7:27:00 μ.μ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
«Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει»
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν – Tractatus Logico-Philoshophicus
Ένας Ινδός σοφός είχε πει: «Ο μόνος τρόπος να εξηγήσεις το Θεό είναι η σιωπή».
Και ο Πρωταγόρας εξορίστηκε από την Αθήνα το 415 π.Κ.Ε. επειδή έγραψε την πρώτη αγνωστικιστική πραγματεία.
«Για τους θεούς», άρχιζε, «δεν μπορώ με βεβαιότητα να γνωρίζω ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν ούτε ποια γνωρίσματα έχουν. Γιατί υπάρχουν πολλά που εμποδίζουν τη γνώση γι’ αυτούς –και η απουσία σαφών δεδομένων και η συντομία της ανθρώπινης ζωής.»
Ο Νίτσε, ο μανιακός φιλόσοφος-ποιητής, δεν ήταν τόσο ευγενικός.
«Ο Θεός πέθανε!» έγραφε στο Τάδε Έφη Ζαρατούστρα, στο τέλος του 19ου αιώνα, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αποθέωση του ανθρώπου και τη σφαγή του, όπως αυτή πραγματώθηκε τον 20ο αιώνα –και μετά.
Ο άνθρωπος πέθανε στο Άουσβιτς, ο άνθρωπος πέθανε στη Δρέσδη, ο άνθρωπος πέθανε στη Χιροσίμα, ο άνθρωπος πέθανε στην Μπιάφρα, ο άνθρωπος πέθανε λίγα τετράγωνα πιο πέρα από το σπίτι μου -επειδή δεν πρέπει να πεθάνουν οι τράπεζες.
Ξεκινάω μιλώντας για όσα δεν πρέπει να μιλώ, για όσα θα έπρεπε να σωπαίνω. Για το Θεό, για τον άνθρωπο, για το τραπεζικό σύστημα.
Το μυαλό μου είναι λίγο μπερδεμένο, ίσως από τις αναθυμιάσεις στην ψησταριά, ίσως και από τις αναθυμιάσεις στα social media.
Μιλάμε για όλα τώρα πια, μιλάμε όλοι και συνήθως αυτά που λέμε είναι σαν κουνούπια που βγαίνουν μέσα από λιμνάζοντα νερά. Κανείς δεν είναι πλέον δράστης, κανείς δεν δρα, μόνο καυτηριάζουμε-κατακεραυνώνουμε-σιχτιρίζουμε, και η πλησμονή της γλώσσας αντικαθιστά την ένδεια των πράξεων.
Θα συγκεντρωθώ, θα σταματήσω να πλατειάζω, θα γίνω άνθρωπος κι εγώ τα σκάρτα μου να κάψω, όπως λέει ο τραγουδοποιός. Μπορώ;
«Ο Θεός απέθανε, ζήτω ο Θεός».
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κάποιο θεό, χωρίς κάποιο δόγμα. Και αν σκότωσαν τη θρησκεία την αντικαστήσανε με άλλους πήλινους θεούς, με δόγματα ακόμα πιο επίπλαστα από εκείνον τον γενειοφόρο κύριο που στοίχειωνε τη σκέψη των παιδιών και των υπέργηρων.
Θεός είναι πλέον μια ομάδα, μια ιδεολογία, ένα τηλεοπτικό ή καλλιτεχνικό ή επαναστατικό είδωλο, ένα πρότυπο της ζωής, ένας νεκρός, ένας άλλος, εκτός από εμάς, εκτός από αυτούς που μοιραζόμαστε τον κόσμο.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει χωρίς θεούς, ακόμα κι αν δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν υπάρχουν ή αν δεν υπάρχουν.
Ο συνάνθρωπος πέθανε, ο υπεράνθρωπος έγινε πτωματοφάγος, ο μισάνθρωπος θριαμβεύει.
Ο πλησίον είναι ο χειρότερος εχθρός μας πλέον.
Σας προειδοποιώ, για να μην παρεξηγηθούμε: Δεν πρόκειται να διαβάσετε ένα κείμενο σύμφωνο με τις διαδικτυακές ανάγκες. Αν γυρεύετε εύκολα αναγνώσματα, κάτι για να ξεχάσετε και να ξεχαστείτε, μπείτε σε κάποια ηλεκτρονική εφημερίδα να μάθετε ποιες «θεές» πήγαν για διακοπές στα ελληνικά νησιά –και τι μαγιό φορούσαν. Οι δρόμοι μας χωρίζουν εδώ και καλή διασκέδαση σας εύχομαι…
Ας επιστρέψω στη φράση που θα χρησιμοποιήσω (μάλλον) και ως τίτλο αυτού του μακροσκελούς κειμένου:
«Συνάντησα το Θεό. Ήταν στο τρένο των 5:15».
Αυτή έχει καταγραφεί ως αληθινή –αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αλήθεια ειπώθηκε.
Αν σας έλεγα ότι την είπε μια νοικοκυρά από το Οχάιο ή ένας ξεμωραμένος γέρος από τα Γρεβενά δεν θα σας φαινόταν ως κάτι άξιο απορίας. Και δεν θα είχατε άδικο, εκτός κι αν πιστεύετε ότι ο θεός πάει στη δουλειά με το τρένο –όταν χαλάει το αυτοκίνητο του.
Όμως έχει καταγραφεί (η συγκεκριμένη φράση) ως τηλεγράφημα που έστειλε ένας όχι τόσο και αιθεροβάμων άνθρωπος στη σύζυγο του. Συγκεκριμένα ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς (αν δεν ξέρετε καν ποιος είναι κάντε μια έρευνα στο διαδίκτυο).
Ποιον συνάντησε ο Κέινς, ποιος ήταν ο «Θεός» που βρέθηκε στο τρένο των 5:15, εν έτει 1929;
Ήταν ο Βιτγκενστάιν, ο οποίος επέστρεφε στο Κέμπριτζ για να διδάξει τη σιωπή.
Την ίδια γνώμη για τον Βιτγκενστάιν, ότι ήταν ο «Θεός», είχαν πάρα πολλοί άνθρωποι στο μεσοπόλεμο. Και αναφέρομαι σε ανθρώπους που δικαιωματικά έχουν καταχωρηθεί ως… ημίθεοι.
Για παράδειγμα ο Άλαν Τούρινγκ, ο άνθρωπος που βοήθησε όσο κανένας άλλος στον πόλεμο ενάντια στους Ναζί, ο πρόδρομος της μεγαλύτερης επιστημονικής επανάστασης, εκείνης των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο άνθρωπος που κυνηγήθηκε επειδή έκανε το λάθος να είναι ομοφυλόφιλος.
Αλλά και ο Μπέρτραντ Ράσσελ, που έφτασε την ανθρώπινη λογική στα όρια της, είχε πει για το μαθητή του, το Βιτγκενστάιν, ότι θα τον ξεπεράσει. Και εκείνος το έκανε, δημοσιεύοντας μόλις ένα βιβλίο, εβδομήντα πέντε σελίδων, το περίφημο Tractatus Logico-Philosophicus.
(Όταν το διάβασε για πρώτη φορά ο Ράσσελ, παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να το καταλάβει!)
Ένα βιβλίο που γράφτηκε στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και το οποίο, όταν δημοσιεύτηκε, θεωρήθηκε ως το τέλος της φιλοσοφίας.
Αλλά ποιος ήταν ο άνθρωπος που αποθεώθηκε από τους συγκαιρινούς του, ο άνθρωπος που σκότωσε τη φιλοσοφία;
Ο Λούντβιχ ήταν γιος ενός από τους πλουσιότερους Ευρωπαίους –στην εποχή του. Ο πατήρ Βιτγκενστάιν ήταν μεγιστάνας του ατσαλιού, δισεκατομμυριούχος σε όποιο νόμισμα και να μετρήσουμε την περιουσία του.
Και όπως μπορεί να συμβεί με ανθρώπους που έχουν ζήσει την απαξίωση του χρήματος, μέσα από την υπερβολή του, ο Λούντβιχ αρνήθηκε να ζήσει ως πλούσιος και μίσησε το χρήμα.
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Λούντβιχ έδωσε το δικό του μερίδιο στις αδελφές του, επειδή –όπως έλεγε- αυτές ήταν ήδη διεφθαρμένες και αρκετά πλούσιες, οπότε ο επιπλέον πλούτος δεν θα τους έκανε κακό.
«Παράξενος τρόπος σκέψης», θα πείτε ή μπορείτε να σκεφτείτε ότι ήταν και μια απάνθρωπη πράξη, αφού αυτά τα χρήματα θα ήταν πολύ χρήσιμα σε ανθρώπους που δεν είχαν ζήσει τη χλιδή από τα παιδικά τους χρόνια.
«Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».
Ο Λούντβιχ δεν ήταν ακριβώς ένας ισορροπημένος άνθρωπος, όπως και ολόκληρη η οικογένεια του, αφού τα τρία από τα τέσσερα αδέλφια του αυτοκτόνησαν –και εκείνος ο ίδιος λίγο έλειψε να το κάνει, όχι για οικονομικούς λόγους όπως είναι προφανές.
Τους μαθητές του, όταν αυτοί προέρχονταν από αγροτικές οικογένειες, τους προέτρεπε να εγκαταλείψουν τις σπουδές και να πάνε να ζήσουν πίσω στο χωριό τους.
Το ίδιο προσπάθησε να κάνει κι αυτός, όταν ζήτησε από τη Ρωσία άδεια παραμονής για να ζήσει ως αγρότης. Εκείνοι του απάντησαν ότι είχαν πολλούς αγρότες, αλλά θα χρειαζόντουσαν έναν φιλόσοφο. Ο Βιτγκενστάιν αρνήθηκε.
Σπούδασε στο Κέμπριτζ, αλλά με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κατατάχτηκε στον στρατό, στο Γερμανικό στρατό. Μετά από πολλές προσωπικές του πιέσεις κατάφερε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή, όπου τιμήθηκε επ” ανδραγαθία –ή όπως το λένε αυτό, να σκοτώνεις και να γίνεσαι ήρωας.
Εκεί, στα χαρακώματα, μέσα στις αναθυμιάσεις των αερίων μουστάρδας, συνέλαβε και ολοκλήρωσε το Tractatus Logico-Philosophicus, το βιβλίο με το όποιο –σύμφωνα με ό,τι πίστευε- τελείωσε το 66598θέμα της φιλοσοφίας.
Και σίγουρα αυτή είναι μια πολύ βαρύγδουπη δήλωση. Το να ισχυρίζεσαι ότι κατάφερες περισσότερα από τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο και τον Χέγκελ, δεν είναι κάτι που πολύ άνθρωποι θα τολμούσαν να κάνουν.
Μέχρι το θάνατο του δεν εκδόθηκε κανένα άλλο βιβλίο του. Με εβδομήντα πέντε σελίδες όλες κι όλες, άλλαξε τη ροή της ανθρώπινης σκέψης.
Μετά τον πόλεμο έγινε δάσκαλος του δημοτικού στις Άλπεις, όπου προσπαθούσε -με όχι και τόσο σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους- να διδάξει στα παιδιά ανώτερα μαθηματικά.
Δέκα χρόνια μετά επέστρεψε στο Κέμπριτζ για να διδάξει. Οι διαλέξεις του γίνονταν στο δωμάτιο του, όπου δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από ένα κρεβάτι, έναν νεροχύτη και μια καρέκλα. Όποιος ήθελε να ακούσει έπρεπε να κουβαλάει και την καρέκλα του.
Και ενώ είχε δολοφονήσει τη φιλοσοφία, με τα νέα του έργα προσπάθησε να την αναστήσει, ερχόμενος σε σύγκρουση με το πρότερο έργο του.
Αυτό το έκανε ζώντας σε ένα αγρόκτημα στην Ιρλανδία, όπου περιδιάβαινε στην ύπαιθρο και προσπαθούσε να γητεύσει τα πουλιά –ίσως και να επικοινωνήσει μαζί τους.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Πείτε ‘τους ότι έζησα μια υπέροχη ζωή».
Σε ποιους αναφερόταν δεν ξέρω. Ίσως σε μας.
Και τώρα ίσως να περιμένετε να σας εξηγήσω τη σκέψη του Βιτγκενστάιν. Θα σας πω μόνο την τελευταία φράση από το Tractatus: ««Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει».
Ή αλλιώς –όπως έγραψε σε μια επιστολή του:
«Εν ολίγοις, πιστεύω: Για όλα όσα φλυαρούν πολλοί σήμερα έχω διεξάγει βαθιά έρευνα στο βιβλίο μου σιωπώντας.»
Αυτή τη σιωπή θα την πρότεινα σε όλους τους κήνσορες και θεράποντες που διαλαλούν την αποξένωση τους από την αληθινή ζωή, όλους αυτούς που ποτέ δεν κατάλαβαν τι σημαίνει να μην έχεις ένα ευρώ για να πληρώσεις το εισιτήριο, αλλά και σε όλους αυτούς που νομίζουν ότι οι οιμωγές και οι κατάρες εξισορροπούν/αντισταθμίζουν την κοπρολογία των προνομιούχων.
Αν δεν βρεθείς στην πρώτη γραμμή, στα χαρακώματα της ζωής, δεν πρόκειται να προσφέρεις τίποτα άλλο από λόγια. Και τα λόγια είναι κενά, όταν δεν επενδύονται με πράξεις.
Ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για όλους αυτούς που χαθήκαν για μια δραχμή και ας βρούμε τον τρόπο να εξαλείψουμε το πρόβλημα. Προτού ξανασυμβεί.
Δεν χρειαζόμαστε θεούς να μας καθοδηγήσουν, ανθρώπους χρειαζόμαστε.
Και να θυμόσαστε, εμείς είμαστε η λύση του προβλήματος. Εμείς, κάθε μέρα, κάθε στιγμή, χωρίς πολλά λόγια.
Με σιωπή και πράξεις.
ΠΗΓΗ...http://www.ramnousia.com