|
Φωτογραφία από την ταινία Last Laugh του Μουρνάου. |
Χρειάζεται να περιμένεις λίγο, πριν πεις το μακρύ σου ή το κοντό σου για έναν άνθρωπο. Να τον δεις στα καλά και στα ζόρια. Στα νιάτα του και στα γεράματά του. Αφού τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Κι αφού είναι τόσο φευγαλέα η δόξα και ο έπαινος, που μερικές φορές ο Ωνάσης ξημερώνεται Θανάσης (και το αντίθετο).
Ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ τα σκαμπανεβάσματα των ανθρώπων. Και έχω κι εγώ, βεβαίως, το μερίδιό μου. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς καμένα καλύβια. Τουλάχιστον όχι ζωή που είναι μέσα στην κίνηση. Αν ζεις ακίνητος κι έντρομος μέσα στο δωμάτιό σου, δεν ρισκάρεις, δεν αποτολμάς τίποτα – είναι πιθανόν να διατηρήσεις τον σάπιο αέρα σου ακέραιο. Αν όμως ζεις έξω, στην αγορά και στον κόσμο, δεν υπάρχει περίπτωση να μην το σπάσεις το πόδι σου, έστω μια φορά. Από βλακεία, κακό υπολογισμό ή άγνοια κινδύνου. Μέχρι να μάθεις (αν μάθεις).
Στο σπαρακτικό βουβό Last Laugh του Μουρνάου, ο λαμπρός πορτιέρης ενός μεγάλου ξενοδοχείου, καθώς γερνάει του ξηλώνουν τα γαλόνια και τον υποβαθμίζουν να φυλάει τουαλέτες, επειδή αμαυρώνει την εικόνα της επιχείρησης – κι αυτός το κρύβει ντροπιασμένος από την οικογένειά του και τους φίλους του, προσποιούμενος ότι πάει κάθε μέρα στη δουλειά, μέχρι που τον ανακαλύπτουν!...Φωτογραφία από την ταινία Last Laugh του Μουρνάου.
Αλλά, καθώς περνούν τα χρόνια, η μπίλια κάπου, κάπως, κάθεται. Βγαίνει άκρες-μέσες κάποιο συμπέρασμα για τον καθένα. Το πάτερν καθενός αποκαλύπτεται – π.χ. αν κάποιος, κάθε που τρώει τα μούτρα του, ξανασηκώνεται ή χύνει την καρδάρα με το γάλα κάθε φορά που τη γεμίζει ή προδίδει τους φίλους του συστηματικά. Μπορείς να μάθεις να υπολογίζεις (και να φυλάγεσαι).
Υπάρχει όμως κι ένα (μικρό) ποσοστό προσώπων που σε εκπλήσσει πραγματικά. Ενεργοποιείται μέσα τους κάποια κρυμμένη δύναμη μεγαλείου ή αυτοκαταστροφής που τα αλλάζει όλα επάνω τους άρδην. Πότε αιφνίδια (π.χ. μετά από μια εμπειρία θανάτου ή έναν ξαφνικό πλουτισμό), πότε μεθοδικά και αθόρυβα – κάνεις δυο χρόνια να τους δεις, τους συναντάς στον δρόμο και δεν τους αναγνωρίζεις.
Παραδείγματα άπειρα: το αλαζονικό στέλεχος που πέρασε όλη του τη ζωή ανεβοκατεβάζοντας αξίες, απολύθηκε εν μια νυκτί και έκτοτε σέρνεται στα κράσπεδα του Κολωνακίου εκλιπαρώντας προσοχή. Ο δακτυλοδεικτούμενος του bullying, o καχεκτικός περίγελως της τάξης που έφυγε στο εξωτερικό, έκανε λαμπρές σπουδές, έφτιαξε σώμα στα γυμναστήρια, πλούτισε, λαμπρύνθηκε – κι επέστρεψε σαρώνοντας τα διψασμένα γυναικάκια των χοντρών πια συμμαθητών του. Ο φέρελπις της πρωτοπορίας, ο πρίγκιψ του ζην à la bohème, το πιο ανοιχτό μυαλό της νεοχίπικης παρέας, που μπαΐλντισε από το μεροδούλι-μεροφάι, παντρεύτηκε μια κακομοίρα με λεφτά και άφησε από μέσα του να βγει ένας κρυμμένος σπόρος ρατσισμού, γιγαντωμένος από την έλλειψη αυτοσεβασμού του, που έκτοτε τον ακολουθεί και τον οδήγησε ντρέτα πάνω στην αγκαλιά της Χρυσής Αυγής. Ο ακριβοθώρητος διανοούμενος που οι Ελικοβλέφαρες Μούσες τού χάιδευαν τις μπούκλες κι οι ποιητές παραμερίζαν να περάσει, διαβλέποντας έναν Μπάυρον εν τη γενέσει, αλλά αυτός, από την πολλή αυτοπεποίθηση, συνδυασμένη με την τεμπελιά που έχουν τα παράσιτα, γέννησε μόνο δυο σφιχτοκούραδα αρθρίδια μεγάλου στόμφου και μεγάλου κενού, που αυτός τα νόμιζε αριστουργήματα, κατσιάζοντάς τα από το διαρκές ξαναδούλεμα, γερνώντας αλκοολικός σε ξεδοντιασμένα σαλόνια, όπου ευγενικές γραίες μικρής παιδείας και μεγάλης μοναξιάς τού έβραζαν μακαρόνια και τον κοίταγαν στα μάτια ονειροπόλα.
«Έχω πάει σε κηδεία σε διαμέρισμα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου με θέα στην Ακρόπολη και στα σαράντα πήγα να συλλυπηθώ τη χήρα και τα δυο παιδιά του πεθαμένου σε ένα υπόγειο στα Πατήσια» μου είπε ένας μεγάλος φίλος με γνώση του κόσμου τις προάλλες στο εστιατόριο.
Νόμιζα ότι με γοητεύει αυτή η αστάθεια των πάντων επειδή έχω κάψει (όπως προείπα) πολλάκις το καλύβι μου κι εγώ. Και ταυτίζομαι, καταλαβαίνω τέτοιου τύπου δράματα. Αλλά μου άρεσαν αυτές οι ιστορίες πολύ πριν εμπλακώ στον άπονο κυματισμό του κόσμου. Π.χ. οι πέντε φορές που έπεσε και σηκώθηκε η Λένι Ρίφενσταλ στην αχανή καριέρα της (απαράμιλλα περιγραμμένοι στην Αυτοβιογραφία της) με είχαν καταγοητεύσει και από πριν. Φτωχοί που πλούτισαν, τυφλοί που ανέβλεψαν και το σπαρακτικό βουβό Last Laugh του Μουρνάου, με τον λαμπρό πορτιέρη ενός μεγάλου ξενοδοχείου που, γερνώντας, του ξηλώνουν τα γαλόνια και τον υποβαθμίζουν να φυλάει τουαλέτες, επειδή αμαυρώνει την εικόνα της επιχείρησης – κι αυτός το κρύβει ντροπιασμένος από την οικογένειά του και τους φίλους του, προσποιούμενος ότι πάει κάθε μέρα στη δουλειά, μέχρι που τον ανακαλύπτουν!
Όχι, νομίζω ότι το θέμα δεν είναι αυστηρά «προσωπικό». Αυτό που με αφήνει άναυδο είναι πόσο εύθραυστη και φευγαλέα είναι η τύχη μας, πόσο γελάει μαζί μας και παίζει ο «θεός» και οι συμπτώσεις. Υπάρχει, βέβαια, και η ανθρώπινη θέληση, η βούληση, το πείσμα, που κάπως υψώνουν αναχώματα, χαράζουν διόδους διαφυγής – αλλά στο όλον της η εικόνα είναι ένα χαστούκι χάους που με το μυαλουδάκι του προσπαθεί να εκλογικεύσει ο άνθρωπος. Τα σκαμπανεβάσματα του ανθρώπου, που λέγαμε, είναι απλώς ο μετρονόμος αυτής της μουσικής που έρχεται από μακριά, αυτής της γιορτής που πάντα συμβαίνει σε έναν ροδόκηπο, έξω από τη ζωή μας.
Είπα στην ψυχή μου, γαλήνεψε, και περίμενε δίχως ελπίδα.
Γιατί η ελπίδα θα ήταν ελπίδα για το στραβό πράγμα.
Περίμενε δίχως αγάπη.
Γιατί η αγάπη θα ήταν αγάπη για το στραβό πράγμα.
Απομένει ακόμη η πίστη.
Αλλά η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα είναι όλα στην αναμονή.
Περίμενε δίχως σκέψη γιατί δεν είσαι έτοιμη για σκέψη:
Ώστε να γίνει φως το σκοτάδι και χορός η γαλήνη.
______
~ Στάθης Τσαγκαρουσιάνος