Και αναρωτιέσαι που είναι η αγάπη και την αποζητάς σαν διψασμένος και απογοητεύεσαι που τίποτα δεν στην θυμίζει. Και αν στην αρχή έτσι νόμιζες πως, να, αυτό είναι, έρχεται η ώρα που συνεχίζεις με την ίδια αίσθηση ματαιότητας.
Και θες να αγαπηθείς πολύ, θέλεις να νιώσεις την απόλυτη αποδοχή, το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον, την αγάπη για αυτό που είσαι. Και γελώ μαζί σου, γελώ γιατί δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς.
Αλλά πριν σου πω γιατί σε θεωρώ ανάξιο να αγαπηθείς, θα σου πω να ρίξουμε μαζί μια μάτια γύρω μας.
Κοίτα, κοίτα πως αγαπούν σήμερα οι άνθρωποι. Αγαπούν ή μάλλον θα σε αγαπήσουν αν τους βολεύεις, αν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, αν επιβιβάσουν τον άλλο στην δική τους σχεδία.
Το "αγαπώ" των περισσότερων ανθρώπων έχει μέσα ένα επιτακτικό αγαπάμε, και εσύ "Επειδή αγαπάω", δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του που είναι διαφορετική από την δική μου.
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ: ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΩ......όπως είπε και η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη.
Και ας υποθέσουμε πως το αντικείμενο της αγάπης αλλοτριώθηκε από την αγάπη του άλλου, γελώ και πάλι αν νομίζεις πως σκοπός επιτεύχθει, πως η αγάπη τώρα ρίζωσε. Αντιθέτως τώρα υπάρχει μία δεύτερη πληγή, που γεννήθηκε από την απόλυτη προβλεψιμότητα του άλλου, γιατί μαζί με την εξαφάνιση της διαφορετικότητας του, που τόσο δεν άντεχες, χάνεται και κάθε θέλγητρο και γοητεία, κάθε στοιχείο αναταραγμού της ψυχή σου.
Και η πεζή καθημερινότητα σου δεν έχει την δύναμη να σε έκπληξει, γιατί ο εφησυχασμός της ασφάλειας που αναζητούσες σε αυτοματοποίησε και τώρα, να, κάτι λείπει ξανά!
Και δεν θα έλειπε αν ξέραμε να αγαπάμε και πόσο κρίμα που δεν μάθαμε, που δεν κοπιάσαμε, γιατί η αγάπη είναι τέχνη και όπως κάθε μορφή τέχνης, για να γίνεις καλός και όχι ερασιτέχνης, έχει απαιτήσεις όπως μας μαθαίνει ο Έριχ Φρομ στην «Τέχνη της αγάπης».
Πρώτον, πειθαρχία. Ποτέ δεν θα γίνω καλός σε κάτι αν δεν το κάνω με πειθαρχημένο τρόπο. Κάθε τι που το κάνω μόνο όταν έχω κέφι, μπορεί να είναι ωραίο και διασκεδαστικό, αλλά ποτέ δεν θα με οδηγήσει να γίνω κύριος της τέχνης αυτής.
Δεύτερον, η συγκέντρωση. Όποιος προσπάθησε να μάθει μια τέχνη το ξέρει.
Τρίτον, η υπομονή και τέλος το υπέρτατο ενδιαφέρον για την κατάκτηση της συγκεκριμένης τέχνης, γιατί αν ο μαθητευόμενος δεν ενδιαφέρεται υπέρμετρα, θα παραμείνει στην καλύτερη περίπτωση ένας καλός ερασιτέχνης.
Και έτσι, σαν ημιμαθείς στην αγάπη, αποτυγχάνουμε διαρκώς.
Και αν δεν αισθανθώ αγάπη από τα βάθη της ψυχής μου για την ίδια μου την ύπαρξη, αν δεν αγκαλιάσω απεριόριστα κάθε πτυχή του εαυτού μου, πες μου, πως θα δω αγάπη γύρω μου, πες μου, πως θα δω ομορφιά αν δεν την έχω, πες μου, πως θα δω καλό αν δεν το γνώρισα ποτέ μου, πες μου, πως να σ'αγαπησω αφού δεν ξέρω...!
Άρια Μπαρκάτσα, Ψυχολόγος