Μουστάκι, χαίτη, πουκάμισο που κουμπώνει μετά το τέταρτο κουμπί, στήθος δασύτριχο όπου στο κέντρο του ξεπροβάλλει ο χρυσός σταυρός, που κρέμεται από μια επίσης χρυσή αλυσίδα. Μπορεί αυτή η εικόνα να μοιάζει ξένη σήμερα, αλλά αυτό ήταν το αρχέτυπο που υπήρχε για τον Έλληνα άνδρα στο εξωτερικό, στα 70’s και τα 80’s. Τότε που οι Greek Lovers έκαναν την εμφάνισή τους, ίσως και για να ξεπλύνουν την ντροπή του Γιάννη Βόγλη με το «στάσου μύγδαλα».
Μια γενιά που θέλησε να δείξει την άλλη πλευρά της ελληνικής φιλοξενίας και παράλληλα, να αναδειχθεί ως ένας Παράδεισος σεξοτουρισμού κυρίως για ξανθές, δίμετρες Σκανδιναβές.
Το τραγικό τέλος του Μπρούνο, του πιο ξακουστού από τα ελληνικά καμάκια, έφερε στην επικαιρότητα δύο γενιές, υπηρετών του τουρισμού, αρκετά παρεξηγημένου.
«Είχα τα περισσότερα club και μέσα εκεί γινόταν όλο το σκηνικό, από το 1978. Όλα τα καμάκια στα μαγαζιά μου ήταν. Ο Μπρούνο δούλευε ως «πορτιέρης», σαν κράχτης δηλαδή», μου εξομολογείται ο Γιάννης Κλούβας, φίλος του και «συναγωνιστής» σε εκείνη την ανέμελη εποχή της καμπάνας, των ξέφρενων party, της discoκαι του σεξ χωρίς αναστολές.
Ποια είναι η ιστορία των καμακιών και ποια η φιλοσοφία τους; Τα αγαπάμε; Τα απορρίπτουμε; Τα αποδεχόμαστε; Τι στο καλό συνέβαινε τότε;
Το νησί της αγάπης (ή η Μέκκα του σεξοτουρισμού)
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ο τουρισμός γίνεται η αιχμή του δόρατος. Η σεξουαλική απελευθέρωση είναι το παγκόσμιο trendστο δυτικό κόσμο και οι ορδές τουριστριών που αναζητούν ένα ξέφρενο Greeksummer καταφτάνουν στη χώρα. Σε αντίθεση με τις τουρίστριες, το φιλί σε Ελληνίδα αντιστοιχεί σε πρόταση γάμου.
«Να ξέρεις πως εκείνη την εποχή, γιατροί, δικηγόροι, όλοι οι νεαροί ήταν καμάκια. Τότε οι Ελληνίδες δεν έβγαιναν». Έτσι ξεκινά τη διήγηση ο Γιάννης Κλούβας, ένα από τα πιο γνωστά καμάκια της εποχής εκείνης και τώρα πρόεδρος των Εστιατόρων Ρόδου και δημοτικός σύμβουλος και συνεχίζει: «Θεωρώ τη γενιά μας τυχερή, διότι ανδρωθήκαμε επάνω στον τουρισμό. Με τις τουρίστριες. Εκείνη την εποχή υπήρχε σεξουαλική πείνα και φυσικά δεν υπήρχε το AIDS. Είμαι γεννημένος το 1955. Το 1970, όταν ήμουν 15 ετών ξεκίνησε και ο μαζικός τουρισμός. Καταλαβαίνεις πως η γενιά μας ανδρώθηκε στις ξένες. Το χειμώνα ταξιδεύαμε και στο εξωτερικό, που μας καλούσαν. Οι Ελληνίδες ήθελαν γάμο. Και κάπως έτσι, όλοι οι φίλοι μου παντρεύτηκαν ξένες».
Οι Σκανδιναβές αντιλήφθηκαν γρήγορα πως στην Ελλάδα υπάρχει το κατάλληλο δυναμικό για να ικανοποιήσουν τα σεξουαλικά τους απωθημένα. Υπήρχε αυτή η αντίληψη. Τα ελληνικά καμάκια υπερτερούσαν σε σχέση με τους τουρίστες, για έναν απλό λόγο, σύμφωνα με τον Γιάννη Κλούβα.
«Ένας ευρωπαίος για να πλησιάσει μια γυναίκα, ήθελε 3-4 ποτά», επιχειρηματολογεί και συνεχίζει… «Εμείς, με το θράσος που είχαμε σαν μεσογειακοί, δεν χρειαζόταν να πιούμε. Μπαίναμε στο ψητό με τη μία. Αυτό φυσικά και κολάκευε τις γυναίκες. Δεν πλησίαζες εάν μύριζες αλκοόλ».
Πολλά αγόρια εκείνης της γενιάς έγιναν άνδρες από Σκανδιναβές τουρίστριες. Όπως συνέβη στον Γιώργο Ευγενικό, ιδιοκτήτη εταιρείας Marketing και Δημοσίων Σχέσεων στη Ρόδο, που μου εξιστορεί και μια ιστορία για το πόσο εύκολο ήταν.
«Είμαι με ένα φίλο και μου λέει, “τι ωραία γυναίκα είναι αυτή”. Ήταν μια Σουηδέζα και το ίδιο βράδυ κανονίζω ραντεβού μαζί της. Αλλά δεν μου έβγαινε να κάνω έρωτα μαζί της. Την πηγαίνω σε έναν άλλο φίλο, που κι εκείνος μου λέει “μα τι ωραία γυναίκα”! Τον ρωτάω εάν έχει κάνει ποτέ σεξ στη ζωή του και η απάντηση είναι αρνητική. “Θέλεις να κάνεις απόψε;”, του λέω, “ναι” είναι η απάντησή του. Στη συνέχεια απευθύνομαι στην κοπέλα… “Δεν μπορώ να κάνω έρωτα μαζί σου, αλλά με τον φίλο μου κάτι μπορεί να γίνει”. Και κάπως έτσι ο φίλος μου έχασε την παρθενιά του».
Η συνταγή της επιτυχίας
Τίποτε δεν αφηνόταν στην τύχη και όλα είχαν να κάνουν με τη σωστή οργάνωση. Οι ομάδες των καμακιών στη Ρόδο είχαν ξεκάθαρη δομή και τρόπο δράσης, κάτι που φανέρωνε ευελιξία και εμπειρία. Και έχουμε τον άνθρωπο για να μοιραστεί την τεχνογνωσία.
«Υπήρχε πάντα το πρώτο καμάκι της παρέας. Ήταν εκείνος που πλησίαζε πρώτος τις γυναίκες και ήξερε να μιλά καλύτερα μια ξένη γλώσσα. Στη συνέχεια έκαναν την εμφάνιση οι «δεύτεροι», που έπαιρναν τις «δεύτερες» γυναίκες της παρέας. Όταν ο πρώτος έδιωχνε τη “δικιά” του μετά από 2-3 ημέρες και εκεί έκανε την εμφάνισή του ένας άλλος της παρέας, όπου πήγαινε να την παρηγορήσει».
Αυτό ήταν το βασικό πλάνο, που θα έπρεπε να εκτελεστεί με θρησκευτική ευλάβεια. Για να τεθεί σε εφαρμογή, όμως, θα έπρεπε να γίνει η προσέγγιση.
Οργάνωση και τρόποι δράσης των καμακιών
Δεν θα το παίξω μάγκας, για να πω πως δεν ένιωσα έκπληξη ακούγοντας όλα αυτά τα σκηνικά που έστηναν στη Ρόδο για να προσεγγίσουν τα καμάκια τις τουρίστριες. Εάν φίλε αναγνώστη έχεις δει και έχεις κολλήσει στη σκηνή που ο ηθοποιός Κώστας Καρράς, κρατά το κασετόφωνό του και ακούγεται η λούπα «You are beautiful, I love you» σε κάθε όμορφη τουρίστρια που βλέπει, τότε μάθε και κάποια άλλα κόλπα, από master του είδους.
«Υπήρχε για παράδειγμα μια ομάδα, που φορούσαν στο πέτο ένα αεροπλανάκι και όταν πλησίαζαν την γκόμενα ρωτούσαν “where are you from” κι εκείνη ας πούμε απαντούσε, “Norway”. Ρωτούσε και πάλι από ποια πόλη και όταν άκουγε “Oslo”, απαντούσε “Iflythere”. Κατάλαβες; Νόμιζε πως εάν δήλωνε πιλότος θα έριχνε πιο εύκολα τη γκόμενα. Οπότε, όταν την πήγαινε στο σπίτι του, είχε κρεμασμένη στο σαλόνι μια στολή μέσα από το νάιλον, με τα σιρίτια γύρω γύρω από το σακάκι, για να την πείσει πως ήταν πιλότος».
Μοιάζει με προμελετημένο έγκλημα, αλλά από ό, τι φαίνεται συγκέντρωνε μεγάλο ποσοστό επιτυχίας. Ένα άλλο διαχρονικό κόλπο, που μοιάζει λες και έχει περάσει στο DNA του Έλληνα λουόμενου αποτελεί το κλασικό:
«Άλλοι έκαναν καμάκι στην παραλία. Έκαναν το κλασικό κόλπο, να πετάνε την μπάλα στη γκόμενα. Βέβαια, το σημαντικό ήταν να διαλέγεις εκείνες που ήταν λευκές, για να είσαι σίγουρος πως είναι τουρίστριες».
Μία εναλλακτική στρατηγική στη μάχη του φλερτ είχε αναπτύξει ο Γιώργος Ευγενικός, ένας από τους πιο όμορφους άνδρες - καμάκια της εποχής του: «Πηγαίναμε στο “Mike’s Pub”. Έκανα βόλτα και έβλεπα ποιες από τις κοπελίτσες με κοιτούσε. Αν και πιτσιρικάς, το έπαιζα μάγκας. Δεν πήγαινα εγώ να της μιλήσω, αλλά έστελνα κάποιον από τους φίλους μου να συστηθεί και να πει για εμένα σε εκείνες τις κοπέλες που με παρακολουθούσαν και μου άρεσαν».
Φυσικά έπαιζαν και τα στοιχήματα ανάμεσα στα καμάκια, για το ποιος θα πάει με τις πιο πολλές. Αν και μιλάμε για… ψάρεμα, υπήρχαν πολλά καμάκια που ακολουθούσαν την πρακτική των κυνηγών και φούσκωναν πολύ τα νούμερα τους. «Δεν υπάρχουν αυτά τα νούμερα, της τάξης των 300 γυναικών σε ένα καλοκαίρι. Το μάξιμουμ δεν ξεπερνούσε τις 40», σημειώνει με νόημα o Γιώργος Ευγενικός.
Το καμάκι – χαμαιλέοντας και οι… «σκουπιδιάρηδες»
Αναλύοντας τον τρόπο που «χτυπούσαν» τα θύματά τους, ο Γιάννης Κλούβας μου αναφέρει και κάποια προσωνύμια που είχαν τα πιο επίλεκτα, αλλά και τα κατώτατα στη βαθμίδα, καμάκια της Ρόδου. Το καμάκι – χαμαιλέοντας, για παράδειγμα, δρούσε σε συγκεκριμένους χώρους.
«Τα νυχτερινά μαγαζιά δεν ήταν μόνο οι disco. Υπήρχαν και nightclubs, που έπαιζαν ευρωπαϊκή μουσική και στη μέση της βραδιάς, κάνανε ένα ελληνικό break», θυμάται. «Οπότε σηκώναμε τους ξένους για να τους μάθουμε να χορεύουν. Ένα χασαποσέρβικο, ας πούμε. Το καμάκι πήγαινε πάντα δίπλα στη γκόμενα, να της δείξει πώς να χορεύει και να της πιάσει συζήτηση. Στη συνέχεια θα ερχόταν ένα κομμάτι blues. Και εκεί ήταν που έπρεπε να κινηθεί το καμάκι. Εκεί να δεις αδερφέ! Με το που χαμήλωναν τα φώτα κι ακουγόταν η πρώτη μελωδία της κιθάρας, τα καμάκια ήταν όρθια και ανταγωνιζόταν στο ποιος θα προλάβει να σηκώσει τη γκόμενα. Και λέω τι εποχές έχουμε ζήσει», αναπολεί ο νυν πρόεδρος και σπεύδει να μας μιλήσει και για τους άλλους, την κατώτερη βαθμίδα στην οποία αναφέρθηκα πριν.
«Φυσικά, υπήρχαν και καμάκια που κυνηγούσαν μόνο γριές. Πουρά. Τα πουροκάμακα. Τους λέγαμε και «σκουπιδιάρηδες». Ήταν αυτοί που δεν ήξεραν καλά αγγλικά, που ήταν άτολμοι και περίμεναν τι θα περίσσευε το βράδυ», μου λέει γελώντας.
Αμέσως σπεύδει, όμως, να υπερασπιστεί την τιμή του καμακιού. «Μην κακοχαρακτηρίζετε την έννοια του καμακιού. Καταρχάς βοηθήσαμε πολύ τον τουρισμό. Σαν νεαροί δημιουργήσαμε σχέσεις, κάναμε ένα νέο αλισβερίσι, αφού οικογένειες Σκανδιναβών πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα. Έφερναν φίλες, συγγενείς. Κάποιοι γράφουν πως ήταν low level τα καμάκια, αλλά δεν ήταν έτσι. Τα μπαρ δεν λειτουργούσαν όπως σήμερα. Τότε, στις 21:00 το μαγαζί μου ήταν γεμάτο. Οι νέοι σχολούσαν από τις δουλειές τους και έβγαιναν αμέσως. Άντε, να έπιναν ένα καφέ και να πήγαιναν μετά στα μπαρ. Και υπήρχε χορός, Boney M, γλυκιά εποχή. Πήγαινες στην κοπέλα και τη ρωτούσες “θέλεις να χορέψουμε;”, άσχετα εάν έτρωγες χυλόπιτα».
Τα καμάκια τραγουδούν ακόμη
Και εάν πιστεύει κανείς πως ο θεσμός αυτός του ελληνικού τουρισμού πέθανε, ο Γιάννης Κλάβος του έχει την απάντηση.
«Διατηρώ ένα μαγαζί που έχω καμιά 15αριά με 20 καμάκια μέσα. Βέβαια, είναι λίγο περασμένης ηλικίας, μεστωμένα, αλλά μεστωμένες είναι και οι γυναίκες που έρχονται. Άλλοι είναι χωρισμένοι, άλλοι παραμένουν ανύπαντροι και έρχονται στο μαγαζί μόνο και μόνο για να χορέψουν γυναίκες. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα, έρχονται Ρωσίδες αντί για Σκανδιναβές. Όλα συμβαίνουν under circumstances , κάτω από ιδανικές συνθήκες, όλα μπορούν να συμβούν. Μουσική, ατμόσφαιρα, κέφι… Μπορεί να έρθει απλά να διασκεδάσει και να φύγει καμακωμένη».
Η γενιά του βαστάει ακόμη. Εκείνη η γενιά που ανδρώθηκε, όπως λέει ο ίδιος, από τις ανέμελες Σκανδιναβές τουρίστριες, που ζούσαν το –όχι και τόσο- απαγορευμένο καλοκαίρι τους στην Ελλάδα. Το καμάκι δεν έχει σβήσει σύμφωνα με τον ίδιο.
«Το καμάκι υπάρχει ακόμη», τονίζει ο Ροδίτης επιχειρηματίας και συνεχίζει: «Και στο μαγαζί μου και σε μερικά άλλα. Αλλά και στην παραλία. Καμάκι κάνουν και οι ξενοδοϋπάλληλοι. Έχω τέτοιους πελάτες που εμφανίζονται με γκόμενες που τις “χτυπάνε” στα ξενοδοχεία που δουλεύουν. Το καμάκι δεν έχει πάψει ποτέ, απλά δεν έχει την έκταση που είχε παλιά».
Kamaki vs Νέας Γενιάς
Γιατί άραγε; Είναι που η σεξουαλική απελευθέρωση έχει δώσει τη θέση της σε μια σεξουαλική ένδεια; Ή μήπως οι νέοι της εποχής έχουν στραφεί σε μια νέα κατηγορία υποψηφίων θυμάτων;
«Οι νεαροί την πέφτουν πλέον στις Ελληνίδες και εκείνες έχουν γίνει πιο εύκολες από τις ξένες. Αυτό πιστεύω. Τουλάχιστον η τουρίστρια σε γουστάρει και πάει μαζί σου, ενώ οι Ελληνίδες μπορεί να μην ξέρουν καν, τον λόγο που πάνε με κάποιον».
Οι συγκρίσεις μοιάζουν αναπόφευκτες. Το φλερτ των «παλιών», που δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή κόρτε, εναντίον των «νέων». Του πεσίματος. «Ο σημερινός νεαρός είναι οπωσδήποτε πιο καλοντυμένος. Εμείς τότε ήμασταν φτωχόπαιδα. Δουλεύαμε στην οικοδομή και τα βράδια βγαίναμε. Η μεγάλη διαφορά έχει να κάνει με το γεγονός πως τότε ήταν πιο πολύ άνδρες. Συγνώμη, αλλά τα λέω όπως τα σκέφτομαι. Δεν μυρίζομαι πια τόσο πολύ ανδρισμό. Αυτή την αρσενικίλα που είχε ο παλιός, που ήταν διψασμένος για να βρει γυναίκα, δεν το βλέπω σήμερα. Ίσως να έχω μεγαλώσει κι εγώ. Αλλά για να καταλάβεις, εκείνη την εποχή έβγαζες γκόμενα και την έβγαζες περίπατο να τη δουν. Έβγαζες γκόμενα και την παρουσίαζες. Υπήρχε το Μαντράκι στη Ρόδο, από το οποίο περνούσαν όλοι για να δείξουν τη γκόμενά τους. Γινόταν κάτι σαν παρέλαση», απαντά ο «παλιός» και το μυαλό μου γεμίζει με ασπρόμαυρες εικόνες ελληνικών ταινιών.
“My big, fat, Greek wedding”
«Τη γυναίκα μου τη γνώρισα από στοίχημα», μου λέει ο Γιώργος Ευγενικός κάτι που φυσικά με ιντριγκάρει και του ζητώ να μου διηγηθεί την ιστορία. «Δούλευα τότε μπάρμαν στο club “Embassy”. Τότε ήταν που μπήκε μέσα η γυναίκα μου, με άλλες τρεις Σουηδέζες. Μια φίλη που καθόταν στο μπαρ μου λέει “το παίζετε όλοι γαμπροί, δείτε μια ωραία και σοβαρή γυναίκα”. Βάζουμε στοίχημα πως μέχρι αύριο θα έχω βγει μαζί της. Την προσεγγίζω και τελικά δίνουμε ραντεβού για την επομένη. Και με στήνει. Κάπως έτσι, χάνω και το στοίχημα», μου λέει, αλλά η εξιστόρηση δεν σταματά εδώ.
«Μετά από 2-3 ημέρες, έρχεται ξανά από το μαγαζί. Δίνουμε ξανά ραντεβού, βγαίνουμε, αλλά φυσικά δεν συμβαίνει κάτι παραπάνω. Στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Δούλευα υπεύθυνος σε ένα κατάστημα, ένα χρόνο μετά, όταν και μια όμορφη, ξανθιά Σουηδέζα με πλησιάζει και με ρωτά τι κάνω. Ήταν εκείνη, αλλά δεν την είχα γνωρίσει. Ήταν ακόμη πιο όμορφη. Βγήκαμε το επόμενο βράδυ. Στη συνέχεια έφυγε Σουηδία και πήγα εγώ και τη βρήκα».
Ο Γιάννης Κλούβας παντρεύτηκε Φινλανδέζα και καμαρώνει για τη γενιά του, που θεωρεί πως πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη χώρα του. Κάποιοι μπορεί να τον χαρακτηρίσουν υπερβολικό, άλλοι όχι. Έζησε μια εποχή που όλα γινόταν διαφορετικά. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε μια Φινλανδέζα και έχει φανατικές πελάτισσες Σκανδιναβές, που επισκέπτονται το νησί, ακόμη και τρεις φορές το χρόνο.
«Όλοι οι φίλοι μου παντρεύτηκαν ξένες. Όλος ο κύκλος μου, της γενιάς αυτής. Άσχετα αν ορισμένοι χώρισαν μετά και παντρεύτηκαν κάποια Ελληνίδα. Είναι και καναδυό που χώρισαν. Ειδικά οι Σουηδέζες δεν κρατάγαν για πολύ. Δεν ξέρω, ίσως η ιδιοσυγκρασία τους δεν σήκωνε ζυγό ελληνικό», μου λέει και αναφέρεται στα προβλήματα των γάμων αυτών.
«Στον μεικτό γάμο, πρέπει να κάνεις εσύ ένα βήμα μπροστά και η άλλη ένα βήμα πίσω. Και μετά να μιλάς σε μια τρίτη γλώσσα, που δεν είναι ούτε δική σου, ούτε δική της. Μπορεί να θέλεις να περιγράψεις μια κατάσταση και να την περιγράψεις με σκληρότερες λέξεις ή με πιο μαλακές. Καταλαβαίνεις τι λέω… Θέλει υπομονή ο μεικτός γάμος, δεν είναι εύκολος», βγάζει το τελικό συμπέρασμα κάνοντας έναν μίνι απολογισμό.
Οι δύο ήρωες του κειμένου, ο Γιάννης Κλούβας και ο Γιώργος Ευγενικός, θεωρούν πως τα καμάκια βοήθησαν τον τουρισμό του νησιού, αλλά βοηθήθηκαν και οι ίδιοι. Σε μια εποχή όπου δεν μπορούσες να γνωρίσεις κόσμους μέσω internet, τα «καμάκια» της Ρόδου ασπαζόταν νέα ήθη και έθιμα, σκανδιναβικά ως επί το πλείστον, αφού το χειμώνα ταξίδευαν στις χώρες των κοριτσιών με τις οποίες και κρατούσαν επαφή. Θα μπορούσες να τους χαρακτηρίσεις και από τους πρώτους «πολίτες του κόσμου», ένας ορισμός που ήρθε πολύ αργότερα από την εποχή που μιλάμε.
Μπορεί το ελληνικό «καμάκι» να σταθεί δίπλα στο tzatziki, τον mousaka και τον gyros; Σε μια άλλη εποχή, ανέμελη, ίσως. Στη σημερινή σίγουρα, όχι. Και ποιος θα υπερασπιστεί την τιμή των Greek Lovers; Δεν βαριέσαι… Εθελοντές θα υπάρχουν πάντα!
(Ευχαριστούμε τον Γιάννη Κλούβα για την παραχώρηση των φωτογραφιών)
Γιώργος Πράτανος
ΠΗΓΗ...http://www.vice.com/