-Γιαγιά, κλαις ;
-Μπα σε καλό σου, παιδάκι μου! Με βλέπεις να κλαίω;
-Μα αφού τρέχουν δάκρυα από τα μάτια σου.
-Με καίει η αψάδα των κρεμμυδιών.
-Τότε γιατί τα αγαπάς;
Αυτός ο διάλογος επαναλαμβανόταν κάθε φορά που η γιαγιά καθάριζε κρεμμυδάκια. Η μικρή Λουκία δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η γιαγιά της μπορούσε να τα αγαπάει, αφού αυτά την έκαναν να κλαίει. Γιατί αυτό συνέβαινε. Η γιαγιά, από όλα τα λαχανικά που είχε στο μποστάνι της, στα φρέσκα κρεμμυδάκια είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Η Λουκία το έβλεπε στον τρόπο που τα κρατούσε σφιχτά στην παλάμη της και τα χάιδευε προσεκτικά κάτω από το τρεχούμενο νερό, καθώς και στην απόλαυση που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της, τη στιγμή που μασουλούσε τα φρέσκα φυλλαράκια τους. Ερχόταν όμως εκείνο το μαχαίρι που ανέτρεπε την τάξη. Από τα δικά της χέρια, το αγαπημένο λαχανικό γινόταν κομμάτια και το σκηνικό μπερδευόταν πάλι στο μυαλό της.
-Αφού τα αγαπάς, γιατί τα κόβεις με το μαχαίρι;
-Αν δεν τα ψιλοκόψω, πώς θα τα βάλω στην κατσαρόλα;
-Μα πονάνε…
-Πώς το ξέρεις, βρε μπελά; Σου παραπονέθηκαν ποτέ;
«Μπελά» την έλεγε, γιατί ήταν όλο ερωτήσεις. Ένα «γιατί» ήταν μόνιμα κολλημένο στα χείλη της κι ένα «μα», όταν δεν την ικανοποιούσαν οι απαντήσεις.
Στην παιδική της όμως ψυχή τα πάντα ήταν απλά. Αγάπη σήμαινε ευτυχία. Γέλια και χαρές. Ένα ήσυχο κύμα, σαν χάδι, στην αμμουδιά της καρδιάς, ένας ήλιος ζεστός που αγκαλιάζει το κορμί μετά το πρωινό πούσι. Όχι κλάματα και πόνος. Ύστερα γινόταν το θαύμα. Μέσα στο μικρό κουζινάκι η γιαγιά φάνταζε με μάγισσα που έκανε τα μαγικά της, για να μετουσιώσει το κλάμα σε νοστιμιά, σίγουρη πως η κάθαρση, ακόμη και στη μαγειρική, προϋποθέτει έναν πόνο για να λειτουργήσει λυτρωτικά. Μυημένη στη μαγεία της τέχνης της, ήξερε πως εκείνο το αψύ λαχανικό με τη βαριά μυρωδιά, χρειαζόταν ένα μαγικό φίλτρο βασισμένο στο λαδάκι για να μεταμορφωθεί σε ένα γλυκό έδεσμα, που σκόρπιζε αρώματα και μοίραζε τη γλύκα τής γεύσης σε κάθε φαγητό.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τα φρέσκα κρεμμυδάκια γίνονταν στα χέρια της βάλσαμο όχι μόνο για τον ουρανίσκο αλλά και για κάθε πονεμένο μέλος τού σώματος, αφού τα καταπλάσματα που έφτιαχνε με αυτό θεράπευαν από πόνους στα κόκαλα ως πονόκοιλο και πονοκέφαλο. Γρήγορα, το ταπεινό λαχανικό μετατράπηκε από ένα απλό γαστριμαργικό έδεσμα σε φαρμακευτικό σκεύασμα και από μια συνηθισμένη λέξη σε έναν κρίκο στην αλυσίδα τού λεξιλογίου της.
«Έτσι και σας πιάσω, θα σας κάνω με τα κρεμμυδάκια» έλεγε συχνά στις γάτες, που η πείνα τις έκανε να τρυπώνουν στην κουζίνα κι η μικρή Λουκία, από φόβο μην τις δει μαγειρεμένες στην κατσαρόλα, έμπαινε στη μέση και τις έδιωχνε.
Όσο για τον παππού, ούτε κι εκείνος γλίτωνε από τις παροιμιώδεις φράσεις της. Αντιδρώντας στην επιμονή της να του αλείφει την άγονη, από τρίχες, κεφαλή με ένα ενισχυμένο κατάπλασμα, έτρεχε γύρω γύρω από το τραπέζι και την πείραζε που δεν μπορούσε να τον πιάσει.
«Του γέρου τα παιχνίδια σαν νερόβραστα κρεμμύδια» του έλεγε εκείνη, τάχα μου τάχα μου με κοροϊδευτικό ύφος, ενώ κατά βάθος χαιρόταν με εκείνα τα μικρά πειράγματα, που πρόσθεταν το αλατοπίπερο στη σχέση τους.
Πέρασαν τα χρόνια και η Λουκία μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Δέκα χρόνια γνωριμίας συμπλήρωνε με τον άντρα της και επέλεξε να μαγειρέψει κάτι αγαπημένο για την επέτειό τους, που θα τη γιόρταζαν οικογενειακά. Το τετράδιο, με τις παραδοσιακές συνταγές τής γιαγιάς, ήταν ανοιγμένο στη σελίδα που έγραφε: «Αρνάκι φρικασέ».
Πάνω στο τραπέζι ήταν αραδιασμένα όλα τα υλικά και τα κρεμμυδάκια σε αφθονία. Όσο τα κρατούσε στα χέρια της για να τα ψιλοκόψει, περνούσαν απ’ το νου της οι πρώτες στιγμές γνωριμίας μαζί του. Το πρώτο σφιχταγκάλιασμα, που σαν μαχαίρι της έκοβε την αναπνοή σε μικρές μικρές ανάσες, τα κλάματα από τα χτυποκάρδια που νότιζαν τα μάτια της. Κι ύστερα η σχέση, που πέρασε από σαράντα κύματα για να έρθει ο χρόνοςμε το λαδάκι της αγάπης να τη γλυκάνει. Έντονα τα παιδικά βιώματα μέσα στα αρώματα και τις μυρωδιές τής μικρής κουζίνας, άφησαν το νέκταρ τους στις κυψέλες τής ψυχής της, για να έρθει εκείνος σαν τη μέλισσα να το τρυγήσει και μαζί να φτιάξουν το μέλι τής σχέσης τους, βάλσαμο και γιατρικό για τις πληγές που, κατά καιρούς, άνοιγε ο χρόνος και τους πονούσε.
Σαν την Πυθία που ζαλιζόταν από τις μυρωδιές τής δάφνης κι έβλεπε οράματα, έτσι κι η Λουκία, μέσα απ’ τους ατμούς τής κουζίνας της, είδε αγαπημένες μορφές να ξεπηδούν και να μένουν παγωμένες σε κείνη τη στιγμή του χρόνου, που η γιαγιά με τον παππού έτρεχαν γύρω από το τραπέζι κι εκείνος την πείραζε και γελούσε.
«Ρυτίδες στο πρόσωπο, σακούλες στο σώμα κι ένα παιχνίδι ανάμεσα να νοστιμίζει τις στιγμές. Ο χρόνος μπορεί να αφαίρεσε την αψάδα τού έρωτα, μπορεί να στέγνωσε τα μάτια από τα δάκρυα του πόθου και να στέρησε τα μάγουλα από το αναψοκοκκίνισμα της νεανικής έξαψης, είναι όμως ο ίδιος που πρόσφερε τη διάρκεια στη σχέση. Κάτι πήρε, κάτι πρόσθεσε, έτσι πάνε αυτά. Η γλύκα τής συντροφικότητας, το άχνισμα στο τσουκάλι τού χρόνου χρειάζεται για να νοστιμίσει και το λάδι της κατανόησης για να μελώσει» σκεφτόταν η Λουκία.
«Το φαγητό δε θέλει βιασύνες, μόνο υπομονή και μπόλικο λαδάκι. Πώς αλλιώς θα γλυκάνει, μάτια μου;» έλεγε η γιαγιά στην εγγονή της, την ώρα που της άλειφε μια φέτα φρεσκοψημένο ψωμί, με μια γενναία δόση από τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι επάνω. Τη νοστιμιά του δεν την ξέχασε ποτέ, όπως και τις κουβέντες της.
«Πόσο δίκιο είχες, γιαγιά. Απλά τα μυστικά τής επιτυχίας σου κι ας μαγείρευες σε μαυρισμένο τσουκάλι. Κι εμείς τώρα τι κάνουμε; Εξορίζουμε το λάδι, ας είναι καλά τα αντικολλητικά σκεύη και στριμώχνουμε το χρόνο σε χύτρες ταχύτητας, αφήνοντας τα υλικά να παλεύουν μόνα για να βγάλουν τα αρώματά τους. Νοστιμίζει όμως έτσι το φαγητό;» αναρωτήθηκε η Λουκία την ώρα που έριχνε το κρεμμυδάκι στην κατσαρόλα με μπόλικο λαδάκι επάνω. Τι κι αν ήταν αντικολλητική; Το φαγητό χρειαζόταν το λαδάκι του για να ΄ρθει να γλυκάνει και το χρόνο του, για να ορίσει πότε έπρεπε να κατεβεί από τη φωτιά, έτσι ώστε να μη μοιάζει ούτε σαν αποκαΐδι αλλά ούτε και σαν νερόβραστο κρεμμύδι.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ