Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα: το μέλλον που πρόκειται να εκπληρώσουμε.
Το σπίτι είχε σχεδόν σε κάθε δωμάτιο τηλεοράση. Ήταν από εκείνη την εποχή που η τηλεόραση ήταν τις μόδας. Τότε που στο σπίτι υπήρχαν άνθρωποι. Τότε που οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι δεν είχαν κάτι άλλο να πουν μεταξύ τους και με τους γείτονες. Τότε που και οι γείτονες αποφάσισαν το ίδιο. Τότε που η τηλεόραση είχε καινούργια προγράμματα, που ήταν και αυτά της μόδας. Τότε που οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό το σπίτι, ήταν λίγο περισσότεροι από τις τηλεοράσεις. Και με βάση αυτή την αντιστοιχία, ήταν τότε που καθένας από αυτούς, κλεινόταν σε ένα δωμάτιο, και χανόταν μπροστά στο αγαπημένο του πρόγραμμα, πληρώνοντας ακριβά για να αποφασίσει ο ίδιος, ποιος θα είναι προτεινόμενος και ποιος θα φύγει.
Αυτή η εποχή είχε φύγει ανεπιστρεπτί για πάρα πολλούς λόγους. Κατ' αρχήν γιατί ο καιρός κυλάει άλλοτε πιο αργά και άλλοτε πιο γρήγορα, καλοκαίρια έρχονται και φεύγουν σε αντίθεση με τότε που τα πράγματα έμοιαζαν πιο ομαλά, σταθερά και ευήλια. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι οι άνθρωποι στο σπίτι λιγόστευσαν, οπότε κάποιες από τις τηλεοράσεις έμειναν άχρηστες. Επίσης τα προγράμματα στις τηλεοράσεις λιγόστεψαν, άλλα άρχιζαν και κόβονταν στη μέση, άλλα κόβονταν ανεξήγητα και γενικώς αυτό που είναι στη μόδα στις μέρες μας, για αυτούς και για άλλους τόσους λόγους, είναι η κονσέρβα. Έπαιξε ρόλο προφανώς και το ότι τώρα δε μπορείς να πληρώνεις ακριβά για να διώξεις κάποια μαριονέτα σου σε κάποιο φαντασμαγορικό πρόγραμμα, αν δεν έχεις πληρώσει πρώτα για να μπορείς να βλέπεις κάτι στην οθόνη και γενικά για να βλέπεις τηλεόραση.
Μια στάση εδώ. Είναι εύλογο να πει κανείς ότι δε μπορούμε να χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα ένα τόσο ευτελές μέσο όπως η τηλεόραση και τα της μετάβασης από την εποχή του μαριονετίστα τηλεθεατή στην εποχή που τρώμε κονσέρβες, για να βγάλουμε οποιοδήποτε σοβαρό συμπέρασμα. Είναι επίσης εύλογο το επιχείρημα, ότι και στις δύο εποχές οι άνθρωποι είναι οι ένοχοι, γιατί επιλέγουν να απομονώνονται, να ζουν δήθεν ευτυχισμένοι ακόμα και αν είναι μόνοι, και ότι μάλιστα η εποχή της κονσέρβας είναι καλύτερη, γιατί μπορεί τα σπίτια να άδειασαν αλλά υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα πραγματικά προβλήματα, να συνειδητοποιήσουν πόσο έφταιξαν και να δούμε μια άσπρη ημέρα.
Όμως το θέμα δεν είναι ούτε το σπίτι, ούτε οι ένοχοι ή κατηγορούμενοι άνθρωποι, ούτε οι μαριονέτες, ούτε η κονσέρβες, ούτε καν η ίδια η τηλεόραση.
Αν σοβαρό είναι το ύφος με το οποίο παρουσιάζονται οι ειδήσεις που, αντί να περιγράφουν, εξουσιάζουν τη ζωή και διαμορφώνουν την πραγματικότητα, αυτή τη σοβαρότητα ας την αφήσουμε στην άκρη. Ο μαριονετίστας τηλεθεατής κατέληξε να τρώει κονσέρβες λοιπόν και ό,τι άλλο μπορεί να προσθέσει κανείς. Και επειδή το σχήμα αυτό, όπως είπαμε, είναι αφελές, ας ψάξουμε κάποιο άλλο.
Ας προτιμήσουμε ό,τι μπορούμε ακόμα να παρατηρήσουμε γύρω μας.
Πέρα από τις ειδήσεις, κάτι άλλο που εξουσιάζει τη ζωή, είναι τα κίνητρα. Ακούμε όλο και πιο συχνά τη διαπίστωση ότι, για κάθε πράξη αγνώστου πατρός, πρέπει να αναζητούμε εκείνον που ωφελείται περισσότερο. Και από την άλλη να το πάρουμε, πολλά από αυτά που συμβαίνουν, συνέβησαν, ή πρόκειται να συμβούν, μπροστά στα οποία στέκεσαι με μια αίσθηση αδιεξόδου, ίσως μπορούν να εξηγηθούν καλύτερα, αν αντί να παλεύεις να εξηγήσεις το γεγονός το ίδιο, απλά επικεντρωθείς σε αυτόν που το προκάλεσε και κυρίως, σε αυτόν που επωφελείται από αυτό.
Ένα άλλο πράγμα που βλέπεις γύρω σου - και ίσως αυτό να είναι το θέμα τελικά- είναι η αντικατάσταση της ελπίδας από τη νοσταλγία. Πιο σωστά, η νοσταλγία είναι αυτή που θεριεύει και πνίγει τα πάντα, την ίδια στιγμή που η ελπίδα, λιγοστεύει ή υποκαθίσταται, ή καλύτερα ξεχνιέται.Εδώ αξίζει να σταθεί κανείς λίγο παραπάνω και ας δούμε το νέο σχήμα που λέγαμε.
Η σχέση με το παρελθόν εξελίσσεται σε μια ερωτική διαστροφή. Αυτό, γιατί αφορά κατ'αρχή σε ένα σχετικά λογικό μέρος αυτής της σχέσης, που περιλαμβάνει την αναφορά σε ένδοξα παρελθόντα, ένδοξους προγόνους, ή σε ηρωικά κατορθώματα, εξωτικές ιστορίες, πειρατές, κατακτητές, ιστορικά παραδείγματα και άλλα τέτοια. Είναι γνωστή η διδακτική ικανότητα του παρελθόντος. Βέβαια καλό είναι να αναρωτηθούμε το κίνητρο αυτών που τελευταία κάνουν συχνές αναφορές για να επιχειρηματολογήσουν, αλλά αυτό το αφήνω ως άσκηση για το σπίτι. Εδώ όμως φτάνουμε στη διαστροφή: Το μεγαλύτερο μέρος της σχέσης με το παρελθόν στις μέρες μας αφορά μια αφηρημένη του έννοια. Χοντρικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ζούμε και μετανιώνουμε. Και μάλιστα όλο αυτό με βάρκα αυτό που στη γραμματική λένε "υποθετικό λόγο που εκφράζει το ανεκπλήρωτο".
Έτσι γιγαντώνεται η νοσταλγία. Όχι προγονοπληξία ή ιστοριοπληξία, νοσταλγία για οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί αυτή να αναφέρεται σε παρελθοντικό χρόνο - ας πούμε η νοσταλγία για την εποχή του μαριονετίστα τηλεθεατή που λέγαμε πριν-, όπου οπωσδήποτε όλα πήγαιναν καλά, οπωσδήποτε θα ήταν προτιμότερο να μείνουμε εκεί, αν ξέραμε και τι μας περιμένει και θα ήταν τόσο ωραία αν ξέραμε και κάναμε τα πράγματα αλλιώς. Ακόμα και νοσταλγία γι αυτό που έγινε κάποιες στιγμές πριν που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες οι επιλογές και οι πράξεις είναι ένα λάθος που πάντα και μόνο μετά την απομάκρυνση από το ταμείο μπορεί να αναγνωριστεί. Μπορεί να περιπαίζουμε τους κάβουρες που περπατούν μόνο πλαγιαστά λόγω κατασκευής, εμείς όμως περπατάμε μόνο προς τα πίσω, ή καλύτερα πισωπατάμε, ή ακόμα καλύτερα, περπατάμε προς τα μπρος με την όπισθεν, χωρίς να έχουμε καμία ιδέα γι αυτό που μπορεί να συναντήσουμε, την ίδια στιγμή που μετανιώνουμε και για κάθε βήμα που κάνουμε.
Εδώ μία ακόμα διευκρίνιση. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και η παραπάνω ερμηνεία είναι εξίσου αφελής με αυτή της τηλεόρασης που προηγήθηκε, μιας και όπου και να γυρίσεις σήμερα ακούς συζητήσεις για το παρόν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις σοβαρές ειδήσεις που αναφέρθηκαν πριν και τις πληροφορίες που παρέχονται με το κιλό από εδώ και από εκεί. Κάπως έτσι, θα έλεγε, είναι τα πράγματα σήμερα και καμία νοσταλγία δεν υπάρχει, όλα αυτά είναι κομμάτια της κατάθλιψης που φέρνει η κρίση, που μάλλον είναι κάτι σαν τα καιρικά φαινόμενα απέναντι στα οποία το μόνο που ίσως και να μπορούμε, είναι το να περιμένουμε το ουράνιο τόξο. Επομένως το παρόν είναι αυτό που κυριαρχεί, όταν συζητιέται η δύσκολη κατάσταση, όταν γίνονται αναλύσεις και κόντρα αναλύσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν τα πράγματα και να διαπιστώσουν την πραγματικότητα. Πώς εξηγείται όμως αυτό το παρόν, τη μία παρουσιάζεται έτσι και την άλλη αλλιώς, πάντα ωστόσο αντικειμενικά και αναπότρεπτα διαμορφωμένο, ώστε να βγαίνει ένα ήδη υπάρχον συμπέρασμα, άμεσα συνδεδεμένο με τα κίνητρα αυτού που το περιγράφει; Και το κυριότερο, τι σόι παρόν είναι αυτό για το οποίο μιλάμε πάντα σε χρόνο παρατατικό, υποθετικό και ανεκπλήρωτο;
Αν η σχέση με το παρελθόν είναι μια ερωτική διαστροφή, η σχέση με την ελπίδα είναι σε προχωρημένη διάσταση. Αυτό δε συμβαίνει για τους προφανείς λόγους όπως θα περίμενε κανείς. Μας λένε ότι η ελπίδα χάθηκε από προσώπου γης επικαλούμενοι τη μεγάλη απελπισία που μας πιάνει. Ακούγεται επίσης ότι είναι σημαντικό να βρούμε ξανά την ελπίδα μας, να δώσουμε ελπίδα στα παιδιά και άλλα τέτοια. Το οξύμωρο βέβαια, είναι ότι οι πιο έντονες παραινέσεις ακούγονται από εκείνους που μας κλέβουν την ελπίδα. Μας λένε ότι η ελπίδα είναι το ουράνιο τόξο. Όταν έρθει, κάποια είδηση θα μας καλέσει να βγούμε στα μπαλκόνια να το δούμε, ή ακόμα πιο πιθανά, αφού μας πείσει πως εμφανίστηκε πάνω από τα κεφάλια μας, θα μας απαγορεύσει την ίδια στιγμή, οποιαδήποτε οπτική επαφή. Το σίγουρο είναι ότι, όταν πισωπατάς, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να αποκτήσεις κάτι που δε θα συναντήσεις ποτέ. Αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι είδηση. Ακόμα και όταν αυτή η κάλπικη νοσταλγία δεν έπνιγε τούτο τον τόπο, η δήθεν ήδη καλύτερη ζωή και ο φόβος μήπως και τη χάσουμε, έκαναν την ελπίδα συνώνυμο της τρέλας. Το να έχεις παραπάνω προσδοκίες, σε έκανε αφελή και ονειροπαρμένο. Πάντα συνέβαινε αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος της ελπίδας είναι ο μέλλοντας. Δεν έχει να κάνει σε τίποτα με κανένα παρελθόν, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι ανεκπλήρωτο. Η ελπίδα είναι το μέλλον που θα εκπληρώσουμε. Και δε χρειάζεται καμία είδηση για να μας ειδοποιήσει γι αυτή. Είναι το σπίτι χωρίς καμία τηλεόραση. Είναι κάτι που γεννιέται από την ίδια μήτρα που γεννιόμαστε κι εμείς. Την ξέρουμε καλά. Την ερωτευόμαστε. Έχει τα δικά μας χούγια. Είναι μακριά από οποιαδήποτε σοβαρότητα. Η ελπίδα είναι το συμπέρασμα που ρισκάρουμε να βγάλουμε. Δεν έχει να κάνει με κανένα πισωπάτημα και με κανένα φόβο. Είναι το όνειρο που είδαμε κάποιο βράδυ και δε θυμόμαστε το επόμενο πρωί, την ίδια στιγμή που διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που το είδαμε. Και ήταν πάντα εκεί ακόμα και όταν εμείς δεν τη βλέπουμε. Ταξιδεύει μαζί μας ταξίδια μυθικά σε φουρτούνες, μπουνάτσες και κυκλώνες. Εκεί στα στενά της Σικελίας, ή κάπου πιο δίπλα στα στενά της ζωής μας. Μόνο μια συγκεκριμένη ώρα. Την ώρα που θα την αναζητήσουμε. Είναι με άλλα λόγια η Φάτα Μοργκάνα μας.
ΠΗΓΗ...http://acrobatis.blogspot.gr