Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Η σαρωτική εφηβεία της μέσης ηλικίας ή αλλιώς τα χαμένα όνειρα που «επιστρέφουν και ζητούν εκδίκηση»


Επειδή ο άνθρωπος ρέπει στην αμεριμνησία και τη νωθρότητα, συνεχώς αναβάλλει τις σοβαρές αποφάσεις του, τις βαθιές τίμιες εκτιμήσεις του, την αυτοκριτική και τους απολογισμούς του, για τότε που δε γίνεται πια να τις απωθήσει. Γιατί έρχεται ένας καιρός, ευτυχώς, που οι εκτιμήσεις τούτες, οι απολογισμοί, οι αυτοκριτι­κές, δεν αναβάλλονται: Δεν πάει άλλο!

Μια τέτοια κρίσιμη χρονική καμπή είναι και για τη ζωή μιας γυναίκας η μέση ηλικία. Η καμπή τού «δεν πάει άλλο», του «τώρα ή ποτέ». Για να ακολουθήσει η επι­κίνδυνη όσο και εσφαλμένη εγκατάλειψη στο «ποτέ...» Όλα συνηγορούν σ' αυτά τα επώδυνα αισθήματα. Τα παιδιά ενηλικιώνονται και αυτονομούνται. Φεύγουν από το σπίτι για σπουδές, για τους δικούς τους έρωτες, για τις δικές τους παρέες, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συμβουλές της, τη φροντίδα της, τα παράπονα της, τις απειλές της. Φεύγουν με τρόπο ήπιο ή με τρόπο εμπόλε­μο και εκρηκτικό, ανάλογα- όμως φεύγουν. Οι γονείς της, νεκροί ή γερασμένοι, δεν έχουν πια την ισχύ να επη­ρεάζουν μυαλό και αισθήματα όπως παλιά. Ο σύζυγος, συχνά, δεν είναι ο άντρας που ερωτεύτηκε. Δοσμένος τώρα στα δικά του μονοπάτια, μπερδεμένος στον δικό του ψυχολογικό χάρτη, έχει γίνει με τον καιρό ένας αδελ­φός, ένας συγκάτοικος, ένα παθητικό κουτί παραπό­νων, ένας αποφασισμένος αντίπαλος, ένας ξένος. Την εγκατέλειψε ίσως από χρόνια, είτε συναισθηματικά εί­τε και συνολικά, και τον εγκατέλειψε κι αυτή. Οι φίλοι, είτε χαμένοι σε άλλες επιλογές είτε πληκτικά δεδομένοι, δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ζουν τα δικά τους βάσανα.
Και τότε μια γυναίκα νιώθει μόνη. Έχει μάλλον το χρόνο να το παραδεχτεί πως είναι μόνη, πως ήταν μόνη από πολύ παλιά.

Μάρω Βαμβουνάκη, Ερωτευμένος Πολωνός (από το εξώφυλλο του βιβλίου)

Εγώ θα έλεγα πως είναι ελεύθερη, όμως εκείνη νιώθει πως είναι μόνη. Και αποτυχημένη. Και άδεια. Και κουρα­σμένη. Διότι η ελευθερία που τώρα επιτέλους — θέλει δε θέλει— της προσφέρεται, την απαλλάσσει μεν από δεκαετιών ασφυκτικά και παραμορφωτικά για την ψυ­χή καθήκοντα, αλλά τη βρίσκει απροετοίμαστη, απαίδευ­τη στο να μπορεί να αναγνωρίζει τα πραγματικά της συ­ναισθήματα. Πολύ ανίκανη να τα διαχειρίζεται. Δεν έχει μάθει άλλωστε να ασχολείται με τον εαυτό της, δεν είχε χρόνο ποτέ. Της τον λεηλάτησαν οι άλλοι κι εκείνη αυτονόητα τον παρέδωσε. Κοιτάει τώρα πίσω και βλέ­πει εκκρεμότητες. Ακρωτηριασμένες επιθυμίες. Ατρο­φικές απόπειρες. Προδοσίες. Σπανίως είναι ένας άλλος ο προδότης μας. Ο ίδιος ο εαυτός μας είναι που πρόδω­σε τον αληθινό εαυτό μας. Και τώρα, στη μέση ηλικία, αναγκάζεται να το υποπτευτεί αυτό. Να πονέσει. Να συντριβεί και να αποφασίσει τελειωτικά: Θα επανορ­θώσω ή θα αφεθώ στη φθορά; Θα αντλήσω από εμπειρίες, γνώση, αναγεννημένες λαχτάρες, νέα ελευθερία ή θα ακολουθήσει η καρδιά και το πνεύμα μου — τούτα τα εν δυ­νάμει αιώνια κομμάτια του είναι μου — το μαρασμό που βλέπω πάνω στο σώμα μου και μέσα στον καθρέφτη; Θα παραδοθώ στην ηδονή της τεμπελιάς, της αδράνειας και της γκρίνιας ή θα πετάξω σε ταξίδια ζωής, συναρπαστι­κά; Θα κλείσω το ημερολόγιο μου ή θα ξεφυλλίσω το τε­ράστιο βιβλίο της ζωής σε παρακάτω κεφάλαια; Θα νι­κήσει η τωρινή ευκολία της παραίτησης ή η δύσκολη προοπτική της δράσης; Το εύκολο που με τον καιρό θα γίνεται όλο και πιο επαχθές ή το δύσκολο που με τον καιρό γοητεύει και λυτρώνει; […..]

Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες

Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γράφει πως Ευτυχία είναι η εκπλή­ρωση κάποιας παιδικής επιθυμίας. Γι' αυτό ο πλούτος δίνει τόσο ελάχιστη ευτυχία. Το χρήμα δεν είναι επιθυ­μία της παιδικής ηλικίας.
Σε μια ομάδα ατόμων πάνω από σαράντα χρόνων έδωσα αυτήν ακριβώς την ερώτηση και ζήτησα να θυ­μηθούν τον παλιό, παιδικό, νεανικό κόσμο τους και να μου απαντήσουν γραπτά και ανυπόγραφα. Κανένα πρέ­πει, καμιά εικόνα τους να μην επηρεάσει δηλαδή ένα τόσο σημαντικό και ευαίσθητο ταξίδι στην ενδοσκόπη­ση. Ελάχιστοι απάντησαν πως είχαν πραγματώσει το παι­δικό όνειρο τους. Κι όμως! Ήταν τόσο απλά και εφικτά τα περισσότερα από εκείνα τα παιδικά όνειρα που μου έγραψαν στα χαρτάκια: Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Για­τρός. Νοσοκόμα. Πιλότος. Ιεραπόστολος. Μαμά. Τα κρά­τησα και τα έβαλα στο συρτάρι μου, σ' ένα φάκελο που γράφει απ' έξω: Τα χαρτάκια με τις επιθυμίες. Τα κοιτώ με θλίψη, με νοσταλγία, και ξαναθυμάμαι την κουβέντα του Τσέχωφ: «Θεέ μου, πόσο κοντά απ' την ευτυχία περ­νάει ο άνθρωπος...» Ακόμα, ο ίδιος ο Φρόιντ είπε: «Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι χρειάζεται απλώς λίγο θάρ­ρος για να εκπληρωθούν επιθυμίες, θεωρούμενες μέχρι τότε ανέφικτες».
Λίγο θάρρος! Το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε: Καλοσύνη χωρίς δύναμη δεν είναι καλοσύνη. Όποιος φοβάται ζει μισή ζωή.

Ο λόγος όμως που έβαλα την ομάδα να μου γράψει τις παλιές επιθυμίες της δεν ήταν για να τους στενοχω­ρήσω. Να συγκρίνουν αυτό που τώρα έχουν μ' εκείνο που τότε ήθελαν, και να απογοητευτούν. Ο λόγος μου ήταν πιο υγιής και ζωηρός από την αυτοκριτική, την αυτομομφή και τη στάσιμη πίκρα. Ήθελα να σκεφτούν μό­νοι τους πως ίσως υπάρχει καιρός. Ειδικά τώρα, σ' αυτή την ηλικία που, επιμένω, είναι επίσης μια ηλικία απε­λευθέρωσης —γι' αυτό άλλωστε οι άνθρωποι τρομάζουν τόσο απ' αυτήν —, μπορούν να επανορθώσουν κάτι απέ­ναντι στον παραπονεμένο, θυμωμένο, αυθεντικό τους εαυτό που κακοποίησαν. Να προσπαθήσουν τώρα να κάνουν κάτι από εκείνο που τότε επιθυμούσαν. Κι αν όχι ακριβώς εκείνο, κάτι παραπλήσιο, συγγενικό, που θα ξεδιψάσει την περιφρονημένη λαχτάρα και θα δώσει χαρά και δύναμη. Χαρά που είναι η γεύση του Παρα­δείσου.



The Artist's Mistress by Charles Sims RA RWS, 1873-1928.

[……] Αν σε ηλικία ώριμη και δύσκολη, μια γυναίκα —αλλά και άντρας, γιατί, ως γνωστόν, η κλιμακτήριος αφορά και στα δύο φύλα, μόνο που οι άντρες κρύβουν πιο συ­στηματικά και πιο νοσογόνα τα αισθήματα τους και δεν τα μαθαίνουμε - συνεχίζει να υποφέρει επί χρόνια με τα κλασικά συμπτώματα της δυσθυμίας, της κατάθλι­ψης, της παραίτησης, των ψυχοσωματικών, της υστερίας, κι όλα όσα χαρακτηρίζουν την κλιμακτήριο, είναι επει­δή, ξανά, κάτι αρνείται να κάνει για τον εαυτό της σω­στά. Θάβει ξανά τη νέα, μεγάλη της ευκαιρία. Είναι που δεν αξιοποιεί τη νέα πρόταση για ζωή αληθινή, ζωή δι­κή της, του πεπρωμένου της, και αυτοπροδίδεται πάλι. Ο εαυτός της, έστω και αργότερα, έστω και μέσα σε γκρί­ζο σκηνικό, την καλεί σπαραχτικά να συμφιλιωθούν, να συνομιλήσουν, να ενωθούν, να υπερβούν τον χρόνιο δι­χασμό που τους τυράννησε.

Είναι υπεύθυνη για το πώς θα ανταποκριθεί στην κλή­ση, πολύ περισσότερο υπεύθυνη από τότε, κατά τη φουρ­τουνιασμένη της, ερωτευμένη, άπειρη, καταπιεσμένη από γονείς, νιότη. Και το ξέρει. Γι' αυτό θυμώνει, πικραίνε­ται, απελπίζεται και το ρίχνει στις διάφορες επιφανεια­κές φυγές: στα χαρτιά, στο φαγητό, στα ψώνια, στο άψυ­χο σεξ, στις γελοίες προσωρινές ερωτοδουλειές, στις πλαστικές εγχειρίσεις, στο κουτσομπολιό. Όμως το να φεύγεις απ' τον εαυτό σου είναι προσπάθεια μάταιη. Όσο του φεύγεις τόσο εκείνος σε αλυσοδένει και σε τραβάει με βία πίσω. Όλο και πιο θυμωμένος.

Και πάλι εσύ αποφασίζεις. Σε όλα και για όλα αποφασίζεις εσύ. Ακόμα και για το θάνατο σου εσύ αποφα­σίζεις, υποστηρίζουν κάποιες αρχαίες διδασκαλίες. Και ο θάνατος είναι πολλών ειδών. Για να θυμηθούμε εκεί­νο το εύστοχο: «Πέθανε στα είκοσι του και τον έθαψαν στα ογδόντα πέντε του».


Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα», εκδόσεις Ψυχογιός





«Εδώ ή αλλού». Κατερίνα Γώγου


Αγαπημένε.

Μπήκε αθόρυβα ο χειμώνας.

Ξυπόλητος μη με τρομάξει ή για το αντίθετο.

Έβγαλε μπουμπούκια η μοναξιά.

Οι εφημερίδες εδώ βγαίνουνε συχνά.

Τα νέα μου γνωστά.

Συνεχίζω τον εγκλεισμό μου.

Με μια κάμα στην καρδιά.

Εδώ ή αλλού.

Ζωντανή ή σκοτωμένη.

Αγαπημένε.

Αθώε ένοχε.

Αστεριών το λαμπρό τρεμάμενο φως.

Βία αρμονία.

Αγαπημένε μου.


Κατερίνα Γώγου
Από το βιβλίο «Τώρα θα δούμε τι θα κάνετε, Ποιήματα 1978-2002», εκδόσεις Καστανιώτη

Τέτοια ώρα στην πατρίδα…


Τέτοια ώρα στην πατρίδα ο ουρανός παίρνει το πιο γλυκό του χρώμα. Το ηλιοβασίλεμα ροδίζει τις πλαγιές των βουνών κι οι σκιές των ανθρώπων ξεθωριάζουν. Τέτοια ώρα κάθε μέρα, νοσταλγώ παράφορα τα ματωμένα δειλινά της δικής μου πόλης κι αφήνω τη σκέψη μου ελεύθερη να πετάξει κοντά της, σαν αποδημητικό πουλί που γυρνάει ξανά στον τόπο του…

Η μάνα, μια στοργική φιγούρα στ’ αγιάζι, κάθεται στο κατώφλι σ’ ένα καρεκλάκι και χαιρετάει λυπημένα τους περαστικούς.  Σαν παίρνει να μουχρώνει, μαζεύεται ν’ ανάψει το καντηλάκι της και να προσευχηθεί για τους ζωντανούς και τους νεκρούς της. Τώρα, που είμαι μακριά, θα προσεύχεται για μένα λίγο περισσότερο, σκέφτομαι, και με πιάνει το παράπονο. Τα παιδιά, τέτοια ώρα, παίζουν ακόμα στις αλάνες κι οι γυναίκες μαζεύουν τα ρούχα τ’ απλωμένα απ’ τα σχοινιά, να μην τα πιάσει η υγρασία της νύχτας. Οι άντρες παίρνουν το δρόμο για το καφενείο, να μοιραστούν το ουζάκι τους μ’ ένα γνωστό και ν’ ανταλλάξουν τα νέα τους. Τέτοια ώρα πλενόμουνα κι έβαζα το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο για να κατέβω ν’ ανταμώσω κάνα φίλο, να πούμε τα δικά μας, να ξεχαστούμε... Η γυναίκα μου, σε λίγο, θα βγει να φωνάξει τα παιδιά κοντά της. Όλα συνεχίζουν να  γίνονται όπως πρώτα, σαν να είμαι κι εγώ εκεί, σαν να μην άλλαξε τίποτα.

Εδώ όλα είναι διαφορετικά. Όμορφα, μα διαφορετικά. Είναι μια χώρα με φως και ήλιο που σε ζαλίζει, με ανθρώπους πρόσχαρους και χαμογελαστούς, μα ξένους…  Κι εγώ, το μόνο που έχω να κάνω μια τέτοια ώρα, είναι να κατέβω στην πλατεία, εκεί μπροστά στην εκκλησιά, για ν’ αλλάξω κάνα λόγο με τους δικούς μας, ν’ ακούσω λιγάκι τη φωνή μου, να μου περάσει η ώρα. Όταν είσαι μακριά απ’ τη χώρα σου, λαχταράς ν’ ακούς τη γλώσσα σου να τη μιλάνε κι άλλοι. Κανείς από μας, όμως, δεν έχει όρεξη για πολλά. Δυο τρεις κουβέντες, κανένα νέο απ’ την πατρίδα, κάποιος καινούργιος στην παρέα… Σαν πέσει το σκοτάδι μαζευόμαστε ένας ένας στη δικιά του γωνιά, με μοναδική συντροφιά τις αναμνήσεις μας, για ν’ αλαφρύνει ο λογισμός.

Ποτέ δε μου πέρναγε απ’ το μυαλό πως θα ξενιτευόμουνα, πως θα άφηνα παιδιά και γυναίκα πίσω. Ποτέ δεν το περίμενα πως θα μου λείπει τόσο η πατρίδα. Ο ουρανός της, οι δρόμοι της, τα σοκάκια της, οι άνθρωποί της, οι άνθρωποί μου.

Όταν δε δουλεύω, όλα τα βλέπω αλλιώς, με άλλο μάτι, πικραμένο. Κάθε απόγευμα ξεχειλίζει το στήθος μου από στενοχώρια, δεν μπορώ ν’ ανασάνω απ’ το βάρος. Ειδικά όταν ανταμώνω με γυναίκες και παιδιά.  Σκέφτομαι τους δικούς μου και με πλακώνουν όλα. Τώρα κατάλαβα, πως είναι άλλο να το λες και άλλο να το κάνεις. Άλλο να το ζεις από κοντά και να το νιώθεις στο πετσί σου.

Η δουλειά δε με τρομάζει. Ό,τι δουλειά κι αν κάνω μ’ αρέσει. Δεν έχω παράπονο. Ξεχνιέμαι, ξεφεύγει καλύτερα το μυαλό μου απ’ τα σοβαρά, απ’ τα στενάχωρα. Όταν κουράζομαι κοιμάμαι πιο εύκολα, αλλιώς ξαγρυπνάω όλη νύχτα με τα μάτια ανοιχτά κι ονειρεύομαι την πατρίδα και το σπίτι μου που με προσμένει να γυρίσω…

Σαν έρχεται η ώρα να μιλήσω με τη γυναίκα μου στο τηλέφωνο με πιάνει πανικός. Παλεύω μέσα μου να μη με καταλάβει.  Κι αυτή το ίδιο. Γλυκαίνει τη φωνή της, μα η ανάσα της δε με ξεγελά. Οι κοφτές ανάσες και οι αναστεναγμοί που προσπαθούμε να πνίξουμε, μας προδίδουν και τους δυο. Εκείνη μιλάει πιο πολύ, εγώ σωπαίνω. Μου λέει για τα παιδιά, για το σχολειό τους, για τους γείτονες και τους φίλους μας, για τη μάνα που όλο ρωτάει πότε θα γυρίσω. Σαν έρχεται η σειρά μου, δεν βρίσκω τι να της πω. Δεν έχω νέα ούτε παλιά. Η κάθε μέρα είναι ακριβώς ίδια με την προηγούμενη. Τίποτα δεν αλλάζει. Κι εκείνη, όμως, αποφεύγει να με ρωτάει πολλά. Μονάχα αν είμαι καλά νοιάζεται κάθε φορά κι η αγωνία ραγίζει τη φωνή της.

Όταν κλείνω το τηλέφωνο η καρδιά μου ηρεμεί, μα η ψυχή μου πλημμυρίζει θλίψη και νοσταλγία. Σκέφτομαι, τι θα κάνει αυτή την ώρα κι αρχίζω ξανά να  υποθέτω, σύμφωνα με τις παλιές μας συνήθειες… Τότε που ήμουνα κι εγώ εκεί. Τώρα, λέω με το νου μου, θα κλειδώσει την εξώπορτα, θα κάνει το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα κι ύστερα θ’ αναστενάξει βαθιά, να βγάλει από μέσα της όλες τις σκοτούρες της μέρας που πέρασε. Θα σβήσει το φως πίσω της και θα πάει πρώτα στο δωμάτιο των παιδιών να τα σκεπάσει καλά.  Ύστερα στο δικό μας. Θα ξαπλώσει στο κρεβάτι, θα χαϊδέψει το μαξιλάρι μου και θα γυρίσει την πλάτη της από την άλλη μεριά, να μην αισθάνεται την απουσία μου. Τέτοια ώρα στην πατρίδα όλα είναι ήσυχα, η νύχτα έχει σκεπάσει τα σπίτια και τους δρόμους με το μαύρο πέπλο της. Τέτοια ώρα, η γυναίκα μου κοιμάται κι ονειρεύεται πως είμαι δίπλα της… στην πατρίδα.



-

γράφει η Νίκη Μπλούτη




ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net

«Κυρία, τι είναι σημαντικό στη ζωή;»


«Κυρία, τι είναι το πιο σημαντικό στη ζωή;»

Ο δωδεκάχρονος μαθητής μου είχε καταφέρει να με αιφνιδιάσει. Η ερώτησή του ήρθε εντελώς ξαφνικά και φυσικά, με έπιασε εντελώς απροετοίμαστη. Άφησα το βιβλίο που κρατούσα πάνω στο γραφείο του και τον κοίταξα.

«Τι εννοείς, αγάπη μου;»

«Εννοώ, τι είναι το πιο σημαντικό, οι γονείς, τα αδέλφια, οι φίλοι, ο άνθρωπος που θα παντρευτείς, τι;»

«Η απάντηση είναι διαφορετική για τον κάθε άνθρωπο, ο καθένας μας…»

«Για εσάς;»

Μάλιστα. Για μένα. Κανείς δε μου είχε κάνει ποτέ μια τέτοια ερώτηση. Πήρα τον χρόνο μου, όσο το παιδί με κοίταζε στα μάτια περιμένοντας την απάντησή μου.

«Για μένα το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι η οικογένεια. Μόνο που ως οικογένεια δεν εννοώ μόνο τους ανθρώπους με τους οποίους μας συνδέουν δεσμοί αίματος. Οικογένεια μπορεί να νιώθεις κι έναν παιδικό σου φίλο με τον οποίο έχετε μεγαλώσει σαν αδέλφια… Ό,τι πιο σημαντικό για μένα είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να είσαι 100% αυθεντικός και να εισπράττεις την αγάπη και την αποδοχή τους. Κατάλαβες ή σε μπέρδεψα;»

«Νομίζω ότι κατάλαβα. Εσείς έχετε και άλλους ανθρώπους εκτός από την πραγματική σας οικογένεια που τους νιώθετε έτσι;»

«Ναι. Έχω μια φίλη με την οποία γνωρίζομαι 17 χρόνια. Την νιώθω αδελφή μου, είναι κάτι παραπάνω από κολλητή.»

«Φοβάστε ποτέ μήπως σας πληγώσει ή σας προδώσει κάποιος τόσο αγαπημένος;»

Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό μου. Έκανα μια παύση, ήπια λίγο νερό, ανασυγκροτήθηκα και συνέχισα.

«Ναι, φοβάμαι. Ο φόβος είναι κομμάτι της ζωής μας. Όσο κι αν θα ήθελα να σου πω ότι δε με τρομάζει αυτή η σκέψη, δε θα στο πω, γιατί θα ήταν ψέμα.»

«Καλύτερα που είστε ειλικρινής.»

«Κι εγώ έτσι νομίζω.»

Χαμογελάσαμε και οι δύο και συνεχίσαμε το μάθημά μας.

Όλοι πιστεύουν ότι οι δάσκαλοι έχουν τη δύναμη να διαπλάθουν τις προσωπικότητες των παιδιών και δεν τους αδικώ. Έτσι είναι. Έχουμε μεγάλη δύναμη στα χέρια μας και είναι ευλογία το να μπορούμε να τη χρησιμοποιούμε σωστά.

Μήπως, όμως, η διαδικασία λειτουργεί και αντίστροφα; Ειδικά κάτι τέτοιες στιγμές που με τις ερωτήσεις τους σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τόσο βαθιά μέσα σου, σαν να είναι οι καλύτεροι και οι πιο έμπειροι ψυχοθεραπευτές που θα μπορούσες να συναντήσεις στον δρόμο σου…

Αφήνομαι στους μαθητές μου να με διαπλάσουν. Εμπιστεύομαι τη ματιά τους, την κρίση τους, την «ακτινογραφία» από την οποία με περνάνε μόλις μπαίνω στην τάξη. Εμπιστεύομαι τις αγκαλιές τους, την άδολη αγάπη τους, τις δύσκολες ερωτήσεις τους, την επιθυμία τους ν’ ανακαλύψουν τον κόσμο.

Αν κάπου υπάρχει ένα κλειδί για την ευτυχία, σίγουρα τα χέρια που το κρατάνε είναι παιδικά.



_

γράφει η Ζωή Ναούμ





ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net

Πέρασαν μέρες και μέρες


Πέρασαν μέρες και μέρες
άλλοτε μ' έναν κουρασμένο ήλιο
άλλοτε με περαστικά σύννεφα
ή με μια βροχή δραπέτη, που 
όλο έφευγε απ' τον γκρίζο ουρανό
κατέβαινε μέσα σε λούκια και
υδρορροές σπιτιών σαν να 'θελε
να ψυχογραφήσει τους ανθρώπους.

Πέρασαν μέρες και νύχτες
ταυτοπρόσωπες η μία με την άλλη
κι ας άλλαζαν οι εποχές
με κοινό σημείο αναφοράς τη μοναξιά
σε κάθε εποχή
με φεγγάρι ή χωρίς

τη μοναξιά που έγινε επαίτης
για ένα άγγιγμά σου

τη μοναξιά που πέθανε μέσα
στα δάχτυλά σου.


Ελευθερία Θάνογλου
από τη συλλογή Οι πέντε εποχές του κόκκινου, 2017
Ενότητα : Της παράθλασης




ΠΗΓΗ...http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr/

Ήρθε η ώρα να ξανασηκωθώ! (ένα γράμμα για μικρά και… μεγάλα παιδιά!)


Ήρθε η ώρα να ξανασηκωθώ. Έπεσα όπως τα μικρά παιδιά. Έκλαψα λίγο παραπάνω, έμεινα για λίγο παραπάνω κάτω. Όμως όλα είναι αντίθετες δυνάμεις, όσο παραπάνω έμεινα κάτω με τόση μεγαλύτερη δύναμη θα σηκωθώ. Θα σταθώ όρθια θα γεμίσω θα έχω άλλες αντοχές. Δεν ξέρω γιατί αισθανόμαστε ενοχή γιατί δεν μπορούμε να δεχτούμε πως μες στην ζωή είναι να πιάσουμε πάτο. Μόνο έτσι μπορούμε να αντικρίσουμε την κορυφή. Αντίθετες δυνάμεις. Το καλό και το κακό. Αγαπάμε τον εαυτό μας μονάχα όταν δεν έχουμε άλλη λύση. Όταν είναι θέμα επιβίωσης. Και τότε ξάφνου όλα τα κομμάτια μπαίνουν στην θέση τους, όλα αποκτούν ροή.

Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές το θέμα είναι πως θέλουμε να κλείσουμε τα μάτια να μείνουμε εκεί ακίνητοι και να περάσει ο χρόνος. Ο χρόνος για τον οποίο κάποιοι σκοτώνουν προδίδουν πουλάνε την ψυχή τους για λίγο χρόνο παραπάνω.. Έτσι απλά εμείς θέλουμε να τον αφήσουμε να τον χαρίσουμε- να τεμπελιάσουμε- να μην τον χρησιμοποιησουμε-να μην συγχωρήσουμε-όλο να μην….και γιατί;Επειδή νιώθουμε ότι είναι φορτίο, επειδή μας παρασύρει η ρουτίνα, επειδή μας στιγματίζει μια στεναχώρια, επειδη θυμωνουμε, επειδη ζηλευουμε. Όλα θα υπάρξουν αλλά τα κακά συναισθήματα δεν θα τα αφησουμε ποτε να γινουν αρχηγοι μας. Το μεγαλύτερο δώρο ο μεγαλύτερος σύμμαχος και φίλος σε στιγμές αδυναμίας γίνεται ο μεγαλύτερος εχθρός.

Αναπάντεχα όλα αποκτούν μυρωδιά, χρώμα μουσική. Τον ρυθμό να μην χάνεις. Εάν η ζωή σου έχει ρυθμό και ξαφνικά η παύση που προκαλείς είναι μεγάλη και άηχη τότε χάνεις την μελωδία. Χάνεις τα βήματα σου, όμως ένα χτύπημα και αρκεί. Αρκεί να ξανασηκωθείς και τότε όλα θα ναι πιο ταχτοποιημένα και εσύ πιο έτοιμος να συγχωρήσεις εσένα –την παύση σου και να πας παρακάτω.

Παιδιά μου… όπως προσπάθησα να σας μάθω στον ελάχιστο χρόνο… από όλα κάτι έχουμε να πάρουμε, από δύσκολες συνεργασίες, από ανθρώπους που δεν μας καταλαβαίνουν, από τις αποτυχίες μας. Όλα είναι γνώση. Από μια κατάσταση που μας πιέζει…το θέμα δεν είναι να πούμε εγώ δεν μπορώ. Η μεγαλύτερη νίκη έρχεται όταν πούμε εγώ δεν μπορώ αλλά θα προσπαθήσω γιατί ίσως μπορέσω τελικά. Και τότε σίγουρα θα μπορέσεις. Στόχευσε στα αστέρια ακόμα και αν δεν τα φτάσεις, σίγουρα θα δεις ουρανό.

Πιο δυνατούς από ποτέ σας είδα όταν με πιάνατε και μου λέγατε ‘’Κυρια δυσκολεύτηκα πολύ με τον Κώστα αλλά κέρδισα, τα κατάφερα και κάναμε πολύ καλή δουλειά’’. Εκεί ήξερα Φρειδερίκη πως είσαι ένα βήμα πιο κοντά να αντιμετωπίσεις την ζωή. Εκεί ένιωθα πως τα πήγα καλά ως δασκάλα.

Όσο και να θέλουμε να σας βάλουμε σε γυάλα από αγάπη για να μην σας πειράξει ποτέ κανείς, τόσο εσείς μεγαλώνετε και η υποχρέωση και της πρώτης οικογένειας αλλά και της δεύτερης -του σχολείου- είναι να σας κανουμε δυνατά και καλά παιδιά. Παιδιά που θα εκφράζονται και δεν θα φοβούνται συνεχώς. Παιδιά που θα έχουν υγεία! Ψυχική και σωματική. Παιδιά που θα σέβονται πρώτα από όλα τον εαυτό τους και μετά όλους τους άλλους ανθρώπους… όλους τους διαφορετικούς ανθρώπους.

Όσο και να κλείσεις τα μάτια προσμένοντας να έρθει το αύριο όσο πιο γρήγορα γίνεται, τόσο χαλάς την εξωτερική ροή γιατί αυτή υπάρχει και εσύ δεν την ακολουθείς και τότε η ισορροπία χάνεται και εσύ νιώθεις πιο μόνος από ποτέ. Η στιγμή που ανακαλύπτεις την δύναμη είναι η στιγμή που παρακαλάς και λες μακάρι να είχα λίγη δύναμη παραπάνω και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έχεις και είναι εκεί και σε κοιτάει και είναι λες και αναρωτιέται και σε κοιτάζει μ ένα ύφος: «μα καλά δεν με βλέπεις; Εδώ είμαι… γιατί με αγνοείς τόσο επιδεικτικά;». Έχω βαρεθεί να ακούω ότι δεν υπάρχουν θαύματα… ότι δεν γίνονται.

Εάν δεν είναι αυτό ένα μικρό θαύμα τότε ποιο είναι; Τα θαύματα υπάρχουν αλλά ποτέ δεν είμαστε διατεθειμένοι να τα δούμε, ποτέ δεν έχουμε χρόνο γιατί αν τα παραδεχτούμε θα πρέπει να ξεβολευτούμε και δεν μας πολυβολεύει αυτό ούτε μας πολυαρέσει. Νιώθουμε μια ασφάλεια μέσα στον ανασφαλή εαυτό μας. Γι’αυτό παιδιά μου να θυμάστε να σηκώνεστε, να μην ξεχνάτε ποτέ να πιστεύετε σε θαύματα. Σας αγαπώ… πολύ… τον καθένα ξεχωριστά και για διαφορετικούς λόγους.

Να αγαπάτε τους εαυτούς σας. Να μην ξεχνάτε ποτέ πόσο πολύτιμοι είστε. Σας ευχαριστώ για όσα μου χαρίσατε! Ποτέ να μην ξεχνάτε να παλεύετε -να ονειρεύεστε- να αγαπάτε. Να μην συμβιβάζεστε, να ζητάτε από σας τον καλύτερο εαυτό σας.

Και εσείς γονείς, αυτό το γράμμα απευθύνεται πρωταρχικά σε σας, σε όλα τα παιδιά μικρά-μεγάλα. Να μην ξεχνάτε ούτε μισό δεύτερο της ημέρας το θαύμα. Το θαύμα που είναι στο πρόσωπο του Αναστάση, του Ταχιάρχη, του Νίκου, της Μαρίας, του Βολκάν της Μεριέμ… το θαύμα το δικό σας. Αγάπη παιδιά μου για να μείνει το πνεύμα σας όπως τώρα γεμάτο και αληθινό… όπως αυτό που έχετε τώρα στα 8 στα 9 στα δέκα σας χρόνια… Αγάπη για εσάς, για τους ανθρώπους, για όνειρα, για δουλειά, για διάβασμα και για παιχνίδι. Α γ ά π η! Εύχομαι να τα ξαναπούμε και να δω την χαρά στα πρόσωπά σας και τη γεμάτη ψυχή σας!

Με εκτίμηση η δασκάλα της θεατρικής Αγωγής
Νίκη Αρουσαλίδου, έτος 2017





ΠΗΓΗ...http://enallaktikidrasi.com

Ώρα για το κουκούλι


Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι, που ενώ τσουρουφλίζονται μονάχα για στοργή, βρίσκονται διαρκώς μπλεγμένοι μέσα σε ατέλειωτες και φτηνές ερωτικές ιστορίες. 

Φυσικά όλος αυτός ο ζήλος τους πη­γαίνει, κατά κανόνα, χαμένος, κι έρχονται στιγμές που η από­γνωση τους αρπάζει απ’ το λαιμό, και δεν ξέρουν πια τι κάνουν. 

Για να σταματήσουν, πάντως, τους είναι εντελώς αδύνατο. Συνή­θως μάλιστα οι εκλεκτότεροι απ’ αυτούς δικαιολογούνται, βαφτί­ζοντας όλη αυτή τη χυδαιότητα αναζήτηση.

Η αποτυχία τους οφείλεται, νομίζω, στο ότι ακολουθούν τον κοινό προαιώνιο δρόμο. Η απλή λογική βέβαια ισχυρίζεται ότι για να δεθείς πραγματικά μ’ έναν ξένο άνθρωπο πρέπει να τον κατέ­χεις ολότελα, όχι μονάχα στο πνεύμα αλλά και στο σώμα. Γι’ αυτό το λόγο κι ο έρωτας είναι τόσο πρώτος στη γενική εκτίμηση. Παρόλη όμως την ερωτική επίδοση, στον κόσμο επικρατεί φοβερή μοναξιά. Ξέρω εντούτοις πως το απελπιστικό αυτό κενό δεν το αντι­λαμβάνονται όλοι. Οι πιο πολλοί είναι απλώς δυστυχισμένοι.

Γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι δυνατό, όχι να αγαπηθείς, αλλά ούτε να εκτιμηθείς από ένα πρόσωπο, εάν αρχίσεις απ’ την ερω­τική εμπειρία. Και επίσης, ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δια­τηρηθεί χωρίς σκιές η πρώτη στοργή, αν εν τέλει αποβλέψεις στο σώμα. Η στοργή είναι αφάνταστα ανώτερη απ’ τον έρωτα, και, εκ των πραγμάτων, ασυμβίβαστη μ’ αυτόν. Αφήνω πια ότι προσπαθώντας να συνδυάσεις στοργή και έρωτα κλείνεσαι μέσα στο ένα φύλο.

Το πράγμα φαίνεται καθαρά στο γάμο. Συνήθως κανένας απ’ τ’ αντρόγυνο δε βρίσκει και την ψυχική αυτάρκεια μέσα σ’ αυτή τη σχέση. Ακόμα και στην εποχή των ερώτων υπάρχουν οι φίλοι, η κάποια υπόσχεση της στοργής, που για χατίρι τους πολλές φορές θυσιάζονται τα ραντεβού ή και ο ίδιος ο έρωτας. 

Η στοργική όμως σχέση δε θυσιάζεται ποτέ για τον έρωτα, έστω κι αν παραμε­ρίζεται φαινομενικά, ιδίως στις αρχές του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μάλλον ζήτημα χρόνου, και όχι πραγματικής εξαλείψεως.

Πιστεύω πως χωρίς έρωτα ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μια χαρά. Ιδίως, αν έχει δοκιμάσει την απάτη, μπορεί να μην αισθά­νεται καθόλου την έλλειψή του. Αλλά χωρίς στοργή τα πράγματα είναι δύσκολα και ο κόσμος άδειος. Όταν υπάρχει στοργή, μπορεί να μην υπάρχει έρωτας — σου φαίνεται πως τίποτα δε λείπει. Αν μάλιστα απ’ αυτό κινδυνεύει η στοργή, επιβάλλεται έρωτας να μην υπάρχει. Πάντως το ίδιο πρόσωπο για να χαρίζει και τα δυο, μάλ­λον αποκλείεται. 

Γι’ αυτό συνήθως η στοργή αναπτύσσεται ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου ή συγγενικά, όπου δεν ξεφυτρώ­νει κάθε τόσο το ερωτικό εμπόδιο. Εξάλλου, ούτε και συ ο ίδιος μπορείς να χαρίζεις και στοργή και έρωτα στο ίδιο πρόσωπο. Αν συμβαίνει να το νομίζεις αυτό, απλώς τυφλώνεσαι απ’ την επιθυ­μία και ξεγελάς τον εαυτό σου. Ίσως όμως να μην μπορούν να συνυπάρξουν μέσα σου, ούτε και στην περίπτωση που προέρχονται από διαφορετικά πρόσωπα. Ο έρωτας είναι ή μάλλον έχει καταν­τήσει καθαρή ιδιοτέλεια, ενώ η στοργή δεν αποβλέπει σε τίποτε τέτοιο.

Συμφωνώ ότι πολλοί άνθρωποι, που παραπονιούνται πως είναι έρημοι, φταίνε κι οι ίδιοι για την κατάστασή τους. Η στοργή τους δόθηκε, αλλά την απόδιωξαν, γιατί δεν ήρθε από κει που αυτοί θέλαν. Δεν καταδικάζω κανένα, αντίθετα καταλαβαίνω απόλυτα. Είναι αλήθεια ότι η στοργή αποχτά τη δύναμή της και γίνεται αποδεχτή, όταν προέρχεται από πρόσωπα που κατά βάθος συμπαθούμε. Πρέπει κατ’ αρχή να υπάρχει κοινή συμπάθεια, αλλιώς η προ­σφορά ξενίζει. Ποτέ όμως δεν επιτρέπεται η συμπάθεια αυτή να φουντώσει ή πολύ περισσότερο να εκδηλωθεί με λόγια και αμφί­βολες χειρονομίες. Αν συμβεί αυτό, η στοργή φτεροκοπά για λίγο διάστημα ανάμεσά τους, και μετά σβήνει. Τραβάει ο καθένας για τους έρωτές του. Κι έρωτες βρίσκεις αρκετούς· τον ένα καλύτερο απ’ τον άλλο.

Όταν όμως σ’ αγγίξει η στοργή, ξαφνικά ωριμάζεις. Νιώθεις σαν τον μεταξοσκώληκα, που έφτασε η ώρα του για το κουκούλι. Ούτε τρώει, ούτε ησυχάζει πια, παρά μονάχα κοιτάζει ψηλά, ζητώντας τόπο για απομόνωση.

Όταν σου δώσουν επιτέλους τη στοργή και σε τυλίξει η τέλεια σχέση, πρέπει να φεύγεις απ’ όλους μακριά, ακόμα κι απ' το πρό­σωπο που σε ανάστησε. Μέσα σε λίγο καιρό τα έχεις μάθει όλα. Γνώρισες πια την άλλη ύπαρξη, γνώρισες όλους τους ανθρώπους, κι επομένως και τον εαυτό σου. Δεν έχεις ανάγκη ούτε από έρω­τες, ούτε από άλλες περιπλανήσεις. 

Πρέπει να φύγεις γρήγορα μα­κριά και να κλειστείς. Είναι φόβος να τα καταστρέψει όλα η ζωή με τις μικρότητες που θα παρουσιάσει, κι επάνω σου, αλλά κι επάνω στο άλλο πρόσωπο, εφόσον προϋπάρχει και στους δυο τόση προϊστορία. Εκτός αυτού είναι κι ο κίνδυνος απ’ τους γύρω ανθρώ­πους, ιδίως τους πρώην φίλους.

Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως.


Γιώργος Ιωάννου, Ώρα για το κουκούλι, για ένα φιλότιμο (σελ. 74-76), εκδόσεις Κέδρος





ΠΗΓΗ...https://taenoikwkaiendimw.blogspot.gr/

Φέτος τα Χριστούγεννα, θέλω “ εσύ” να νιώσεις το κάτι….



Φέτος τα Χριστούγεννα, θέλω “ εσύ” να νιώσεις το κάτι….

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς φτώχεια, δυστυχία, μίσος, πολέμους, ρατσισμό, ζήλια και γενικότερα όλα τα κακά που μπορεί να “ σπείρει” ο άνθρωπος. Φαντάζομαι ότι όλοι θα ζούσαμε σε έναν παράδεισο!Δεν ξέρω αν αυτό που ζούμε τώρα είναι η κόλαση, η μία ζωή που μας δόθηκε να τη ζήσουμε απλά ή να δοκιμαστούμε…αυτό που ξέρω πάντως είναι ότι κάθε φορά που έρχονται τα Χριστούγεννα, γίνεται μία πλύση εγκεφάλου σε όλους μας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μία πλύση εγκεφάλου, για να βοηθήσουμε τα παιδάκια που πεινάνε είτε είναι Ελλάδα είτε στο εξωτερικό(όπως είναι η υιοθεσία ενός παιδιού), τους ανθρώπους που τρώνε από τα συσσίτια και δεν έχουν που να μείνουν, οικογένειες πολύτεκνες που χρειάζονται ρούχα, ακόμα και φάρμακα, δωρεές σε πολλά ιδρύματα κ.τ.λ….Απλά δεν καταλαβαίνω πως θα εξυπηρετήσει η βοήθεια ενός μηνός, δηλαδή πέρα των Χριστουγέννων,  δεν θα συνεχίσουν να πεινάνε αυτοί οι άνθρωποι και να χρειάζονται ακόμα πολλά πράγματα, που τους θα τους λείπουν;
Φυσικά όποιος θέλει και μπορεί, αυτή τη βοήθεια θα την δώσει οποιαδήποτε μέρα του χρόνου…
Μάλλον θα φταίνε τα λαμπάκια, τα στολίδια, τα γλυκά…τα δώρα, το παιδάκι με τα σπίρτα, ο Αη Βασίλης, το γιορτινό το πνεύμα…ο καινούριος χρόνος που θα έρθει να σου φέρει όσα δεν σου πρόσφερε ο παλιός….δε ξέρω τι φταίει αλλά φέτος με έπιασε και μένα…
Κάποιες φορές όταν δεν χρειάζομαι πράγματα όπως παπούτσια, ρούχα, ακόμα και αντικείμενα, θεωρώ πως είναι σωστό από το να τα πετάξω να τα βάλω σε μία τσάντα και όπου ακούω πως κάποιος έχει ανάγκη τα δίνω.
Φέτος τα Χριστούγεννα αποφάσισα να γίνω ένας μικρός Αη Βασίλης…
Σκέφτομαι εκείνες τις ωραίες μπότες που μου άρεσαν στην βιτρίνα να μην τις πάρω…δεν πειράζει βρε αδερφέ, θα φορέσω τις περσινές μου δε τρέχει και τίποτα.
Σκέφτομαι με τα χρήματα αυτά, που δεν είναι και πολλά, πιστέψτε με…στο ταμείο ανεργίας είμαι, να πάω στο σούπερ μάρκετ και να πάρω γάλα, μακαρόνια, ρύζι ή και αλεύρι.Ό,τι θέλω μπορώ να πάρω, υπάρχουν τόσα πράγματα…
Αλήθεια, έχω και ένα μπουφάν που μου πάει λίγο στενό, μία μπλούζα που είναι λίγο ξεβαμμένη μάζεψα και όλα τα ρούχα του μικρού μου παιδιού που δεν του πάνε πια, για να τα μοιράσω.
Θέλω να τα μαζέψω όλα αυτά τα πράγματα, να φτιάξω μία ζεστή σούπα και τη δώσω στον κυρ Θύμιο της γειτονιάς μου,  που ψάχνει ακόμη στα σκουπίδια και που μας έκοψε την καλημέρα από ντροπή.
Θέλω όπως φέτος την Πρωτοχρονιά θα χαρεί το παιδί μου από τα δώρα που θα του φέρει ο ΑηΒασίλης(γιαγιάδες και παππούδες)να χαρεί κι ένα παιδάκι με τα παιχνίδια που δεν θέλει πια το δικό μου.
Ας είναι χρησιμοποιημένα δεν θα το νοιάξει, γιατί όταν δεν έχεις κάτι, αυτό που θα πάρεις θα είναι μόνο χαρά…
Θέλω να νιώσω την ικανοποίηση, τη γεμάτη στιγμή της σκέψης, όταν  κάποιος θα πάρει αυτά που θα του δώσω, να γελάσει, να χαρεί, να ντυθεί, να φάει, να παίξει….
Θέλω να γίνω ένας μικρός Αη Βασίλης, με μία μικρή χειρονομία που θα κάνω, θέλω εσύ ο άγνωστος που έχεις περισσότερη ανάγκη από την δική μου…θέλω “ εσύ” να νιώσεις το κάτι φέτος…
Θέλω να γίνω ένας μικρός Αη Βασίλης, με τα λίγα αυτά δώρα μου-έστω και χρησιμοποιημένα-όχι μόνο των φετινών Χριστουγέννων, αλλά και του Πάσχα και του καλοκαιριού και κάποιας γιορτής και κάποιας ανύποπτης στιγμής!
Θα ήθελα να ξυπνήσω ένα πρωί και να δω πολλούς μικρούς Αη Βασίληδες σαν και μένα, με μικρά δωράκια, που σε κάποιους μπορεί να φαντάζουν μεγάλα, να γυρίζουν όλο το χρόνο με το “ έλκυθρο” τους και να σκορπίζουν μικρές στιγμές χαράς και ευτυχίας!
Ας μην έχω όμως τόσο μεγάλα όνειρα και ας ξεκινήσω από μένα…προς το παρόν μου αρκεί.
Εύχομαι, φέτος να έχουμε όλοι, πάνω από όλα υγεία…


Βίβιαν.

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...