Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Βιρτζίνια Γουλφ «Τα κύματα»(απόσπασμα)


«Τούτο το ζεστό απόγευμα» είπε η Σούζαν, «σε τούτο τον κήπο, σε τούτο το χωράφι, όπου περπατώ με τον γιό μου, έφτασα στο απόγειο της εκπλήρωσης των επιθυμιών μου. Ο μεντεσές της αυλόπορτας είναι σκουριασμένος, ο γιος μου την ανοίγει. Τα βίαια πάθη των παιδικών μου χρόνων, τα δάκρυα στον κήπο όταν η Τζίννυ φίλησε τον Λούις, ο θυμός μου στην τάξη που μύριζε πεύκο, η μοναξιά μου σε ξένα μέρη, όπου τα μουλάρια περνούσαν κι οι μυτερές τους οπλές κροτάλιζαν κι οι Ιταλίδες φλυαρούσαν στη βρύση, με μπόλιες και γαρίφαλα στ’ αυτί, τώρα εξαγοράζονται με αισθήματα σιγουριάς, κατοχής, οικειότητας. Έζησα χρόνια ήρεμα, δημιουργικά. Ό,τι βλέπω γύρω μου το κατέχω. Σπόροι που φύτεψα γίνανε δέντρα. Έφτιαξα λίμνες που με χρυσόψαρα που κρύβονται στα πλατιά φύλλα των νούφαρων, παρτέρια με φράουλες και μαρούλια που σκέπασα με δικτυωτά. Έβαλα αχλάδια και δαμάσκηνα σε άσπρα σακκούλια και τα ‘ραψα, για να τα φυλάξω τις σφήκες. Είδα τους γιούς μου και τις κόρες μου, που κάποτε ήσαν στην κούνια, σαν φρούτα μ’ απλωμένο από πάνω τους το τούλι, να σχίζουν τις θηλιές, να σηκώνονται και να περπατούν μαζί μου, ψηλότερα από μένα, ρίχνοντας σκιές στο γρασίδι.
Είμαι περιφραγμένη, φυτεμένη εδώ όπως τα δέντρα μου.»….

«Κι όπως στέκομαι με το κλαδευτήρι ανάμεσα στα λουλούδια μου, αναρωτιέμαι, Από που μπορεί να μπει η σκιά; Τι μπορεί να απειλήσει τη ζωή μου, που φτιάχτηκε με τόσο μόχθο, περιμαντρώθηκε τόσο αμείλικτα; Κι ωστόσο, υπάρχουν φορές που μπουχτίζω από τη φυσική ευτυχία, και τους καρπούς που ωριμάζουν, και τα παιδιά που έχουν γεμίσει το σπίτι με κουπιά και όπλα και κρανία και βιβλία, βραβεία που τους απονεμήθηκαν και άλλα τρόπαια. Βαρέθηκα να ‘μαι χρυσοχέρα και προκομμένη και καπάτσα, βαρέθηκα όλα όσα σκαρφίζεται η μάνα, χωρίς κανένα ενδοιασμό, για να προστατέψει, να μαζέψει γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα της, τα παιδιά της, τα δικά της παιδιά πάντα.

» Κι όταν έρχεται η άνοιξη, με ψύχρα και ξαφνικές μπόρες, κι απρόσμενα κίτρινα λουλούδια, τότε καθώς κοιτάζω το κρέας που κρέμεται στη γαλάζια σκιά και ζουλάω τις βαριές ασημένιες σακούλες με το τσάι, με τις σταφίδες, θυμάμαι πώς έβγαινε ο ήλιος και τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω απ’ τη χλόη, θυμάμαι τις φράσεις που έφτιαχνε ο Μπέρναρντ όταν είμαστε παιδιά, και τα φύλλα που σάλευαν από πάνω μας, πυκνά, ανάλαφρα κι έσπαζαν το γαλάζιο τ’ ουρανού και σκόρπιζαν το φως πάνω στις σκελετωμένες ρίζες της οξιάς όπου καθόμουν κι έκλαιγα. Το περιστέρι πέταξε. Πήδηξε πάνω κι έτρεξα πίσω από λέξεις που γλιστρούσαν και ξέφευγαν αν την κλωστή που κρέμεται από ένα μπαλόνι, κι όλο κι ανέβαιναν, όλο και πιο ψηλά, από κλαδί σε κλαδί, και χάνονταν. Και τότε , σαν ραγισμένο βάζο, η συμπάγεια του πρωινού μου έσπασε, και απιθώνοντας χάμω τα σακούλια με το αλεύρι, σκέφτηκα, Η ζωή γύρω μου είναι σαν το γυαλί γύρω από τη φυλακισμένη καλαμιά.»

Βιρτζίνια Γουλφ «Τα κύματα».

"Μακριά" Φροσούλα Κολοσιάτου


Μακριά
Ένας γέροντας είδε στο όνειρο
Μια γειτονιά ολόκληρη
Συνεχώς ανοιγόκλεινε
Το σπίτι να γέρνει
Και ένα μάτι να κοιτάζει τα έγκατα
Άφωνη μέρα δίχως διήγηση
Τις φωνές του δρόμου
Δεν τις άκουγε ο ήλιος
Βόγκηξε το κορίτσι
Πριν ξυπνήσει ο κάτω κόσμος
Πριν την κλέψει
Ως άλλη Περσεφόνη ο Πλούτωνας

Τις κρύες νύχτες του χειμώνα
Να μην έχουν θέρμανση τα αστέρια
Θέριζε ο αέρας παγωμένα δάκρυα
Στις εκδορές του τοίχου
Ένα κορίτσι δίπλα στο μαγκάλι
Με κλειστά παράθυρα και μάτια
Να μη βλέπει το κακό που πλησιάζει
Μια μικρή ιερή θεότητα
Στο βωμό του ασύστολου κόσμου
Δίχως έλεος
Συναρμολόγησε το θάνατο
Χωρίς ανάσα

                           5/12 2013

Φροσούλα Κολοσιάτου
από τη συλλογή Σκοτεινή συγκατοίκηση, 2014

"Aχ και να ‘ξερες τι φταίει" από τον Fidelio


Όλα γυρίζουν στο μυαλό τη νύχτα που γυρνάς στο σπίτι.

Το πρωί που ξυπνάς, αναζητώντας τον καφέ μπλεγμένος σε έναν ιστό πληροφοριών, σε μια λαίλαπα σκέψεων . Όσα λαμβάνεις και τρέμουν καθώς περνούν στην αντίληψή σου.
Πολλές οι στιγμές της διαφυγής. Ύπνος ατελείωτος, φαί, άσχετες πράξεις για να ξεχαστείς. Πολλές και οι στιγμές των αποφάσεων . Ή έστω, της προσπάθειας να αποφασίσεις.
Τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δε μένει το ίδιο, ταυτόχρονα. Η ζωή, φτιαγμένη από δρόμους.  Μικρούς και μεγάλους. Χαρούμενους και λυπημένους. Μια στοίβα συναισθήματα που διαχωρίζονται και ενώνονται. Και το κλισέ σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά το ίδιο, ή και αλλιώτικο…
Η ψυχολογία του ανθρώπου είναι φτιαγμένη έτσι όπως την έφτιαξε ο καθένας. Εμείς ορίσαμε ή θα ορίσουμε για τον εαυτό μας, τις άμυνες, την αντιμετώπιση, για ότι έρχεται. Αντιλαμβάνομαι, σημαίνει ώθηση. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που έχουμε κάνει με το μέσα μας.
Απεχθάνομαι τους ανθρώπους που λένε ότι δεν μπορούν να μένουν μόνοι τους.  Η μοναξιά είναι κατάσταση. Η μοναχικότητα όμως, επιβάλετε να είναι αυτοσκοπός. Μόνο μέσα από την συνάντηση με τον εαυτό, βρίσκουμε  την αρμονία και την γαλήνη.
Η ισορροπία μέσα μας, εξαρτάται καθαρά  από εμάς τους ίδιους. Και όταν βρισκόμαστε στον δρόμο της, το αντιλαμβάνονται και οι γύρω μας. Για να την κάνουμε όμως φίλη καλή, πρέπει να την αναζητήσουμε. Και είναι κομμάτι μας, όπως εκείνα τα συρτάρια που συνήθως έχουμε καλά κλειδωμένα.
Η γνωριμία με τον εαυτό μας, η αυτογνωσία, είναι εκείνη,  η μοναδική αναζήτηση που θα μας βγάλει από κάθε τέλμα. Και φανταστείτε τώρα, να γινόταν ταυτόχρονα από μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας…
Κάτι λευκό και διάφανο αιωρείται. Μέσα σε καπνούς, μουσικές, σε λόγια μη λιπαρά. Κάτι λευκό και διάφανο. Που δεν ματώνει, που δεν τρέχει πανικόβλητο. Αυτό που λέγεται εσωτερικός εαυτός. Αυτό σε βρίσκει καθημερινά όταν
χαμογελάς, όταν γελά ένα παιδί, όταν γλυκαίνει το τσάι από μια χρυσή σταγόνα μέλι. Εσύ.

=============
Γράφει ο Fidelio
Γεννημένος τον χειμώνα του 1981 σε μια επαρχία της Μακεδονίας, έφυγα στα 18 αναζητώντας τον εαυτό μου. Έζησα στη Φλώρινα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λέσβο, στην Κρήτη, στην Αθήνα, ξανά στην γενέτειρα και τώρα στη Βαυαρία.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πνευματική επιβίωση της ανθρώπινης υπόστασης και η επιστροφή του ατόμου στην ουσία της συλλογικότητας. Ελεύθερη σκέψη και ανθρωπισμός, είναι τα στάνταρτ μου.
Λατρεύω την τέχνη, την φύση και υποκύπτω σχεδόν πάντα σε νεοτερισμούς πέραν των στερεοτύπων. Το προσωπικό μου μπλόγκ που διατηρώ μαζί με τον αρθρογράφο Έσπερο. 





Πρώτη δημοσίευση: tetartopress.gr

Δεν είναι ο ρατσισμός το πρόβλημα


Ένα από τα επίκαιρα θέματα την περίοδο που πέρασε ήταν η είδηση ότι τα παιδιά των προσφύγων που έχουν παραμείνει στην Ελλάδα, είτε επειδή το θέλουν είτε επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, ξεκίνησαν να παρακολουθούν μαθήματα στα ελληνικά σχολεία.

Υπήρξαν πολλές ακραίες αντιδράσεις. Ιθαγενείς γονείς έκλεισαν με λουκέτα το σχολείο, αλλού έσπρωχναν με μένος τις πόρτες για να μη μπουν τα παιδιά ενώ όσοι δεν εμπλέκονται άμεσα, δηλαδή δεν έχουν παιδιά σε σχολεία, κράτησαν στην καλύτερη περίπτωση, μια πολιτικά ορθή στάση του τύπου «μη βιάζεσαι να κρίνεις τον άλλον ως ρατσιστή αν δεν ξέρεις όλες τις λεπτομέρειες» και στην χειρότερη εκφράζουν απόψεις όπως «να πάνε στον αγύριστο».
Θα έλεγε κάποιος ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ο ρατσισμός αφού στρεφόμαστε εναντίον ακόμα και των παιδιών ΤΟΥΣ (συγχωρέστε μου τα κεφαλαία). Είναι τα παιδιά ΤΟΥΣ και τα παιδιά ΜΑΣ.

Μια επιπόλαιη ματιά, λοιπόν, θα εστίαζε το πρόβλημα στον ρατσισμό και το θέμα θα έληγε εκεί. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα έχει πολύ βαθύτερες ρίζες από όσο φανταζόμαστε.
Η ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειοψηφία τολμώ να πω, ξεχωρίζει τα παιδιά της από όλα τα υπόλοιπα. Όταν λέω τα παιδιά της δεν αναφέρομαι απλά στα προσφυγάκια. Εννοώ ότι αποδέχεται ως κανονικά μόνο τα παιδιά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: υγιή, αρτιμελή, λευκά ελληνόπουλα που οι γονείς τους είναι παντρεμένοι και έχουν μια μέτρια και πάνω οικονομική κατάσταση. Ο,τιδήποτε ξεφεύγει από αυτό το κουτάκι στιγματίζεται, συζητιέται, εμποδίζεται και γενικά αποτελεί κάποιου είδους πρόβλημα.

Θα αναφέρω ορισμένα παραδείγματα που καταδεικνύουν ακριβώς αυτό που αναφέρω.
Πέρισυ το καλοκαίρι βρέθηκα σε έναν γάμο. Ο γαμπρός και η νύφη κοντά στα πενήντα, με τον πρώτο να είναι τέσσερα πέντε χρόνια μικρότερος και είχε ένα τετράχρονο κοριτσάκι από προηγούμενο γάμο. Στην παρέα μου συζητούσαν ότι η κοπέλα είχε ήδη ξεκινήσει εξωσωματικές για να κάνουν παιδί. Αναρωτήθηκα φωναχτά γιατί να μπει σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία αφού έχουν παιδί, εννοώντας το κοριτσάκι. Με εξαιρετική φυσικότητα η παρέα μου είπε «Μα να μεγαλώνει το παιδί του άλλου και να μην έχει δικό της;»
Να το, το παιδί ΤΟΥ. Το παιδί του άλλου.

Σε εστιατόριο, μπαίνει μέσα ένα τσιγγανάκι να ζητιανέψει. Το πρώτο πράγμα που δέχεται είναι βλέμματα απαξίας. Ούτε καν λύπησης. Απαξίας. Το επόμενο είναι κινήσεις που υποδηλώνουν ότι σε θεωρώ επικίνδυνο κλέφτη γιαυτό μαζεύω τα πράγματά μου, κινητά, γυαλιά από το τραπέζι. Τέλος, δέχεται σκληρά λόγια από τον ιδιοκτήτη του καταστήματος : «έλα, τσακίσου έξω, έφυγες».
Γιατί να μη το βρίσουμε άλλωστε; Δεν είναι δικό ΜΑΣ παιδί.

Ανοιξιάτικο απόγευμα στην παιδική χαρά. Ο Λέντιο, γεννημένος στην Ελλάδα αλλά γιος Πολωνού και Ελληνίδας, κλωτσάει τη μπάλα λίγο δυνατότερα και χτυπάει τον καφέ μιας κυρίας στο παγκάκι, η οποία σηκώνεται και τον βρίζει άσχημα. Ο μικρός ψελλίζει «μα η παιδική χαρά είναι για όλους» κι εκείνη απαντά «πες στους γονείς σου να πληρώνει τους φόρους του και μετά να μας πεις τίνος είναι η παιδική χαρά».
Γιατί ο Λέντιο δεν είναι δικό ΜΑΣ παιδί.

Σάββατο πρωί στο πάρκο, παιδάκι με νοητική υστέρηση προσπαθεί να ανέβει στην τσουλήθρα. Συνομήλικο κοριτσάκι πλησιάζει να το βοηθήσει και ο μπαμπάς της φωνάζει “Μαρίνα, φύγε από κει” και πάει να την απομακρύνει ο ίδιος, μη και κολλήσει καμιά νοητική υστέρηση από τα σάλια του.
Γιατί δεν είναι το δικό ΤΟΥ παιδί.

Φίλη μου, μονογονέας, έβγαινε για καιρό με έναν ενδιαφέροντα άνδρα, ο οποίος μετά από ένα διάστημα της είπε ότι δε μπορεί να συνεχίσει μαζί της γιατί έχει δυο παιδιά και αυτό είναι πρόβλημαγιαυτόν. Γιατί «ας πούμε, θα πάμε διακοπές και θα πρέπει να πληρώσω και για τα δικά σου παιδιά».
Τα δικά ΣΟΥ παιδιά.

Η ελληνική κοινωνία είναι γεμάτη διακρίσεις. Τα παιδιά του άλλου, τα παιδιά του μετανάστη, τα παιδιά του πρόσφυγα, τα παιδιά των χωρισμένων γονέων (ο τόνος στο «ε» παρακαλώ, έχει σημασία), τα παιδιά των τσιγγάνων, τα παιδιά των φτωχών, τα παιδιά των καλών οικογενειών, τα παιδιά ΤΟΥΣ και τα παιδιά ΜΑΣ.
Δεν είναι θέμα ράτσας το πρόβλημα στη χώρα μας. Είναι θέμα ξεβολέματος. Είναι έλλειμα αγάπης. Ο,τιδήποτε μας βγάζει από τη βολή μας δεν το θέλουμε. Αλλά δε μένουμε σ αυτό. Το υποτιμάμε, το βρίζουμε, το αποστρεφόμαστε, του δημιουργούμε περισσότερα προβλήματα από όσα ήδη έχει.

Ξέρετε ποιος άνθρωπος είναι αυτός που θα υπερτονίσει την κτητική αντωνυμία; Εκείνος που πιστεύει ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω από εκείνον, εκείνος που αγάπη θεωρεί ό,τι τον αφορά και τον διευκολύνει.. Επειδή βρέθηκε στη σωστή πλευρά τη σωστή στιγμή. Επειδή ΈΤΥΧΕ να μην πέφτουν βόμβες πάνω στο δικό του κεφάλι. Επειδή ΕΤΥΧΕ να μη γεννηθεί τσιγγάνος. Επειδή ΈΤΥΧΕ να μη χάσει τη δουλειά του ή αν την έχασε να έχει προίκα ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του. Επειδή ΈΤΥΧΕ να έχει μια ευνοικότερη μοίρα από κάποιους άλλους. Μέχρι τώρα βέβαια. Το ποτάμι δεν κατεβάζει πάντα κούτσουρα.
Δεν ξέρω αν αυτή η χώρα ήταν ποτέ διαφορετική. Οι δικές μου μνήμες ήταν από στωικές γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό που μεγάλωσα να μιλάνε με αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά και τους μεγάλους. Που στις πλατείες και τις αλάνες δεν πρόσεχαν μόνο τα δικά τους παιδιά αλλά όλα τα παιδιά. Σαν τη γιαγιά που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης, που έλεγε και ξανάλεγε «μα τι να κανα, να, τα μωρέλια μουρχονται κρίμα, παιδάκια είν΄τα, παιδάκια...»
Βέβαια, αν διαβάσεις Λουντέμη, θα δεις ότι μόλις 50-60 χρόνια πριν ο κόσμος ήταν τραγικά σκληρός και άγριος με τους αδύναμους. Τουλάχιστον τώρα η ίδια βια εκφράζεται λίγο πιο συγκαλυμμένα, λίγο πιο στρογγυλεμένα κυρίως γιατί υπάρχουν περισσότερες αντιστάσεις από ένα άλλο μέρος της κοινωνίας.

Δεν ξέρω αν αυτή η χώρα θα αλλάξει ποτέ. Αν θα πάψει να φοβάται το διαφορετικό, αν θα πάψει να νιώθει απειλή από ό,τι δεν αναγνωρίζει ως οικείο, αν θα πάψει να παίρνει προσωπικά ό,τι είναι άλλο από εκείνη. Αν θα μάθει να αγαπά.

Ξέρω όμως ότι θα αναγνωρίσω την αλλαγή. Γιατί οι άνθρωποι θα πάψουν να λένε «τα παιδιά ΤΟΥΣ» και θα αρχίσουν να λένε «τα ΠΑΙΔΙΑ». Με την ευχή και την ελπίδα ότι κάποτε τα παιδιά θα είναι ευθύνη και υποχρέωση όλων ΜΑΣ.

Γράφει η  Χαρά Ντάτση







Η χαρά της ύπαρξης


Κάποιες φορές μου ‘ρχεται να δακρύσω, μόνο επειδή νιώθω τη χαρά της ύπαρξης.
Δεν συμβαίνει μετά από συνειδητή προσπάθεια. Ούτε επειδή έχω λύσει όλα τα προβλήματα μου, επειδή κάτι πολύ ευχάριστο μου έχει συμβεί ή επειδή πέτυχα όλους τους στόχους μου.
Είναι κάποιες σπίθες που φωτίζουν για ένα δευτερόλεπτο, για λίγα λεπτά, τη χαρά της ύπαρξης, σαν να αντιλαμβάνομαι πόσο σπουδαίο και μοναδικό είναι να υπάρχεις.
Μου συνέβη σήμερα, όταν είδα ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι ν’ αφήνουν το τραπέζι όπου κάθονταν οι γονείς τους, και ν’ ανεβαίνουν στα σκαμπό του μπαρ, σαν παιχνίδι, λες και ήταν ζευγάρι. Μου ήρθε τότε στο μυαλό μια σκηνή απ’ τη παιδική μου ηλικία, πέντε χρονών θα ήμουν, όταν είχα κάνει το ίδιο με το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα.
Σκέφτηκα πόσο τυχερός είμαι που υπήρξα σ’ αυτό τον κόσμο κι ύστερα, καθώς βγήκα στο μπαλκόνι του καφέ, είδα τον ήλιο να διαλύει τα σύννεφα και να καθρεφτίζεται στη θάλασσα, τυφλώνοντας μας.
Μπήκα μέσα του, έκλεισα τα μάτια και σήκωσα το πρόσωπο ψηλά.
Ήταν ζεστός, τόσο ευεργετικός μετά την υγρασία και τη συννεφιά των προηγούμενων ημερών.

Και τότε ένιωσα αυτή τη χαρά της ύπαρξης. Χωρίς προσμονές, ελπίδες και φόβους. Μόνο ευγνωμοσύνη για τη στιγμή, για τη ζωή.
Θα ήθελα να μπορούσα να περιγράψω καλύτερα αυτό το συναίσθημα, αυτή την αίσθηση, αλλά μάλλον είναι κάτι που μόνο να το νιώσεις εσύ ο ίδιος μπορείς.
Ίσως να έπρεπε να πω ότι ο χρόνος σταμάτησε, ότι δεν σκεφτόμουν τίποτα, ότι το μυαλό μου είχε αδειάσει. Όμως, καθώς το γράφω, αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν κάποια απώλεια (χρόνου-αισθήσεων-σκέψης-συνείδησης) ούτε κάτι αντίθετο, όπως πλήρωση (χρόνου-αισθήσεων-σκέψης-συνείδησης).
Δεν ήταν καν κάτι σπουδαίο, μια αποκάλυψη, η Φώτιση, η ενόραση των πάντων, το νόημα της ζωής ή το μυστικό συστατικό της μυστικοσυστατικόσουπας.
Ίσως να ήταν κάτι που έχω ζήσει άπειρες φορές, αλλά προσπέρασα χωρίς να του δώσω σημασία. Ίσως να είναι κάτι που όλοι ζούμε και προσπερνάμε χωρίς να το απολαύσουμε.

Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν, τώρα, αργά το βράδυ, και το μόνο που καταφέρνω είναι να αναρριγήσω και να χαμογελάσω.
Σαν να είσαι βαθιά ερωτευμένος και να βλέπεις ξαφνικά (και αναπάντεχα) το πρόσωπο του ανθρώπου σου. Όμως εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος, υπήρχε μόνο έρωτας, για τον ήλιο, για την κάθε ανάσα, για τη ζωή, για την ύπαρξη.
Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, όπως το συναίσθημα του μεγαλείου που νιώθει ο ήρωας, ο μάρτυρας, ο άνθρωπος που θυσιάζεται για να σώσει ό,τι πιστεύει κι αγαπά.
Ούτε η ανυπέρβλητη αγάπη για το παιδί σου, το πάθος για τον εραστή σου, η περηφάνεια για τα επιτεύγματα σου, η οργή για τους εχθρούς σου.
Δεν ήταν μεγάλο, το ξαναείπα. Ήταν αμεληταίο, σαν μια σπίθα, κι ίσως γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να το αντιληφθείς.
Είναι σαν το πέταγμα μιας νυχτοπεταλούδας γύρω απ’ το φως, σαν τη διαφορά απόχρωσης που έχει η μπροστινή και η πίσω πλευρά των φύλλων, σαν εκείνο το δευτερόλεπτο σιγής μέσα στο συνεχή ήχο απ’ τον αυτοκινητόδρομο.
Δεν ήταν ο «θεός των μικρών πραγμάτων», δεν ήταν κάτι θεϊκό ούτε ως μικροπράγμα, ως λεπτομέρεια.
Ίσως να ήταν το φόντο, το υπόβαθρο όλων.
Σαν να βρίσκεσαι μπρος σ’ ένα πίνακα απερίγραπτου μεγαλείου, ομορφιάς και φρίκης. Να υπάρχουν οι κεντρικές μορφές κι οι άλλες οι μικρότερες, οι λεπτομέρειες, απειροελάχιστες κάποιες. Κι όλα ν’ αποτελούνται από κουκίδες φωτός και χρόνου. Αλλά για μια στιγμή να μπορείς να αντιλαμβάνεσαιτον καμβά, όχι τις αναπαραστάσεις πάνω του, αλλά τον ίδιο τον καμβά, το υλικό της ύπαρξης.
Ή κάτι σαν εκείνες τις τρισδιάστατες εικόνες που κοιτάζαμε κάποτε. Που στην αρχή έμοιαζαν ασυνάρτητα σχέδια, αλλά αν αλληθώριζες μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε να σου διδάξει, έβλεπες άξαφνα να ξεπηδάει μια τρισδιάστατη φάλαινα.
Και τότε γελούσες κι έλεγες: «Ουάου! Το είδα!»
Όμως το χαρτί ήταν δισδιάστατο, ο εγκέφαλος σου «έβλεπε» την τρίτη διάσταση.

Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να το προσπαθήσω. Δεν γίνεσαι πιο έξυπνος ούτε πιο ευτυχισμένος ούτε πλησιάζεις τον θεό (όπως μπορείς να το ορίσεις αυτό).
Κι ούτε νομίζω ότι μπορείς να το διδάξεις (και γιατί να το κάνεις άλλωστε;)
Μόνο αναρωτιέμαι: Αν μπορούσα να νιώθω πιο συχνά αυτή τη «χαρά της ύπαρξης», αν κατάφερνα να τη κάνω κανόνα κι όχι εξαίρεση, τι θα συνέβαινε;
Θα γινόμουν τρελός κι αδέσποτος, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πάρει μέρος στην πραγματικότητα όπως τη ζούμε; Ένας «άγιος» αποκλεισμένος στο κελί του (αγιορείτικο, ψυχιατρικό, καλλιτεχνικό, αστυνομικό);
Μήπως όλοι αυτοί οι «παραβάτες» (κάθε είδους) δεν είναι τίποτα άλλο από ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν και ν’ απολαύσουν τα χρώματα του καμβά, τις λεπτομέρειες και τις κεντρικές φιγούρες, αλλά απορροφούνται απ’ τον ίδιο τον καμβά;
Μήπως όλοι αυτοί που αποκαλούμε τρελούς, αυτοί που κάποτε χαρακτηρίζονταν προφήτες, αυτοί που άλλες φορές φυλακίζονται ως επικίνδυνοι για την κοινωνία, μήπως αυτοί που  μπορούν να δουν κάτι που εμείς δεν βλέπουμε;

Πόσοι τρόποι υπάρχουν να ζήσεις μια ζωή και πόσες ζωές χωρούν σε κάθε τρόπο;
Αδυνατώ να απαντήσω. Μόνο αναρωτιέμαι. Και απολαμβάνω. Έστω για λίγο.





"Quo Vado? (2016)" Φ.Σ.Ε.Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΔΗ.ΚΕ.ΔΕ – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ


Φ.Σ.Ε.Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΔΗ.ΚΕ.ΔΕ – ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ

ΔΕΥΤΕΡΑ 7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ, ΩΡΑ:21.00’, ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ

Quo Vado? (2016)

Σκηνοθεσία:Gennaro Nunziante
Ηθοποιοί: Checco Zalone, Eleonora Giovanardi, Sonia Bergamasco 
Διάρκεια: 86 λεπτά
Είδος ταινίας: Σάτιρα


Ο Τσέκο απολαμβάνει μια εύπορη ζωή ανάμεσα στους περιοίκους του σε μια μικρή πόλη της νότιας Ιταλίας. Είναι από τους λίγους που έχουν μια εγγυημένη θέση στο δημόσιο. Όταν μια νέα ρεφορμιστική κυβέρνηση ορκίζεται να κάνει περικοπές στη γραφειοκρατία, ο Τσέκο αναγκάζεται να αναλαμβάνει όλο και χειρότερα πόστα για να διατηρήσει τον μισθό του, τα προνόμια και τη δια βίου εργασία. Η Δρ Σιρόνι, εκπρόσωπος της νέας κυβέρνησης που έχει ως αποστολή τις περικοπές δημοσίων μέσω εθελούσιας εξόδου, βλέπει με θέρμη την περίπτωση του Τσέκο, ο οποίος εξαναγκάζεται να αυνανίζει πολικές αρκούδες σε μια ιταλική εξερευνητική ομάδα, παρά από το να παραδοθεί.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...