένα εξαιρετικό σκήπτρο στο χέρι. Γύρω του ήταν μία ακολουθία πάνοπλων Μακεδόνων και μία άλλη μηλοφόρων Περσών και μπροστά τους υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες. Η δεύτερη ζωφόρος απεικόνιζε τους ελέφαντες της βασιλικής ακολουθίας με πολεμική εξάρτηση και αναβάτες μπροστά Ινδούς πίσω δε Μακεδόνες με τον συνήθη οπλισμό.
Η τρίτη ζωφόρος απεικόνιζε ίλες ιππέων σε σχηματισμό μάχης και η τέταρτη πλοία εξοπλισμένα για ναυμαχία. Δεξιά κι αριστερά από την είσοδο της καμάρας υπήρχαν χρυσοί λέοντες, που κοιτούσαν προς τους εισερχόμενους. Πάνω από την καμάρα και στο μέσο της υπήρχε μία μεγάλη φοινικίς με ένα μεγάλο χρυσό στεφάνι ελιάς, που όπως κυμάτιζε η φοινικίς έλαμπε έντονα σε μεγάλη απόσταση.
Η όλη υπερκατασκευή στηριζόταν σε δύο άξονες με δύο πολυτελείς τροχούς ο καθένας. Κάθε τροχός είχε επίχρυσες ακτίνες και πλαϊνά, ενώ το μέρος της στεφάνης που κυλούσε στο έδαφος ήταν σιδερένιο. Τα άκρα των αξόνων εξείχαν από τους τροχούς, ήταν επίχρυσα και κατέληγαν σε προτομές λεόντων, που κρατούσαν στα δόντια από μία κυνηγετική λόγχη. Ένα ελατήριο στο μέσο του κάθε άξονα τον συνέδεε με την υπερκατασκευή μέσω ενός μηχανικού συστήματος απόσβεσης των κραδασμών από τις ανωμαλίες του δρομολογίου.
Η αρμάμαξα είχε 4 ρυμούς με 4 τετραπλούς ζυγούς, όπου ήταν ζευμένοι συνολικά 64 ημίονοι, διαλεγμένοι για το ανάστημα και τη δύναμή τους. Καθένας τους ήταν στεφανωμένος με επίχρυσο στεφάνι, εκατέρωθεν των σιαγόνων του κρεμόταν από ένα χρυσό κουδούνι και τον τράχηλό τους περιέβαλλε λιθοκόλλητο περιδέραιο.Εκτός από τη στρατιωτική συνοδεία, υπήρχε ένα πλήθος οδοποιώνγια την εξομάλυνση του δρομολογίου και τεχνιτών για τη συντήρηση και την επισκευή τηςαρμάμαξας. Η φήμη της προπορευόταν και πολλοί κάτοικοι από τις πόλεις, που πλησίαζε, έτρεχαν να θαυμάσουν τη λαμπρή και πανάκριβη κατασκευή.
Κατά τον Διόδωρο, όταν η πομπή έφτασε στα σύνορα της Συρίας με την Αίγυπτο, τη συνάντησε οΠτολεμαίος επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης και μετέφερε με τιμές την αρμάμαξα όχι στο μαντείο του Άμμωνα, αλλά στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έχτισε τέμενος αντάξιο του Αλεξάνδρου, τον ενταφίασε και διοργάνωσε θυσίες και αγώνες αρμόζοντες σε ήρωα. Κατά τον Κούρτιο, ο Πτολεμαίος μετέφερε τη μούμια του Αλεξάνδρου πρώτα στη Μέμφιδα και μετά στην Αλεξάνδρεια. Αν αυτή η ενδιάμεση στάση όντως έγινε, ίσως οφειλόταν στη μη έγκαιρη κατασκευή του τεμένους. Επειδή ο γιος του Λάγου είχε βλέψεις ανώτερες από τη θέση του διοικητή επαρχίας, ετοιμαζόταν να μετατρέψει τη σατραπεία του σε ανεξάρτητο βασίλειο και να ιδρύσει τη βασιλική δυναστεία των Λαγιδών. Η απόθεση της σορού του Αλεξάνδρου στην πρωτεύουσα του πτολεμαϊκού βασιλείου βάρυνε στην κοινή γνώμη περισσότερο από τη κατοχή του βασιλικού δαχτυλιδιού από τον Περδίκκαֹ γι’ αυτό αγνοήθηκε η τελευταία επιθυμία του Αλεξάνδρου και του αποδόθηκαν όλες εκείνες οι λαμπρές τιμές, που εξυπηρετούσαν τις πολιτικές φιλοδοξίες του Πτολεμαίου.
Η μεταφορά και ταφή της σορού του Αλεξάνδρου δεν απετέλεσε λόγο εκεχειρίας μεταξύ των αντιμαχομένων εταίρων. Έτσι, την ίδια χρονιά (321) ο Αντίπατρος προέλασε προς την Κιλικία, για να συγκρουστεί με τον Περδίκκα, ενώ ο Κρατερός παρέμεινε στην περιοχή του Ελλησπόντου, για να εξουδετερώσει τον Ευμένη, όμως στη μάχη σκοτώθηκε ο Κρατερός και νίκησε ο Ευμένης. Ο Περδίκκας έχοντας μαζί του τον Αρριδαίο και τον 2 ετών Αλέξανδρο Δ΄ προέλασε επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων κατά του Πτολεμαίου. Η διαφορά στο χαρακτήρα των δύο αντρών ήταν τέτοια, ώστε μόλις ο Περδίκκας στρατοπέδευσε στο Πηλούσιο, πολλοί αξιωματικοί του αυτομόλησαν στον Πτολεμαίο και, όταν (μιμούμενος ανάλογες ενέργειες του Αλεξάνδρου) προσπάθησε να περάσει τις δυνάμεις του στην απέναντι όχθη του Νείλου για να καταλάβει αιφνιδιαστικά τη Μέμφιδα, πάνω από 2.000 στρατιώτες και επιφανείς αξιωματικοί πνίγηκαν ή κατασπαράχθηκαν από τους κροκόδειλους. Αυτή η συμφορά καταλογίσθηκε ως προσωπική ευθύνη του Περδίκκα και, συνδυαζόμενη με τη φροντίδα του Πτολεμαίου προς τους νεκρούς αντιπάλους του, αποτέλεσε τη σταγόνα, που ξεχείλισε το ποτήρι της ανοχής προς τον «αιμοδιψή και αυταρχικό» Περδίκκα. Το ίδιο βράδυ τον σκότωσαν οι επιτελείς του με πρωτεργάτη τον Πίθωνα.
Στη συνέχεια συμφιλιώθηκαν με τον Πτολεμαίο και του ζήτησαν να πάρει τη θέση του Περδίκκα. Εκείνος προφανώς είχε κρίνει ότι στη θέση του Μεγάλου Βασιλέως δεν ήταν δυνατόν να εδραιωθεί κάποιος εταίρος, διότι οι άλλοι θα τον ανέτρεπαν όπως συνέβη με τον Περδίκκα και γι’ αυτό επέλεξε να εδραιωθεί στη σατραπεία του. Αρνήθηκε την κολακευτική πρόταση και υπέδειξε τον Πίθωνα και τον Αρριδαίο, στους οποίους οι Μακεδόνες ανέθεσαν από κοινού «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Αμέσως μετά άρχισαν τις εκκαθαρίσεις των πλησιέστερων στον Περδίκκα προσώπων και σκότωσαν τον αδελφό του, την αδελφή του Αταλάντη, 50 επιφανείς αξιωματικούς και αποφάσισαν την εκτέλεση του Ευμένη. Λίγο αργότερα ο Αντίπατρος, που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή, κατεύνασε μία σοβαρή αναταραχή, που υποκίνησε στο στράτευμα η σύζυγος του Αρριδαίου, η Ευρυδίκη. Στη συνέχεια διορίσθηκε επιμελητής των βασιλέων και με τη νέα εξουσία του ανακατένειμε τις δυτικές κυρίως σατραπείες, οπότε διαπίστωσε ότι ο Πτολεμαίος δεν είχε πρόθεση να εγκαταλείψει την Αίγυπτο χωρίς τη χρήση στρατιωτικής βίας και υποχρεώθηκε να μην τον μετακινήσει. Αρχιστράτηγο των βασιλικών δυνάμεων όρισε τον Αντίγονο και χιλίαρχο τοποθέτησε δίπλα του τον Κάσσανδρο, για να τον επιτηρεί. Εν τέλει επέστρεψε στη Μακεδονία με τους βασιλείς, κίνηση που επισήμως είχε σκοπό να τους επανεγκαταστήσει στην πατρίδα, στην πραγματικότητα όμως να φέρει τον ίδιο πλησιέστερα στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως ή έστω να απομακρύνει άλλους από αυτήν τη φιλοδοξία.
Ωστόσο ούτε ο Αντίπατρος, ούτε ο Αρριδαίος, ούτε ο ανήλικος Αλέξανδρος αποτελούσαν ισχυρή κεντρική διοίκηση και οι συγκρούσεις μεταξύ των εταίρων επεκτάθηκαν. Περί το τέλος καλοκαιριού του 319 πέθανε ο Αντίπατρος από βαρειά αρρώστεια και σε ηλικία περίπου 81 ετών, αφήνοντας ως αντικαταστάτη του τον Πολυπέρχοντα, που ήταν ο μεγαλύτερης ηλικίας εταίρος του Αλεξάνδρου κι έχαιρε μεγάλου σεβασμού στη Μακεδονία. Τον γιο του Κάσσανδρο τον όρισε χιλίαρχο και δεύτερο στην ιεραρχία, κάτι που εκείνος το θεώρησε προσβολή και άρχισε να συνωμοτεί, για να εκτοπίσει τον Πολυπέρχοντα και να πάρει τη θέση του.Προκειμένου να τονώσει τη θέση του ως προστάτη του Οίκου των Αργεαδών, ο Πολυπέρχων κάλεσε πίσω στη Μακεδονία την Ολυμπιάδα, η οποία λόγω της αντιπαλότητάς της με τον Αντίπατρο είχε καταφύγει από παλιά στην πατρίδα της, την Ήπειρο, και της ανέθεσε την επιμέλεια του εγγονού της και συμβασιλιά Αλεξάνδρου Δ΄. Στο μεταξύ ο Αντίγονος αποστάτησε ανοιχτά από την κεντρική εξουσία και ο Κάσσανδρος έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του προκειμένου να ανατρέψει τον Πολυπέρχοντα. Επειδή κι ο Πτολεμαίος είχε βλέψεις ανεξαρτητοποίησης και η συμμαχία του με τον Αντίγονο ήταν θέμα χρόνου, η έκταση και η σφοδρότητα της αναπόφευκτης σύγκρουσης προμηνυόταν μεγάλη. Επειδή ο Κάσσανδρος ως γιός του Αντίπατρου εύκολα θα μπορούσε να βρεί ερείσματα μεταξύ των Ελλήνων συμμάχων, που είχαν συνεργασθεί με τον Αντίπατρο, ο Πολυπέρχων συσκέφθηκε με τους άλλους Μακεδόνες και αποφάσισαν να επαναφέρουν τα πράγματα στα ελληνικά κράτη, όπως είχαν επί Φιλίππου.
Το 318 επανέφεραν λοιπόν όσους είχε εξορίσει ο Αντίπατρος, παρέδωσαν ξανά τη Σάμο στους Αθηναίους και διέταξαν τις πόλεις από τους πολίτες τους, που είχαν διακυβερνήσει επί Αντιπάτρου, άλλους να εξορίσουν κι άλλους να εκτελέσουν τις, δε περιουσίες τους να τις δημεύσουν. Ο Πολυπέρχων στην προσπάθειά του να εξαλείψει τους φίλους του Αντίπατρου και να προσεταιρισθεί τους εχθρούς του, έστειλε επιστολή και στον Ευμένη, που παρά την καταδίκη του σε θάνατο εξακολουθούσε να είναι ζωντανός και ιδιαίτερα υπολογίσιμος εχθρός του Αντίγονου. Του πρότεινε είτε να μεταβεί στη Μακεδονία και να αναλάβει μαζί του την επιτροπεία των βασιλέων ή να παραμείνει στην Ασία ωςστρατηγός αυτοκράτωρ. Ο Ευμενης προτίμησε το δεύτερο κι ο Πολυπέρχων τον αποκατέστησε στη σατραπεία και τις απολαβές, που του είχε αφαιρέσει ο Αντίγονος, έθεσε στη διάθεσή του τους 3.000αργυράσπιδες, του διέθεσε 500 τάλαντα και όσα ακόμη χρειαζόταν για τη στρατολόγηση μισθοφόρων. Στον Ευμένη έστειλε επιστολή και η Ολυμπιάς εκλιπαρώντας τον να βοηθήσει την ίδια και τους βασιλείς, διότι απ’ όλους τους εταίρους μόνο εκείνος είχε μείνει πιστός και μπορούσε να βγάλει από το περιθώριο της πολιτικής το βασιλικό Οίκο της Μακεδονίας. Ζητούσε επίσης τη γνώμη του, αν έπρεπε να παραμείνει στην Ήπειρο ή να μεταβεί στη Μακεδονία, όπου την καλούσε ο Πολυπέρχων. Ο Ευμένης συνέστησε στην Ολυμπιάδα να παραμείνει στην Ήπειρο, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, όμως η Ολυμπιάς δεν έλαβε υπόψιν της τη σύστασή του και επέστρεψε στη Μακεδονία. Σ’ αυτήν τη φάση της αντιπαράθεσης χρησιμοποιήθηκε και μία νέα επινόηση στο μέτωπο της προπαγάνδας. Για να πληγεί το γόητρο του Κάσσανδρου κυρίως μεταξύ των Μακεδόνων συμμάχων του, η πλευρά του Πολυπέρχοντα, που προστάτευε τα δικαιώματα του βασιλικού Οίκου, διοχέτευσε τη θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου από τον Κάσσανδρο και τον αδελφό του, Ιόλλα.
Το 318 και το 317 ο πόλεμος για την εξουδετέρωση του Οίκου των Αργεαδών εξαπλώθηκε σε όλα τα εδάφη από την Ελλάδα ως την Περσίδα. Ο Πολυπέρχων λόγω του πολέμου με τον Κάσσανδρο δεν μπορούσε να χορηγήσει την αυτονομία των ελληνικών κρατών, που είχε εξαγγείλει. Παγιδεύτηκε λοιπόν ανάμεσα στις πολιτικές εξαγγελίες και τις στρατηγικές ανάγκες καθιστώντας τον εαυτό του αναξιόπιστο έναντι των συμμάχων του. Οι σύμμαχοι άρχισαν να εγκαταλείπουν ένας-ένας τον Πολυπέρχοντα και να συντάσσονται με τον Κάσσανδρο, που εκινείτο πολύ δραστήρια και υπέβαλλε καλύτερες προσφορές. Η Ευρυδίκη κατάφερε ακόμη ένα πλήγμα στο γόητρο του Πολυπέρχοντα, όταν κατέστησε τον Κάσσανδρο επίτροπο του συζύγου της, Αρριδαίου.
Η Ολυμπιάς διέταξε τη βεβήλωση του τάφου του Ιόλλα, επειδή υποτίθεται ότι είχε δολοφονήσει τον γιο της. Επίσης φρόντισε να δολοφονηθούν ο Φίλιππος Γ΄ (Αρριδαίος), η σύζυγός του Ευρυδίκη και αρκετοί αξιωματούχοι φιλικά προσκείμενοι στον Κάσσανδρο. Εκείνος τότε πολιόρκησε την Πύδνα, όπου βρισκόταν η Ολυμπιάς, και το 316 την εκπόρθησε μετά από μακρά πολιορκία, όταν τελείωσαν τα εφόδια των υπερασπιστών της. Προσήγαγε την Ολυμπιάδα σε δίκη, πέτυχε την καταδίκη της σε θάνατο δια λιθοβολισμού και της επέβαλε την εσχάτη ποινή των προδοτών, αφήνοντας το σώμα της άταφο. Η κόρη της Ολυμπιάδας και του Φιλίππου Β΄, η Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε στις Σάρδεις από τον Αντίγονο ίσως κατ’ απαίτηση του Κάσσανδρου. Ο Κάσσανδρος, παντρεύτηκε τη Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου Β΄ με τη Νικησίπολη, για να παρεμβληθεί στην παράπλευρη γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, και ως κορωνίδα της αντι-Αλεξανδρινής πολιτικής του, το 315 ανοικοδόμησε με μεγάλη φροντίδα τη Θήβα.Το 311 στην Αμφίπολη δολοφόνησε τη Ρωξάνη και το 12χρονο Αλέξανδρο Δ΄ κι έτσι εξέλιπαν όλοι οι Αργεάδες, που είχαν συγγένεια αίματος με την Ολυμπιάδα. Ο γιος του Αλεξάνδρου με τη Βαρσίνη, Ηρακλής, εκτός από μιξοβάρβαρος (όπως και ο Αλέξανδρος Δ΄) ήταν και νόθος, γι’ αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο στον αγώνα για τη διαδοχή του πατέρα του. Ο Κάσσανδρος ήταν πια ήσυχος ότι ο Οίκος των Αργεαδών αποτελούσε παρελθόν και το 305 έπεισε την εκκλησία των Μακεδόνων να τον ανακηρύξει βασιλιά της Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκαν βασιλείς ο Πτολεμαίος στην Αίγυπτο, ο Λυσίμαχος στη Θράκη κι ο Σέλευκος σ’ όλη την Ασία από τα παράλια της Μεσογείου ως τον Ινδό ποταμό. Οὕτω ξυνέβη ἡ μαντεία Δανιήλῳ.
(Διόδωρος ΙΗ.26.3-28.4)
ΠΗΓΗ...http://www.agioritikovima.gr/