Απαντά ο συγγραφέας Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος
Τι να γράψω για τον Μπουκόφσκι; Για τη ζωή του; Για το έργο του; Είναι αστείο. Αν γκουγκλάρεις το όνομά του στα ελληνικά θα δεις ότι για το ίδιο πράγμα έχουν γράψει 4326 άτομα πριν από σένα. Αν το ψάξεις στα αγγλικά, θα μπορείς να διαβάζεις για τρία χρόνια χωρίς να βγεις από το σπίτι σου. Να δεις βίντεο από συνεντεύξεις του. Να δεις ταινίες. Να κατεβάσεις τα μυθιστορήματα, τα αμέτρητα διηγήματα και ποιήματά του. Το μόνο που μπορώ να μοιραστώ είναι η εμπειρία μου και η ανησυχία μου ελπίζοντας πως θα βρείτε κι εσείς ένα πάτημα, θα δείτε κάτι από τον εαυτό σας. Ή όχι.
Έπεσα στα κείμενα του Μπουκόφσκι όταν ήμουν στην εφηβεία. Οργισμένος, μόνος, ανασφαλής, ένιωθα άσχημος, ήμουν αντιδραστικός. Νόμιζα πως μόνο εγώ ένιωθα έτσι. Το ίδιο νόμιζαν και όλοι οι συμμαθητές μου για τον εαυτό τους. Ε, και; Διάβαζα ό,τι παράξενο έβρισκα μπροστά μου, ό,τι φαινόταν πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο, πιο αντιδραστικό. Ό,τι δεν θα μας πρότεινε ποτέ η φιλόλογός μας να διαβάσουμε. Σε μια έκθεση βιβλίου είδα τον τίτλο: «Οι σημειώσεις ενός πορνόγερου». Ήμουν 16 και μου άρεσε η λέξη «πορνόγερος». Δεν ξέρω γιατί. Μου άρεσε. Ρούφηξα όλες τις σημειώσεις. Μετά έψαξα και πήρα ό,τι έβρισκα από Μπουκόφσκι.
Ταυτιζόμουν ή ήθελα να ταυτιστώ με περιθωριακούς και βρόμικους μπεκρήδες που μπορεί ανά πάσα στιγμή να πεθάνουν. Ταυτιζόμουν με αποτυχημένα γαμήσια, ξερατά από μεθύσια κι ας μην έπινα καν αλκοόλ. Μου άρεσε η ευθύτητα. Η έλλειψη καλλωπισμού. Δεν ήθελα επίθετα. Ήθελα ουσιαστικά και ρήματα. Δράση. Μου άρεσαν ακόμα και οι αγγλισμοί στη μετάφραση. «Φάε τη σκόνη μου» και άλλα τέτοια. Δεν μου άρεσε ο ιππόδρομος. Ποτέ δεν κατάλαβα αυτήν την εμμονή. Μέχρι τα 18 είχα διαβάσει ό,τι ήταν να διαβάσω. Μετά σταμάτησα. Κουράστηκα. Τον άφησα στην άκρη. Ο Μπουκόφσκι έγινε για μένα μια νοσταλγία της εφηβείας. Κι ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, έφτανα καμιά φορά στο σημείο μέχρι και να τον υποτιμώ, όπως υποτιμώ πολλά από τα πράγματα που μου άρεσαν στην εφηβεία, λες και την απορρίπτω. Κακώς. Ήταν η πιο γόνιμη περίοδος.
Πλέον είμαι 33. Το γράφω λες και μεγάλωσα ή κάτι τέτοιο. Δεν νιώθω έτσι. Απλώς θέλω να πω ότι πέρασαν 14 χρόνια πριν ξαναπιάσω τον Μπουκόφσκι στα χέρια μου. Ήταν πέρσι το καλοκαίρι. Είχα τον πήχη χαμηλά. Ήθελα να περάσει η ώρα. Διάβασα το «Γυναίκες». Η ώρα όχι απλώς πέρασε. Πέταξε σαν μπόινγκ από πάνω μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω την ανάγνωση. Δεν μπορούσα να σηκωθώ από την καρέκλα. Δεν μ' άφηναν οι κοφτές προτάσεις του.
Ο φαινομενικά τραχύς, μα τόσο ρευστός λόγος του. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια σημείωσα μια φράση ενός βιβλίου σε χαρτί για να μην τη ξεχάσω. «Γράφω μυθοπλασία» «Τι είναι η μυθοπλασία;» «Η μυθοπλασία είναι μια βελτίωση στη ζωή». Δεν είναι σημαντική, αλλά εκείνη τη στιγμή φάνηκε σημαντική. Και αναρωτιόμουν, πόσο εύκολο είναι να διαβάσεις 200 σελίδες μια συνεχούς επανάληψης χωρίς να βαρεθείς ούτε στιγμή; Διότι το κείμενό του είναι ουσιαστικά η ίδια δισέλιδη ιστορία, γραμμένη ξανά και ξανά σε παραλλαγές.
Όπως είναι και η ζωή. Κάθε μέρα είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη, αλλά όχι ακριβώς. Κάθε μέρα σκεφτόμαστε τα ίδια πράγματα, αλλά όχι ακριβώς. Κάθε μέρα είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι, αλλά όχι ακριβώς. Πλέον στη συνείδησή μου τον έβαλα στη θέση που του αξίζει: Δεν είναι ένα καπρίτσιο της εφηβείας. Είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας. Με καλές και κακές στιγμές. Οι κακές του απλώς τρώγονται. Οι καλές του σπάνε κόκαλα.
Αλλά θα πω και κάτι ακόμα: ο Μπουκόφσκι μάς έριξε και σε μια παγίδα όλους εμάς που τον γνωρίσαμε στην εφηβεία. Διότι όλοι λίγο πολύ γράφαμε. Και ποιος έφηβος δεν έγραψε ένα ποίημα, μια ιστορία, ένα τραγούδι, μια σελίδα ημερολογίου, κάτι; Κι αν δεν γράφαμε, μιλούσαμε κι αφηγούμασταν ιστορίες. Ο Μπουκόφσκι έφτιαξε ρεύμα και χιλιάδες μιμητές. Το θέμα είναι ότι μπορεί ο Μπουκόφσκι να έγραφε από 13 ετών, αλλά όσα έργα του κυκλοφόρησαν, γράφτηκαν μετά τα 45. Ήταν ένας 45άρης, 55άρης και 65άρης που αναπολούσε ωραιοποιώντας τη ζωή του. Ο Χένρι Τσινάσκι, το alter-ego του, υπήρξε μια διακριτική και νοσταλγική «βελτίωση» του παρελθόντος του. Διότι ο Μπουκόφσκι υπήρξε άστεγος, αλκοολικός, μόνος, καταθλιπτικός. Και πολλά άλλα. Πολύ χειρότερα.
Εμείς υπήρξαμε μικροαστοί ή αστοί που γοητευμένοι από αυτήν τη νουάρ εικόνα γράφαμε για πουτάνες χωρίς καν να ξέρουμε πού είναι τα μπουρδέλα, γράφαμε για μεθύσια χωρίς ουσιαστικά να έχουμε μεθύσει ποτέ, γράφαμε για παρακμή και τελειωμένους ανθρώπους, χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει να φτάνεις στον πάτο. Για μας το alter-ego ήταν η φαντασίωση μιας ναρκισσιστικής παρακμής, μια ασφαλής μελαγχολία, ίσως μια αυτοτιμωρία που ταίριαζε στην εφηβεία (και όταν μιλάω για εφηβεία, να έχετε στο νου σας πως γνωρίζω πολλούς στην ηλικία μου, αλλά και μεγαλύτερους που δεν έχουν ακόμα απεγκλωβιστεί από αυτήν. Ίσως είμαι κι εγώ ένας από αυτούς). Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα είναι κάλπικα. Δήθεν. Κουραστικά. Κι έχουν αμαυρώσει τον ίδιο τον Μπουκόφσκι. Όλη αυτή η μίμηση έχει καταλήξει να φτιάξει μέχρι και πλήθος «μπουκοφσκικών» αναγνωστών που πίνουν ναρκισσιστικά την μπίρα τους και ξεστομίζουν ναρκισσιστικές ατάκες με ρυθμό πολυβόλου.
Όταν γράφεις, μας λέγανε, είναι καλό να «κλέβεις» από τους καλύτερους. Ναι. Αλλά κλέβαμε τα λάθος πράγματα για τους λάθος λόγους. Υπάρχουν, όμως, πράγματα που αξίζει να κλέψεις. Ο τρόπος γραφής. Απλός, προσιτός, ευθύς, απότομος. Μικρές προτάσεις. Όλες λένε κάτι. Όλες έχουν κίνηση, δράση, συναισθήματα. Δεν αρκεί να κλέβεις από τους καλύτερους. Καλό είναι να έχεις την αυτογνωσία και την αυτοκριτική για να διακρίνεις τι πρέπει να κλέψεις. Αυτή είναι η πρόκληση. Αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι.
=== ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2013, στις 8 μ.μ. / Μια βραδιά με τον Μπουκόβσκι! Στο ΟΞΥΓΟΝΟ. Για τον Μπουκόφσκι και το έργο του θα μιλήσουν ο Γιώργος Καλογεράς, Καθηγητής του Τμήματος Αγγλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, και ο Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος, κριτικός κινηματογράφου.
Μέλη της θεατρικής ομάδας Bald Theatre του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας θα διαβάσουν αποσπάσματα από το βιβλίο Τοστ ζαμπόν, επιχειρώντας να ζωντανέψουν με φωνές, ρυθμούς και ήχους τον γλαφυρά περιγραφικό λόγο του συγγραφέα. Θα ακολουθήσει η προβολή της ταινίας Τρελή Αγάπη (Crazy Love) του Ντομινίκ Ντεριντέρ, 1987, διάρκεια: 90΄. Την ταινία προλογίζουν ο Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος και ο Γιώργος Παπαδημητρίου, συντάκτες της ιστοσελίδας www.cinedogs.gr.
ΠΗΓΗ...http://www.lifo.gr