«Oh, do not mourn», he said. «Our souls are love and an eternal farewell»
W.B. Yeats, Ephemera
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δεν υπάρχουν βουνά, δεν υπάρχουν κορυφές, χωρίς χαράδρες και βάραθρα, χωρίς γκρεμούς.
Κάθε ανθρώπου η ζωή έτσι είναι.
Υψώνεται στα ουράνια και καταποντίζεται. Παλεύει μ’ άγριες θάλασσες και βρίσκει καταφύγιο σ’ απάνεμα λιμάνια. Μέχρι να ξανοιχτεί και πάλι. Οργώνει τη στείρα γη και σκάβει πηγάδια. Γιορτάζει και πενθεί, υποδέχεται κι αποχωρίζεται.
Οι κοιλάδες της αέναης ευφορίας είναι ένα παραμύθι που λένε στα παιδιά για ν’ αποκοιμηθούν.
Αν τις δεις από κοντά αυτές τις κοιλάδες θα καταλάβεις: Είναι έρημοι.
~~{}~~
Βρέθηκα στην έρημο, περπάτησα κάποτε στο βασίλειο της άμμου.
Στο σταθμό του τρένου ήταν ένας γέρος, μισότυφλος, μισότρελος. Καθόταν στο παγκάκι, έτρωγε σπόρια κι άκουγε τα τρένα που έρχονταν και φεύγαν.
Ένα βουνό από φλούδια, κενά νοήματος, είχε σχηματιστεί δίπλα στο παγκάκι.
Ήταν στην όαση του Φαγιούμ, στο μέρος όπου παλιά, στ’ αρχαία χρόνια, ζωγράφιζαν νεκρικά προσωπεία. Κάπως έτσι έμοιαζε και το πρόσωπο του γέρου.
~~
Νωρίτερα το τρένο είχε σταματήσει στη μέση της ερήμου, στη μέση του πουθενά. Οι συνεπιβάτες μου συνέχιζαν να πίνουν το τσάι τους, ατάραχοι. Άφησα τον Ζαρατούστρα στο κάθισμα και κατέβηκα να δω.
Ο ήλιος ήταν παντού. Όσο έφτανε το μάτι σου έβλεπες μόνο άμμο και ήλιο.
Πίσω μου το τρένο αναπαυόταν σαν σκοτωμένο θηρίο. Μπροστά το τίποτα. Δεν υπήρχε ομορφιά. Υπήρχε μόνο το επίπεδο κενό. Σαν τη ζωή ενός ανθρώπου που ποτέ δεν τρελάθηκε.
~~
Το θηρίο ξύπνησε και μας πήγε ως τον σταθμό του Φαγιούμ. Ο γέρος γελούσε σαν με άκουσε να κατεβαίνω, εγώ, μόνος, ένα παιδί είκοσι τριών χρονών με τον Νίτσε στο χέρι.
Τα μάτια του τυφλά, άσπρα απ’ τον καταρράχτη. Στο στόμα τρία δόντια, δύο πάνω κι ένα κάτω. Μασουλούσε, έφτυνε το τσόφλι και γελούσε. Μόνος του κι αυτός. Όσο κι εγώ.
Αισθάνθηκα οικειότητα και του είπα, στα ελληνικά, καλησπέρα.
«Να πορεύεσαι εν ειρήνη, Ίωνα», μου απάντησε με το φαφούτικο στόμα του. «Σαλάμ αλέκουμ, Γιουνάνι».
Ο Ζαρατούστρα γελούσε: Η ειρήνη είναι έρημος.
Κι ο Μπέκετ έγραψε στο Τέλος του Παιχνιδιού:
– Τι κάνει;
– Πονάει.
– … Άρα ζει.
~~{}~~
Γεννιόμαστε μες στον ωκεανό της μήτρας. Εκείνοι οι εννιά μήνες, που ξεκινάμε ως σταγόνα σπέρματος για να φτάσουμε να γίνουμε νησί, είναι η μόνη περίοδος απόλυτης ευδαιμονίας.
Αυτός είναι ο Χαμένος Παράδεισος που αναπολούμε στα ποιήματα και στα όνειρα μας.
Μόλις σπάνε τα νερά βγαίνουμε στην Κοιλάδα των Δακρύων.
~~
Λένε πως τα νεογέννητα κλαίνε για να ζήσουν. Όποιος δεν κλαίει είναι νεκρός, αυτό το ξέρουν οι μαίες απ’ την αρχή του χρόνου.
Ο άνθρωπος γεννιέται κλαίγοντας.
Ίσως μετά να μάθει και να γελάει, να περπατά και να μιλάει. Ίσως μετά να μάθει να χτίζει, να φυτεύει, να πετάει. Ίσως μετά να μάθει ν’ αγωνίζεται και ν’ αγαπάει. Ίσως μετά να μάθει να σκοτώνει.
Όμως πρώτα πρέπει να μάθει να κλαίει. Όποιος δεν κλαίει είναι νεκρός. Όποιος δεν πονάει είναι νεκρός.
~~{}~~
Στην αρχή ήταν το κλάμα, στην αρχή ήταν το χάος, στην αρχή ήταν ο Λόγος, στην αρχή ήταν η Μεγάλη Έκρηξη.
Όλα όσα γνωρίζουμε είναι μύθοι, κεντημένοι γύρω απ’ το άδειο τσόφλι. Είμαστε ζώα τυφλά που περιφέρονται μέσα στον κόσμο. Αυτό που μοιάζει με φως είναι σπίθες στο μυαλό μας.
Δεν γνωρίζουμε. Πιστεύουμε.
Το πιο δύσκολο είναι να κατανοήσεις τον εαυτό σου. Το γνώθι σαυτόν είναι ένας ακόμα μύθος, πανάρχαιος και ηλίθιος. Κι αν δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας πώς είναι δυνατόν να ισχυριζόμαστε ότι γνωρίζουμε οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο;
~~{}~~
Υπήρχε ένας άνθρωπος που ήξερε τα πάντα. Ζούσε σε μια βουνοκορφή και σπάνια γελούσε. Κόσμος πολύς τον πλησίαζε και τον ρωτούσε να τους πει την αλήθεια.
Όμως εκείνος δεν απαντούσε στις ερωτήσεις τους.
«Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» ρωτούσαν κάποιοι.
«Πώς θα είμαι ευτυχισμένος;» ρωτούσαν άλλοι.
«Πώς θα βγάλω λεφτά;»
«Πώς θα κάνω παιδιά;»
«Πώς θα γιατρευτώ;»
Ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα δεν απαντούσε.
Όμως ο κόσμος συνέχιζε να πηγαίνει στη βουνοκορφή του. Κάθε του βλέμμα, κάθε του κίνηση, μα πιο πολύ τη σιωπή του, ο καθένας την ερμήνευε έτσι όπως ήθελε.
~~
Συνήθως αυτοί οι μύθοι τελειώνουν με μια σοφή κουβέντα, ένα πασπαρτού, που απαντάει σε όλες τις απορίες μια και καλή.
Κάτι σαν:
«Ο δρόμος σου είσαι ‘συ»
ή «Το νόημα είναι το ποτάμι»
ή «All you need is love»
Η αλήθεια είναι, έτσι λέει ο μύθος, ότι ο άνθρωπος που ήξερε τα πάντα, ο άνθρωπος που ζούσε στην βουνοκορφή και σπάνια γελούσε, αυτός ο άνθρωπος ήταν κουφός.
Και να μιλήσει δεν μπορούσε.
Κοιτούσε τους ανθρώπους με απορία, γιατί δεν άκουγε τι του έλεγαν ούτε καταλάβαινε γιατί πήγαιναν εκεί.
~~
Σαν πέθανε τον έκαναν θεό και ρήσεις σοφές πολλές του απόδωσαν.
Η πιο γνωστή και διαδεδομένη είναι η ακόλουθη:
«…»
Η φωτογραφία είναι του Sebastião Salgado, από την πιο πρόσφατη δουλειά του, Genesis
ΠΗΓΗ...
http://sanejoker.info