Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

25η ώρα, ή αλλιώς το ρολόι της ψυχής.


Μια μέρα, ένας άνθρωπος που είχε φοβία με το χρόνο και την πίεση που του δημιουργούσαν οι προθεσμίες στη δουλειά και το πρόγραμμα της καθημερινότητάς του, αποφάσισε να επισκεφτεί ένα σοφό γέροντα για τον οποίο είχε ακούσει πως γιατρεύει περιπτώσεις εμμονής σαν τη δική του.

“Πες μου, νεαρέ, ποιο είναι το πρόβλημά σου;” τον ρώτησε ο σοφός.
“Γέροντα, είμαι έρμαιο του χρόνου. Όλη μου η ζωή περιστρέφεται γύρω από τα ρολόγια.

Άλλοτε ο χρόνος μοιάζει να σταματά πάνω σε μια δύσκολη στιγμή και ότι κι αν κάνω μου φαίνεται αδύνατο να την προσπεράσω κι άλλες φορές τρέχει και εγώ αδυνατώ να τον προλάβω.

Είναι πάλι κάποιες φορές που γυρίζω σε στιγμές του παρελθόντος και τις ζω ξανά και ξανά σε μια προσπάθεια να τις κρατήσω ζωντανές. Πολλές φορές πονάω, άλλες φορές μπερδεύομαι, άλλες πάλι νιώθω πως ο χρόνος έχει σταματήσει σε μερικά καταραμένα λεπτά δυστυχίας ή ευλογημένα λεπτά ευτυχίας και ό,τι και να κάνω δεν μπορώ να τα προσπεράσω.

 Βλέπω τους  δείκτες του ρολογιού της ζωής μου κολλημένους στο παρελθόν.

Ύστερα είναι και ο χρόνος που δεν μου είναι ποτέ αρκετός να ικανοποιήσω τις ανάγκες τις δικές μου, των φίλων μου, των συνεργατών, του αφεντικού μου. Βρίσκομαι, νομίζω, μέσα σε μια δίνη γεμάτη ρολόγια που το καθένα αντιπροσωπεύει κάποιον παράγοντα της ζωής μου που ζητά το χρόνο μου και εγώ αδυνατώ να προσφέρω όσα θέλω. Δεν ξέρω πια τι να κάνω.”

Ο γέροντας αφού άκουσε τον προβληματισμό του με προσοχή, του είπε:

Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δέσμιοι της ώρας. Μετράνε την ευτυχία τους ή τη δυστυχία τους σύμφωνα με το πόσο διήρκησε, όχι την ένταση της στιγμής.
Νομίζουν πως ο χρόνος είναι περιορισμένος μέσα σε έναν αριθμό, το 24 των ωρών μιας ημέρας. Στενεύει καθώς η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι δείκτες του ρολογιού λαχανιασμένα περνούν τις ώρες μέχρι να φτάσουν στην 24η και μετά αρχίζουν πάλι από την αρχή.

Όμως, το πραγματικό ρολόι της ζωής δεν είναι αυτό που αντικρίζεις στον τοίχο του σπιτιού σου ή του γραφείου σου. Ο αληθινός  χρόνος σου είναι εκείνος που βιώνεις μέσα σου. Ο εσωτερικός παλμός σου, που δεν γνωρίζει όρια.

Όσο κι αν πεισματικά αρνούνται οι άνθρωποι να το δουν από φόβο ή άγνοια, υπάρχει πάντα χρόνος για να ανασύρεις στην επιφάνεια τις βαθύτερες επιθυμίες σου, τις προσωπικές προσδοκίες σου, τα όνειρα σου.

Είναι η 25η ώρα του καθενός. Εκείνη η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της επιφανειακής αντίληψης του χρόνου και των πραγμάτων και της εσωτερικής αντίληψης, της αυτογνωσίας, που πολλοί δεν θέλουν να αντικρίσουν γιατί νομίζουν πως αυτό που θα δουν πονάει. Γιατί έχουν μάθει πως η αλήθεια μόνο πονάει κι έτσι ζουν στο επίπλαστο ψέμα του 24. Οι δείχτες ενός άψυχου αντικειμένου ορίζουν τους δείκτες της ψυχής.”

Ο νεαρός ήταν σκεπτικός. Καταλάβαινε πως δεν έπρεπε να ορίζει τη ζωή του η ώρα αλλά η στιγμή. Έπρεπε να μάθει να μετρά τα χρόνια της ζωής του όχι σύμφωνα με το ημερολογιακό έτος αλλά με τις εμπειρίες του.
Όσες ζωές κι αν είχε κάποιος θα ήταν ανούσιες αν δεν είχε δικές του στιγμές.

Στιγμές που τρέχουν ελεύθερες στους δρόμους της ζωής, υπερπηδούν εμπόδια, λυγίζουν σίδερα και βγαίνουν από τις φυλακές των «πρέπει». Κυνηγούν τα «θέλω», αρπάζουν τις ευκαιρίες και δοκιμάζουν την ελευθερία τους. Γιατί η στιγμή δεν φυλακίζεται, δεν ορίζεται, δεν σταματά στο 24. Ζει όσο ο ίδιος θέλεις να τη ζεις.

Τελικά γύρισε και κοιτάξει τον σοφό γέροντα.
“Πες μου, δηλαδή, τι πρέπει να κάνω;”, τον ρώτησε όλο απορία.

Κάνε το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
“Σταμάτα να πιστεύεις τα ρολόγια του τοίχου, και πίστεψε το ρολόι της ψυχής.”

Κείμενο:ΙωάνναΓκανέτσα, πρωτοδημοσιεύτηκε: 25thhourproject.tumblr.com







Nietzsche - Ό,τι ονομάζουμε «αγάπη».



«Η ευτυχία μου: Από τότε που κουράστηκα να γυρεύω, έμαθα να βρίσκω. Από τότε που κάποιος άνεμος μου εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους». -Friedrich Nietzsche

Αγάπη και φιληδονία! Αλήθεια, πόσο διαφορετικά ακούγονται στις καρδιές μας οι δυο αυτές λέξεις.

Κι όμως, θα μπορούσαν να εκφράζουν και οι δυο αυτές λέξεις το ίδιο ένστικτο, βαφτισμένο δυο φορές.

Η πρώτη εγκωμιαστικά, απ' την άποψη των ανικανοποίητων και των ακόρεστων που βρίσκουν «καλό» το ένστικτο αυτό· τη δεύτερη με τη χυδαία έννοια, από την άποψη εκείνων που γνωρίζουν καλά πλέον, που έχουν ένα ένστικτο κατοχής κατασιγασμένο κάπως, και που τώρα φοβούνται για τα «αγαθά» τους.

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία;

Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια;

Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου;

Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά.

Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει· δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.

Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.

Η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε για τον εαυτόν μας προσπαθεί να διατηρηθεί με το να μεταμορφώνει πάντοτε κάποιο καινούριο πράγμα μέσα μας· κι αυτό ακριβώς ονομάζεται «κατοχή».

Όταν κουραζόμαστε από ένα απόκτημα, κουραζόμαστε με τον ίδιο μας τον εαυτό. (Μπορούμε και να υποφέρουμε απ' το παραπανίσιο· επίσης, και η ανάγκη του να πετάμε, να προσφέρουμε, μπορεί και αυτή να πάρει το κολακευτικό όνομα «αγάπη»).

Όταν βλέπουμε κάποιον να υποφέρει, με μεγάλη προθυμία αρπάζουμε την ευκαιρία που μας προσφέρεται. Αυτό κάνει ο φιλεύσπλαχνος, ο συμπονετικός άνθρωπος· και αυτός, ονομάζει «αγάπη» την επιθυμία ενός νέου αποκτήματος που έχει ξυπνήσει μέσα στη ζωή του και την χαίρεται, όπως χαίρεται κανείς την πρόσκληση μιας καινούριας κατάστασης.

Αλλά εκείνο που παρουσιάζεται σαν επιθυμία απόκτησης είναι η φυλετική αγάπη.

Αυτός που αγαπά θέλει να γνωρίζει αποκλειστικά το πρόσωπο που επιθυμεί, θέλει να εξουσιάζει απόλυτα, τόσο την ψυχή του, όσο και το σώμα του, θέλει να αγαπιέται μονάχα αυτός, να κυριαρχεί και να βασιλεύει μέσα στην άλλη ψυχή, σαν το υψηλότερο και πιο επιθυμητό αγαθό.

Αν καθίσουμε και σκεφτούμε προσεκτικά όλα τα παραπάνω, θα δούμε πως αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν φανερώνει τίποτ' άλλο παρά απ' το να αποκλείουμε ολόκληρο τον κόσμο απ' την απόλαυση ενός αγαθού και μιας πολυτιμότατης ευτυχίας, αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπά προσπαθεί να κάνει φτωχούς και να στερήσει όλους τους άλλους αντιπάλους, και να γίνει ο δράκουλας του θησαυρού του σαν τον πιο αδιάκριτο «κατακτητή» και τον πιο εγωιστή εκμεταλλευτή· αν, τέλος, υποθέσουμε πως ολόκληρος ο υπόλοιπος κόσμος του είναι τελείως αδιάφορος, χωρίς χρώματα και χωρίς καμιά άξια, και πως είναι έτοιμος να κάνει κάθε θυσία, να διαταράξει κάθε καθιερωμένη τάξη, να βγάλει στο περιθώριο κάθε ενδιαφέρον, θα μείνουμε κατάπληκτοι!...

Ναι! Θα μείνουμε κατάπληκτοι και Θα αναρωτηθούμε: Πως αυτή η άγρια φιληδονία, αυτή η παράφρονη αδικία της σεξουαλικής αγάπης, υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ σε όλες τις εποχές της ιστορίας, και ακόμα, πως έβγαλαν από την αγάπη αυτή την ιδέα της αγάπης σαν αντίθετο του εγωισμού, ενώ ίσως αντιπροσωπεύει την πιο αυθόρμητη έκφρασή του.

Η συνήθεια, σ' αυτή την περίπτωση, θα δημιουργήθηκε από αυτούς που δεν είχαν τίποτα και που επιθυμούσαν να αποκτήσουν κάτι.

Είναι σίγουρο πως πάντα θα υπήρχαν και οι παραπανήσιοι.

Όσοι άνθρωποι είχαν την τύχη να γνωρίσουν πολλά, να κορεστούν δηλαδή, πετούσαν κάπου κάπου τη λέξη «μανιασμένος δαίμονας», όπως ο αρχαίος Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος στους Αθηναίους.

Αλλά ο Έρωτας πάντα κοροϊδεύει κάτι τέτοιους βλάσφημους· είναι οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοί του.

Βέβαια, υπάρχει εδώ κι εκεί πάνω σ' ολόκληρη τη γη κι ένα είδος επέκτασης του έρωτα, όπου η φιλήδονη επιθυμία που αισθάνονται δυο άνθρωποι ο ένας για τον άλλον, παραχωρεί τη θέση της σε μια καινούρια επιθυμία, σ' έναν καινούριο πόθο, σε μια ύψιστη, κοινή επιθυμία, την επιθυμία ενός ιδανικού που να τους υπερβάλλει και τους δυο τους.

Αλλά ποιός γνωρίζει αυτή την αγάπη; Ποιός άνθρωπος την έζησε;

Το όνομά της, το αληθινό της όνομα, είναι φιλία.



Friedrich Nietzsche, «Η θεωρία του σκοπού της ζωής» -απόσπασμα




ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com

Αυτός που έκλεψε τον ήλιο.



Κάποτε που ο Γέροντας ταξίδευε εδώ κι εκεί, έφτασε στην καλύβα του Ήλιου και ο Ήλιος του πρότεινε να μείνει.
Ο Γέροντας χάρηκε με την πρόσκληση.
Μια μέρα που το κρέας είχε τελειώσει, είπε ο Ήλιος: «Κάι! Τι λες Γέροντα; Πάμε να κυνηγήσουμε ελάφια;»
«Καλά τα λες», αποκρίθηκε ο Γέροντας. «Μου αρέσει το ελαφίσιο κρέας.»
Τότε ο Ήλιος πήρε ένα σακούλι κι από μέσα έβγαλε ένα ωραίο ζευγάρι παντελόνια. Ήταν στολισμένα με αγκάθια σκατζόχοιρου και πολύχρωμα φτερά. «Αυτά τα παντελόνια είναι για το κυνήγι», είπε ο Ήλιος «κι έχουν μεγάλη δύναμη. Δεν έχω παρά να τα φορέσω και να περπατήσω γύρω από μια συστάδα δέντρων και τα παντελόνια θα βάλουν φωτιά, τα ελάφια θα πεταχτούν κι εγώ θα τoυς ρίξω».
«Χέι-για!» αναφώνησε ο Γέροντας. «Τι καλά!» Κι έβαλε με το νου του να κάνει δικά του τα παντελόνια αυτά, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο θα σήμαινε κλοπή.
Πήγαν λοιπόν για κυνήγι και μόλις βρέθηκαν στην πρώτη συστάδα ο Ήλιος με τα παντελόνια του της έβαλε φωτιά. Επειδή τα ελάφια με τις λευκές ουρές που πετάχτηκαν ανάμεσα απ’ τις φλόγες ήταν πολλά, ο καθένας τους μπόρεσε και σκότωσε από ένα. Εκείνη τη νύχτα, όταν πήγαν να κοιμηθούν, ο Ήλιος έβγαλε τα παντελόνια του και τ’ άφησε δίπλα του.
Ο Γέροντας είδε που τα ακούμπησε και στα μισά της νύχτας, όταν όλοι κοιμόντουσαν, βούτηξε τα παντελόνια και το ‘βαλε στα πόδια. Ταξίδεψε για ώρες, μέχρι που έφτασε μακρυά και όντας κουρασμένος, τα έθεσε για προσκέφαλο, ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί άκουσε φωνές. Ήταν ο Ήλιος που τον ρωτούσε «Γέροντα, γιατί τα παντελόνια μου βρίσκονται κάτω απ’ το κεφάλι σου;» Κοίταξε γύρω του και είδε πως βρισκόταν στην καλύβα του Ηλίου. Σκέφτηκε πως πρέπει να είχε περιπλανηθεί όλη νύχτα σε κύκλο, πως έτσι χάθηκε κι επέστρεψε στο ίδιο μέρος. Ο Ήλιος του μίλησε για άλλη μια φορά και τον ρώτησε: «Τί δουλειά έχεις εσύ με τα παντελόνια μου;»
«Αχ», απάντησε ο Γέροντας, «δεν μπορούσα να βρω μαξιλάρι κι έτσι έβαλα αυτά για προσκέφαλο».
Ξανάρθε η νύχτα και για άλλη μια φορά ο Γέροντας έκλεψε τα παντελόνια και το έβαλε στα πόδια. Αυτή τη φορά δεν περπάτησε καθόλου, μόνο έτρεχε κι έτρεχε μέχρι πριν το ξημέρωμα, οπότε ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε.
Βλέπετε τι ανόητος ήταν. Δε γνώριζε πως η καλύβα του Ήλιου είναι ολόκληρη η πλάση. Δε γνώριζε πως όσο μακρυά κι αν τρέξει, δεν μπορεί να ξεφύγει από το βλέμμα του Ηλίου.
Όταν ήρθε λοιπόν το πρωί, βρέθηκε για άλλη μια φορά στην καλύβα του. Αλλά αυτή τη φορά ο Ήλιος του είπε: «Γέροντα, αφού σ’ αρέσουν τόσο πολύ τα παντελόνια μου, θα σου τα χαρίσω. Κράτησέ τα.» Κι έτσι ο Γέροντας έφυγε καταχαρούμενος.
Μια μέρα που του είχε τελειώσει όλη η τροφή, αποφάσισε να φορέσει τα μαγικά παντελόνια και να βάλει φωτιά σε μια συστάδα βλάστησης. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει ένα από ελάφια που έτρεχε να ξεφύγει, όταν πρόσεξε ότι η φωτιά τον πλησίαζε. Έτρεξε μακρυά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά η φωτιά ήταν γρηγορότερη από αυτόν και του έκαιγε τώρα τα πόδια. Τα πατζάκια του είχαν πάρει φωτιά.
Έφτασε σ’ ένα ποτάμι, πήδηξε στο νερό κι έβγαλε τα παντελόνια όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αυτά κάηκαν, έγιναν στάχτη.
Ίσως αυτό να ήταν δουλειά του Ηλίου, επειδή ο Γέροντας είχε προσπαθήσει να του τα κλέψει.

***Ένας θρύλος των Blackfoot







Η πέρδικα – του Μιχάλη Μακρόπουλου.



Ήταν ένα γερό κι όμορφο, αλλά αγέλαστο παλικάρι, ο Λιάκος, που ζούσε σ’ ένα χωριό στο σύνορο Ελλάδας με Αλβανία, κει που συνορεύουν η ερημιά του βουνού με τη μοναξιά τ’ ανθρώπου, κι όπου οι πέτρες, αν ξέρεις να τις ρωτήσεις, θα σου μιλήσουν για μάχες και νεκρούς, και για τη φτώχεια και την ξενιτιά.

Νωρίς ένα πρωί ο Λιάκος ανηφόρισε στο Κουτσόκρανο από μονοπάτια που τα ’ξεραν μόνον οι κυνηγοί και οι τσομπάνηδες. Του άρεσε να περνάει ώρες ολόκληρες μονάχος στο βουνό. Λίγο χαμηλότερα από την κορυφή ο Μαύρος, ο σκύλος του Λιάκου, τεντώθηκε ξαφνικά –σωστό ελατήριο− και χίμησε σηκώνοντας πέρδικες από χάμω. Σήκωσε ο Λιάκος το όπλο κι έριξε. Μια πέρδικα έπεσε κάτω λαβωμένη, και με τη λιγοστή ζωή που ’χε ακόμη μέσα του το πουλί είπε:

«Λυπήσου με, χάρισέ μου τη ζωή κι εγώ θα σε κάνω ευτυχισμένο».

«Πώς θα με κάνεις ευτυχισμένο εσύ, μια πέρδικα;» ρώτησε ο Λιάκος.

«Θα σου χαρίσω ό,τι θα ’ναι για σένα το πιο πολύτιμο και το πιο όμορφο, και θα το αγαπάς πιο πολύ από καθετί άλλο».

«Εντάξει, πέρδιπέρδικακα», είπε ο Λιάκος, «θα σε λυπηθώ μόνο τούτη τη φορά».

Το παλικάρι γύρισε με τον Μαύρο στο χωριό του, αλλά τώρα οι μέρες ήσαν αλλιώτικες γιατί ο Λιάκος περίμενε ό,τι του είχε τάξει η πέρδικα. Αν με κορόιδεψε, συλλογιόταν, θα την πετύχω ξανά στο βουνό και τότε δε θα τη λυπηθώ.

Ένα βράδυ ο Λιάκος σκάλιζε με το μαχαίρι του μια πέρδικα σε μια γκλίτσα και η πόρτα χτύπησε. Άνοιξε κι αντίκρισε μια κοπέλα που ωραιότερή της δεν είχε δει ποτέ.

«Δε θα με προσκαλέσεις να μπω;» του είπε εκείνη.

Την προσκάλεσε και, για να μην τα πολυλογώ, ένα μήνα μετά έγιναν στο χωριό οι γάμοι του Λιάκου και της Πέρδικας. Όλοι έλεγαν πως πιο όμορφη κοπέλα, και πιο ταιριαχτό αντρόγυνο, δεν είχαν ματαδεί. Κι ο Λιάκος δεν ήταν πια το αγέλαστο παλικάρι που όλοι ήξεραν. Για όλους είχε έναν γκαρδιακό λόγο κι ένα χωρατό.

«Μόνον», του είπε η Πέρδικα «πρέπει να μην παραβείς δυο χάρες που θα σου ζητήσω. Πρέπει, όποτε λείπω, να μη με γυρέψεις. Θα γυρίσω μονάχη. Και πρέπει να μην ξανακυνηγήσεις ποτέ πέρδικα».

Ο Λιάκος στεναχωρήθηκε γιατί αγαπούσε τόσο την Πέρδικα, που δεν έκανε δίχως αυτήν ούτε στιγμή, και γιατί, απ’ όλα τα πράματα, πιο πολύ αγαπούσε το κυνήγι. Αλλά συμφώνησε.

Κάθε μέρα η Πέρδικα έλειπε για λίγες ώρες, κι όταν γυρνούσε ο Λιάκος τη ρωτούσε: «Πού ήσουν;» κι εκείνη αποκρινόταν: «Με τις φιλενάδες μου» και δεν έλεγε τίποτε άλλο. Όσο κι αν τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε, και την πίεζε να του πει ποιες ήσαν οι φιλενάδες της, εκείνη άλλην απόκριση δεν του ’δινε.

Μια μέρα που ’λειπε η Πέρδικα, ο Λιάκος ήταν ανήσυχος, δεν τον χωρούσαν τα ρούχα του, το σπίτι. Πήρε τ’ όπλο του, σφύριξε στον Μαύρο να ’ρθει και πήρε το μονοπάτι για το Κουτσόκρανο. Δεν πάω να κυνηγήσω, συλλογίστηκε. Τ’ όπλο το παίρνω μην τύχει τίποτε. Τον Μαύρο τον παίρνω για συντροφιά.

Λίγο πριν από την κορυφή, έξαφνα ο Μαύρος τεντώθηκε ελατήριο, και χίμησε. Ένα κοπάδι πέρδικες σηκώθηκε από χάμω, πέταξαν όπως φεύγουν σκόρπιοι στον αέρα οι σπόροι από το χέρι του γεωργού.

Εκείνη τη στιγμή ο Λιάκος λησμόνησε την υπόσχεσή του, σήκωσε το όπλο, έριξε και πέτυχε μια πέρδικα στο φτερό και το λαιμό. Το πουλί έπεσε καταγής σπαρταρώντας και μια μεταμόρφωση συνέβη μπροστά στα μάτια του κυνηγού. Το κεφάλι και το κορμί του πουλιού μάκρυναν κι άλλαξαν, οι φτερούγες έγιναν χέρια, και μπρος στο Λιάκο τώρα ήταν πεσμένη στη γη, γυμνή και λαβωμένη, η Πέρδικα, με σφαλιστά μάτια, ψυχομαχώντας.

Τρελάθηκε αυτός από τον πόνο και την αγωνία, δεν ήξερε τι να κάνει. Πήρε την ετοιμοθάνατη στην αγκαλιά του· στην κορυφή ήταν το ξωκλήσι του Αϊ-Λια, την πήγε ως εκεί, την ξάπλωσε μες στην εκκλησιά και προσευχήθηκε να την έκανε καλά ο άγιος, και δε θα ξανάπιανε στη ζωή του όπλο.

Όλη νύχτα η κοπέλα πότε δρασκέλιζε το κατώφλι του Άδη και πότε κάτι την τραβούσε πίσω. Ο Λιάκος δεν έκανε ρούπι απ’ το πλευρό της· της κρατούσε το χέρι και προσευχόταν. Ώσπου, τέλος, παρακάλεσε:

«Να ζήσει αυτή παντοτινά κι ας τη χάσω εγώ για πάντα».

Τότε οι λαβωματιές χάθηκαν και το κορμί της Πέρδικας πήρε μεμιάς να μικραίνει και να αλλάζει, τα χέρια της να φτερώνουν, κι έγινε πουλί που πέταξε από το ξωκλήσι έξω, πάνω που αρχινούσε να ροδίζει η ανατολή.

Ο Λιάκος γύρισε στο ερημόσπιτό του με βαριά καρδιά, και από τότε κρατούσε άλλοτε την γκλίτσα του τσομπάνη κι άλλοτε το τσαπί του γεωργού, αλλά όπλο δεν ξανάπιασε. Μόνον ανέβαινε στο Κουτσόκρανο και, όποτε έβλεπε πέρδικα, του φαινόταν πως ήταν κείνη, και η καρδιά του τότε φτερούγιζε μαζί με το πουλί.

Έμεινε μόνος μέχρι τα βαθιά γεράματα, και έτσι μόνος πέθανε.

Αφού όμως τον κήδεψαν, δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μην έρθει μια πέρδικα και να κάτσει στο χορταριασμένο μνήμα. Το πουλί τιτίβιζε λυπητερά για λίγο, και μετά πετούσε ψηλά.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]




ΠΗΓΗ...http://frear.gr

Οι άνθρωποι του Αυγούστου.


Είτε μόνιμοι κάτοικοι είτε παραθεριστές, τους συναντάμε κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Τους απαντάμε στον περίπατο, μας κερνάνε στο καφενείο, σμίγουμε στην ταβέρνα ή στο ζαχαροπλαστείο, γλεντάμε παρέα στις γιορτές και στα πανηγύρια.

Γεμίζει το χωριό με κόσμο κάθε Αύγουστο· «πότε ήρθατε; Θα καθίσετε μέρες;». Ζωντανεύει η πλατεία με τα χαχανητά και τα ξεφωνητά μας· παίρνει φωτιά το τάβλι, αποτελειώνουμε μια παρτίδα πρέφα που έμεινε στη μέση από πέρσι, δεν προλαβαίνει ο καφετζής να κουβαλά μεζέδες, τσικουδιές και καφέδες.

Ακόμη και το χορταριασμένο προαύλιο της εκκλησίας θα ξαναζήσει στιγμές δόξας, καθώς θα μαζευτούμε τα σκολινά πρωινά με τα καλά μας να σιγομουρμουρίσουμε τα νέα μας ενόσω μέσα ο παπάς θα μουρμουράει τα Βαγγέλια.

Συζητάμε για τον χειμώνα που πέρασε και για τα γονικά μας σπίτια που τα ξαραχνιάζουμε μία φορά τον χρόνο· απαριθμούμε τις φθορές τους και ανταλλάσσουμε τηλέφωνα μαστόρων για τις επισκευές.

Περπατάμε στα ρημαγμένα χωράφια μας και στις κλειστές μας γειτονιές, πονούμε για τα ξεραμένα μας πηγάδια και τις γκρεμισμένες ξερολιθιές, ανάβουμε τα καντήλια των προγόνων μας, ανιστορούμαστε τα παιδικάτα μας κι αναζητούμε τις συκιές, τις απιδιές και τις καρυδιές μας, με λαχτάρα να τις βρούμε στη θέση τους και να γευτούμε τα γεννήματά τους.

Κουβεντιάζουμε γι’ αυτούς που αρρωστήσανε ή φύγανε ξαφνικά μες στη χρονιά κι έμεινε κενή η γωνιά που συνήθιζαν να κάθονται στο καφενείο.

Πόσοι απομείνανε στο χωριό, ποια σπίτια ερημώσανε, ποιοι νέοι άνθρωποι φύγανε για τις πολιτείες ή για ξένες χώρες.

Μετράμε και τα κοπέλια που γεννήθηκαν, πόσοι φοιτούνε στο σχολείο, ποιοι δώσανε πανελλήνιες και περιμένουνε να βγούνε οι βάσεις, να πάνε για σπουδές.

Ξαφνιαζόμαστε με το πόσο μεγαλώσανε τα παιδιά συγγενών, φίλων και γειτόνων· αμείλικτοι χρονομέτρες τα παιδιά, βλέποντάς τα να βλασταίνουν και ν’ ανθίζουνε καταλαβαίνεις ότι πέρασε ένας ακόμα χρόνος από πάνω σου.

Κι έπειτα, επάνω που ξαναβρίσκουμε το σπίτι, το χωριό και τη ρίζα μας, αρχίζουνε τα κλειδαμπαρώματα κι οι αποχαιρετισμοί.

Φορτωνόμαστε με φρούτα και λαχανικά, κρασί και λάδι ή κανένα σφαχτό άμα βολέψει, να κουβαλήσουμε στην πολιτεία λίγη γεύση και μυρωδιά πατρίδας.

Πνίγουμε τα δάκρυά μας καθώς φιλιόμαστε και ανταλλάσσουμε ευχές, «να ‘μαστε καλά του χρόνου να ξανασμίξουμε», και τραβά ο καθείς για τη μοναξιά του, αφήνοντας τους συγχωριανούς μας στη δική τους.

Λευτέρης Κουγιουμουτζής





ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...