Σάββατο 14 Αυγούστου 2021
Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, Λουίτζι Πιραντέλο (απόσπασμα)
Αν ο θάνατος, κύριέ μου, ήταν κάτι σαν αυτά τα παράξενα και βρωμερά έντομα που βρίσκει καμιά φορά κανείς επάνω του θα μπορούσαμε…
Περπατάμε στο δρόμο. Ένας κάποιος τυχαίος περαστικός σας σταματά ξαφνικά και με πολύ λεπτότητα σας λέει τεντώνοντας το χέρι του επάνω σας: «Συγγνώμη, κύριε, μου επιτρέπετε; Αγαπητέ μου, έχετε το θάνατο επάνω σας». Και παίρνει το βρωμερό έντομο απ’ το σακάκι σας και το πετά στο δρόμο…
Θα ήταν θαυμάσια ε; Μα ο θάνατος δυστυχώς δεν είναι έτσι. Πολλοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν ήσυχοι κι αμέριμνοι τον έχουν ίσως επάνω τους, μα κανένας δεν τον βλέπει. Εγώ παραδείγματος χάριν αγαπητέ κύριε… να… πλησιάστε. Θα σας δείξω κάτι. Βλέπετε εδώ, κάτω από το μουστάκι, αυτή την ωραία βιολέτα στα πάνω χείλος; Ξέρετε πώς τη λένε στην ιατρική; Ω, ένα όνομα πολύ γλυκό, σαν καραμέλα: «Επιθηλίωμα»!
Πέστε το, είναι αδύνατο να μην αισθανθείτε κάποια γλύκα στο στόμα. «Επιθηλίωμα!» Ο θάνατος πέρασε και μού έβαλε αυτό το λουλούδι στο στόμα: «Κράτησε αυτό φίλε μου», μούπε, «θα ξαναπεράσω σε οχτώ δέκα μήνες…»
Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα, Λουίτζι Πιραντέλο
Μετάφραση: Λ. Μυριβήλη
Περιμένοντας τον Γκοντό, Σάμουελ Μπέκετ (απόσπασμα)
Βλαδίμηρος:
Μήπως κοιμόμουν, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό ; Ότι πέρασε ο Πότζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον.
Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ’ όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο. (Παύση) Καβάλα σ’ ένα τάφο και δύσκολη γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε.
Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, άσ’ τον να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω.
(Παύση) Τι είπα;
Περιμένοντας τον Γκοντό, Σάμουελ Μπέκετ
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Σαλώμη, Όσκαρ Ουάιλντ (απόσπασμα)
Σαλώμη:
Δε θέλησες να μ’ αφήσεις να φιλήσω το στόμα σου, Γιοχανάν. Καλά λοιπόν! Τώρα θα το φιλήσω. Θα το δαγκώσω με τα δόντια, όπως δαγκώνει κανείς τον ώριμο καρπό. Ναι, θα το φιλήσω το στόμα σου, Γιοχανάν. Αλλά γιατί δε με κοιτάς; Τα μάτια σου που ήσαν τόσο τρομερά, που ήσαν τόσο γεμάτα οργή και καταφρόνια, είναι κλεισμένα τώρα. Άνοιξε τα μάτια σου! Σήκωσε τα βλέφαρά σου, Γιοχανάν. Γιατί δε με κοιτάζεις; …
Κι η γλώσσα σου, που ήταν σαν κόκκινο ερπετό που ακοντίζει δηλητήρια, δεν κουνιέται πια, δε λέει τίποτα τώρα, Γιοχανάν, η κόκκινη αυτή οχιά που ξέρασε το φαρμάκι της απάνω μου. Δε με θέλησες, Γιοχανάν. Μ’ απόκρουσες. Μου είπες πράματα αποτρόπαια. Μου φέρθηκες σα να ήμουν εταίρα, σα να ήμουν πόρνη, εγώ, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, Πριγκίπισσα της Ιουδαίας! Ε, λοιπόν, Γιοχανάν, εγώ ζω ακόμα, αλλά εσύ είσαι νεκρός και το κεφάλι σου μου ανήκει. Μπορώ να το κάμω ό,τι θέλω. Μπορώ να το ρίξω στα σκυλιά και στα πουλιά του αέρα. Ό,τι αφήσουν τα σκυλιά, τα πουλιά του αέρα θα το φάνε…
Αχ! Γιατί δε με κοίταξες, Γιοχανάν; Αν με είχες δει, θα μ’ είχες αγαπήσει. Ξέρω καλά πως θα μ’ είχες αγαπήσει, και το μυστήριο της αγάπης είναι πιο μεγάλο απ’ το μυστήριο του θανάτου. Μόνο την αγάπη πρέπει να κοιτάζει κανείς. (Φιλάει το στόμα του Γιοχανάν) Α, το φίλησα το στόμα σου, Γιοχανάν, το φίλησα το στόμα σου. Είχανε μια πικρόστυφη γεύση τα χείλια σου. Να ήταν τάχα η γεύση που έχει το αίμα;…
Όμως μπορεί να ήταν του έρωτα η γεύση. Λένε πως ο έρωτας έχει πικρόστυφη γεύση. Τι πειράζει όμως; Το φίλησα το στόμα σου, Γιοχανάν, το φίλησα το στόμα σου.
Σαλώμη, Όσκαρ Ουάιλντ
Μετάφραση: Στάθης Σπηλιωτόπουλος
Ο Ν. Καζαντζάκης για τον άνθρωπο
Αποφθέγματα του Καζαντζάκη για τον άνθρωπο:
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι, δεν αντέχουν, ο άνθρωπος αντέχει…
«ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»
Ξεχνάει η ψυχή του ανθρώπου, ξεχνάει η κακομοίρα. Γι’ αυτό τη λένε κι αθάνατη.
«ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»
Λίγο μαλακός, λίγο αναποδιάρης, πότε καλός, πότε σκύλος που δαγκάνει, μισό διάολος, μισό άγγελος, άνθρωπος κοντολογίς!
«Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ»
Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες!
«ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ»
Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
«ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ»
Θεριό ’ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις…
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»
Θεριό είναι ο άνθρωπος στα νιάτα του, θεριό ανήμερο και τρώει ανθρώπους! (…..) Τρώει αρνιά και κότες και γουρουνάκια, μα αν δε φάει άνθρωπο, όχι, δε χορταίνει.
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ»
Ο άνθρωπος είναι χτήνος! (…..) Τούκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Τούκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Μωρέ, τι μηχανή είναι ο άνθρωπος! Της βάζεις ψωμί, κρασί, ψάρια, ραπανάκια και βγαίνουν αναστεναγμοί, γέλια κι ονείρατα. Εργοστάσιο!
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»
Ε, κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις. Το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ’ναι πια πολύ αργά.
«ΟΙ ΑΔΕΡΦΟΦΑΔΕΣ»
Δακρυσμένη νεράιδα…
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά όποτε θυμάμαι αυτήν την ιστορία είναι σαν να την έζησα πριν λίγο….
Όλα ξεκίνησαν σε μια παραλία, ένα μεσημέρι του Αυγούστου σ’ ένα μικρό χωριό.
Ένα αγόρι, παίζει με τους φίλους του στη θάλασσα, χαμένο στη ξενοιασιά της ηλικίας του.
Μαζί του και όλη του η παρέα, οι καλοί του φίλοι, αυτοί που έβλεπε μόνο ένα μήνα το χρόνο στις διακοπές τους.
Το αγόρι σε μια στιγμή, κοιτάζει μέσα στο πλήθος της παραλίας, σαν να έψαχνε κάτι. Και ξαφνικά… το βρίσκει. Μακριά σκούρα μαλλιά, μεγάλα μάτια με εκφραστικό βλέμμα και ένα υπέροχο πρόσωπο που έλαμπε στον ήλιο.
Ο μικρός μας ήρωας, την πλησιάζει αμέσως και της συστήνεται.
Το ίδιο και εκείνη. Δεν μπορεί να σταματήσει να την κοιτάει. Εκείνη το καταλαβαίνει. Χαμογελάει αμήχανα. Περνάνε τα λεπτά χωρίς να πούνε τίποτα. Ώσπου την προσκαλεί στην παρέα του.
Το κορίτσι, έπαιζε πια με την παρέα του μικρού μας ήρωα και εκείνος δεν σταμάτησε να την κοιτά.
Το ίδιο βράδυ, βγαίνουν πάλι όλοι μαζί. Μέσα στα γέλια, η παρέα ξεχάστηκε και πια ήταν αργά… κάθε βράδυ έτσι γινόταν.
Ξεκίνησαν να γυρίσουν μα οι δυο μικροί μας ήρωες θέλησαν να μείνουν μόνοι.
Πήγαν στην ίδια παραλία που γνωρίστηκαν, το αγόρι ξάπλωσε στην άμμο, άπλωσε το χέρι του και το κορίτσι ξάπλωσε πάνω σ’ αυτό. Ο μικρός ήρωας δεν μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένος… ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ζωής του.
Μείνανε εκεί, ξαπλωμένοι στην άμμο, χαζεύοντας τα άστρα και τα άστρα αυτούς.
Η βραδιά ήταν φτιαγμένη για τους 2 μικρούς ήρωες. Μιλάγανε ως το πρωί για τα πάντα.
Το κορίτσι έβλεπε κάτι που δεν γνώριζε, ρώταγε το αγόρι και αυτός της απαντούσε…… μέχρι που τους βρήκε το χάραμα.
Το επόμενο μεσημέρι, βρεθήκαν πάλι στη ίδια παραλία. Ζούσαν την κάθε στιγμή που είναι μαζί. Και το βράδυ πάλι όλοι μαζί για βόλτα και ύστερα οι δυο τους στην παραλία εκείνη, ξαπλωμένοι μέχρι το πρωί.
Οι μέρες πέρναγαν και οι μικροί μας ήρωες ερχόντουσαν κάθε μέρα όλο πιο κοντά. Όλη την ημέρα ήταν μαζί, αχώριστοι, όταν μίλαγε ο ένας ο άλλος συμπλήρωνε και όποτε μπορούσαν κλέβανε χρόνο για μια αγκαλιά. Τα βράδια, στην παραλία τους, η νύχτα τους χαμογελούσε και τα αστέρια τους έκαναν παρέα μέχρι το ξημέρωμα.
Ένα βράδυ, μόλις έχουν φύγει οι φίλοι τους για τα σπίτια τους και οι δύο μικροί μας ήρωες έχουν πάει στην παραλία τους, το κορίτσι είπε στο αγόρι πως θέλει κάτι σοβαρό να του πει και θέλει να την κοιτάει στα μάτια.
Το κορίτσι του είπε πως έπρεπε να φύγει μακριά για πάντα και πως δεν θα ξανά έβλεπε ποτέ το αγόρι.
Εκείνος την ρώτησε γιατί το λέει αυτό και αν της συμβαίνει κάτι.
Τότε το κορίτσι εξήγησε στο αγόρι πως είναι νεράιδα, η καλή του νεράιδα που τον προστατεύει και τον φυλάει εδώ και χρόνια και θέλησε να τον πλησιάσει για να του δείξει πως δεν είναι μόνος του και ότι κάποιος είναι πάντα στο πλευρό του.
Επίσης του είπε πως το ξημέρωμα θα χαθεί και θα επιστρέψει στην παλιά της μορφή. Αρνήθηκε να την πιστέψει το αγόρι και την παρακαλούσε να του πει πως του κάνει πλάκα… μια ανόητη φάρσα.
Το πρόσωπο της όμως δεν γέλαγε αυτή τη φορά. Ήταν σοβαρό και τα μάτια της κοιτούσαν τα δικά του. Άρχισε να την πιστεύει.
-Και τώρα; Συνεχώς την ρώταγε τι θα γίνει από δω και πέρα.
Η καλή του νεράιδα του εξήγησε πως πρέπει να συνεχίσει χωρίς αυτήν… τουλάχιστον χωρίς να την βλέπει. Του ήταν όλο αυτό πολύ δύσκολο.
Όλα γίναν τόσο σύντομα και τώρα πρέπει να ξεχάσει αυτήν που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. Δεν ήξερε τι να πει. Παραμόνο έκλαιγε συνέχεια.
Η καλή του νεράιδα, τον κρατούσε συνέχεια στην αγκαλιά της και τον παρηγορούσε. Θα έκανε τα πάντα για να τον ηρεμήσει.
Η καλή νεράιδα δεν άντεξε… έβαλε κι αυτή τα κλάματα.
Ένα δάκρυ έπεσε πάνω στον αγαπημένο της ήρωα και εκείνος αμέσως αποκοιμήθηκε.
Η καλή του νεράιδα δεν τον άφησε από την αγκαλιά της.
Το ξημέρωμα, το πρώτο φως του ήλιου ξύπνησε τον μικρό μας ήρωα.
Κοιτάζει δίπλα μα ερημιά. Η καλή του νεράιδα είχε χαθεί. Όπως του είχε πει. Δεν ήταν όνειρο τελικά. Μόνο το μαντίλι που φορούσε στο λαιμό της είχε μείνει πίσω.
Ο μικρός ήρωας δεν άντεξε. Πονούσε πολύ. Τόσο όσο δεν είχε πονέσει ποτέ ξανά.
Λίγες ώρες αργότερα, κάποιοι περαστικοί φώναξαν ένα ασθενοφόρο.
Ένα μικρό αγόρι ήταν νεκρό στη παραλία και κρατούσε ένα λευκό μαντίλι.