Ο δεκάχρονος Παύλος με τον πατέρα του έκατσαν στο μπαλκόνι του καφέ, παρήγγειλαν και ξεκίνησαν να παίζουν σκάκι.
Παράδοξη εικόνα. Ένας πατέρας που παίζει με το παιδί του. Συνήθως το πρώτο πράγμα που ρωτάνε τα παιδιά κι οι έφηβοι είναι αν έχουμε wi-fi. Έπειτα χάνονται στο τάμπλετ τους, ενώ κι οι γονείς συχνά κάνουν το ίδιο με το κινητό τους.
Δεν φταίει η τεχνολογία. Θα μπορούσαν να είναι η εφημερίδα κι ένα κόμικ. ‘Η τίποτα. Είναι πιο εύκολο να είσαι απομονωμένος. Ακόμα κι απ’ το παιδί σου ή τον πατέρα σου.
~~
Τους παρατηρώ να παίζουν. Ο Παύλος είναι πολύ καλός, συγκεντρωμένος και σοβαρός.
«Παίζεις καιρό;» τον ρωτάω.
«Πολύ καιρό», λέει αυτός.
«Τι πολύ καιρό;» λέει ο πατέρας του. «Πόσο παίζεις;»
«Ένα χρόνο», λέει ο Παύλος.
«Ένας χρόνος δεν είναι πολύς καιρός», λέει ο πατέρας.
«Εξαρτάται», του λέω. «Αν έχεις ζήσει δέκα χρόνια τότε είναι το ένα δέκατο ολόκληρης της ζωής σου».
Τους αφήνω να συνεχίσουν. Κάθε τόσο στέκομαι από πάνω τους και βλέπω πώς εξελίσσεται η παρτίδα.
Δεν μιλάνε, δεν «επικοινωνούν», αν επικοινωνία θεωρείται μόνο η λεκτική. Όμως φτιάχνουν έναν δεσμό. Κι ο Παύλος χτίζει μια ανάμνηση. Σίγουρα όταν μεγαλώσει, όταν ο πατέρας του θ’ αφήσει την παρτίδα, θα θυμάται με νοσταλγία (η λέξη περιλαμβάνει και άλγος, πόνο) τα παιχνίδια που έπαιζε με τον πατέρα του.
Όταν γυρνάω στο σπίτι ρωτάω τον Τηλέμαχο αν θέλει να παίξουμε σκάκι.
«Εντάξει», λέει αυτός, όλο χαρά. «Αλλά να παίξουμε και τάβλι;»
Έτσι αλλάζουμε τον κόσμο μερικές φορές -έστω σ’ αυτό το λίγο. Είδα αυτούς τους δύο να παίζουν και ζήλεψα -χωρίς φθόνο.
~~{}~~
Το επόμενο βράδυ ξανάρχονται κι αρχίζουν το παιχνίδι. Κάποια στιγμή βλέπω τον πατέρα να σηκώνεται και να κατεβαίνει τις σκάλες, προς τον κήπο που έχει από κάτω.
«Μας έπεσε ένα πιόνι», μου λέει.
«Τι χρώμα;» ρωτάω.
«Λευκό».
«Ε, τότε θα το βρείτε. Αν ήταν μαύρο…»
Έψαξαν για πολλή ώρα, αλλά δεν βρήκαν το λευκό πιόνι. Επέστρεψαν την επόμενη μέρα, με το φως του ήλιου. Έψαχναν ώρες, αλλά δεν το βρήκαν.
Καθώς ανέβαιναν τις σκάλες απογοητευμένοι, ο Παύλος είπε: «Το πιόνι δραπέτευσε».
«Μπορείς να το αντικαταστήσεις με κάτι άλλο», του λέω. «Οτιδήποτε».
«Ναι, έχω κι άλλα κομμάτια. Αλλά εκείνο τι έγινε;»
«Δραπέτευσε».
~~
Μπαίνω στη λάντζα να πλύνω ποτήρια και σκέφτομαι την αλληγορία του παιχνιδιού.
Στο σκάκι υπάρχουν οι λευκοί κι οι μαύροι. Παρά την αντίθεση του χρώματος είναι ισότιμοι. Με μια μικρή διαφορά: Τα λευκά παίζουν πάντα πρώτα.
Όμως αυτή η πρώτη κίνηση δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία -έτσι νομίζω, δεν είμαι σπουδαίος σκακιστής.
Αν όλα τα κομμάτια μπορούσαν να ψηφίσουν, τότε τα πιόνια εύκολα θα εξέλεγαν αρχηγό, αφού αυτά είναι οκτώ, ίδια, ισάξια. Όμως στο σκάκι δεν υπάρχει δημοκρατία, ο βασιλιάς είναι το παν.
Όλα γίνονται για να αιχμαλωτιστεί ο αντίπαλος βασιλιάς. Πιόνια, πύργοι, άλογα και τρελοί, ακόμα κι η βασίλισσα, μπορεί να θυσιαστούν, για να σώσουν τον βασιλιά τους.
Χωρίς τον βασιλιά το παιχνίδι τελειώνει.
Υπάρχει η ψευδαίσθηση της προαγωγής για τα πιόνια. Κάθε ένα απ’ αυτά μπορεί να γίνει κάτι άλλο, κάτι «ανώτερο». Οτιδήποτε εκτός από βασιλιά. Ο βασιλιάς είναι μόνο ένας.
Ο βασιλιάς, ο σημαντικός, είναι ο πιο ανίσχυρος. Κινείται μόνο ένα τετράγωνο, όπως τα πιόνια, και δύσκολα μπορεί να απειλήσει κάποιον -μόνο πισώπλατα.
Η βασίλισσα είναι αυτή με τη μεγαλύτερη δύναμη, αλλά κι εκείνη είναι πεπεισμένη για την ανωτερότητα του βασιλιά.
~~
Το παιχνίδι ξεκινάει με τα κομμάτια τοποθετημένα πάντα στη σωστή θέση. Μπροστά τα πιόνια, έτοιμα να θυσιαστούν για τον βασιλιά τους. Πίσω το βασιλικό ζεύγος. Δεξιά κι αριστερά, στη σειρά, οι αξιωματικοί (ή τρελοί), τα άλογα (ιππικό;) και τα κάστρα στην άκρη.
Οι κινήσεις που επιτρέπεται να κάνει κάθε κομμάτι είναι συγκεκριμένες. Κι ο χώρος είναι περιορισμένος, 64 τετράγωνα.
Τις περισσότερες φορές τα κομμάτια δεν σκέφτονται. Έχουν μάθει τον ρόλο τους: Να προστατέψουν τον βασιλιά τους, να αιχμαλωτίσουν τον αντίπαλο βασιλιά. (Οι βασιλιάδες δεν πεθαίνουν, δεν μπορείς να τους «πάρεις». Ή τους αιχμαλωτίζεις, κάνοντας ματ, ή παραιτούνται και πηγαίνουν διακοπές στο εξοχικό τους στη Γαλλία).
Όσο συναρπαστική κι αν είναι η παρτίδα, στο τέλος κάποιος κερδίζει -ή μπορεί να υπάρξει και ισοπαλία. Αλλά μετά όλα ξαναρχίζουν, και τα πιόνια στήνονται στη δεύτερη γραμμή φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του βασιλιά.
«Ζήτω ο μαύρος Βασιλιάς! Πιάστε τον Λευκό Βασιλιά!»
«Ζήτω ο λευκός Βασιλιάς! Πιάστε τον μαύρο Βασιλιά!»
Και ξαναρίχνονται στη μάχη. Με αυτοθυσία και αυταπάρνηση.
~~
Όμως, υπάρχουν κάποιες παράδοξες στιγμές, όπως αυτές που περιγράφει ο Ρόμπινς στο Χορό των Εφτά Πέπλων -για άλλα «άψυχα» αντικείμενα, όπου ακόμα κι ένα πιόνι μπορεί να θελήσει να δραπετεύσει.
Το πιόνι που δραπέτευσε, ήταν φτιαγμένο από ξύλο ή MDF, κάπου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, σ’ ένα εργοστάσιο όπου οι εργάτες δουλεύουν για ένα δολάριο την ώρα.
Είχε ένα μικρό ελάττωμα, ένα σημάδι σαν τρίχα στο λευκό κεφάλι του. Το πρώτο πράγμα που είδε, σαν φτιάχτηκε, ήταν τα σκιστά μάτια ενός κοριτσιού που δούλευε εκεί.
Το κορίτσι ήταν στη διαλογή. Τα σκάρτα κομμάτια τα πετούσε πίσω της. Από ‘κει τα έκαναν πάλι ροκανίδι, τα κολλούσαν με ρητίνη και ξαναφτιάχναν πιόνια.
Το κορίτσι είδε τη μαύρη ουλή στο πιόνι, αλλά δεν ήθελε να το πετάξει. Το άφησε στην ταινία, για να πέσει στο κουτί.
~~
Όταν το λευκό πιόνι με τη μαύρη ουλή βγήκε απ’ το κουτί βρέθηκε σ’ ένα παράξενο μέρος. Το ταβάνι του εργοστασίου ήταν γαλάζιο. Τριγύρω, χαμηλά, υπήρχε κι άλλο γαλάζιο, μπλε μάλλον, και πράγματα στέκονταν πάνω του.
Στην Αρετσού της Καλαμαριάς, τόσο μακριά απ’ το Πεκίνο, ο δεκάχρονος Παύλος άνοιξε το καινούριο σκάκι κι έστησε τα πιόνια. Είχε πάντα τα λευκά, μια πατρική παραχώρηση, τη μόνη που του έκανε ο πατέρας του. Και το παιχνίδι ξεκίνησε.
Το λευκό πιόνι προσπάθησε να συμμεριστεί την πίστη στο βασιλιά. Στην πρώτη παρτίδα θυσιάστηκε νωρίς. Στη δεύτερη έμεινε ακίνητο στο Β2 για όλη την παρτίδα. Στην τρίτη κατάφερε να φτάσει ως απέναντι και τότε τη θέση του την πήρε ένας πύργος.
Μετά μπήκε στο κουτί. Μέσα εκεί ξεκίνησε να μιλάει στα άλλα πιόνια.
«Γιατί το κάνουμε αυτό;» τα ρώτησε. «Γιατί να θυσιαζόμαστε για τον βασιλιά; Γιατί να μας αλλάζει κάποιος, όταν φτάνουμε απέναντι;»
«Έτσι παίζεται το παιχνίδι», του είπε ένα πιόνι.
Ένας πύργος μ’ έναν αξιωματικό τον αγριοκοίταζαν.
«Και γιατί πρέπει να παίζουμε το παιχνίδι;» ρώτησε το λευκό πιόνι με τη μαύρη ουλή.
«Γι’ αυτό φτιαχτήκαμε».
«Δεν έχουμε ελευθερία επιλογής;» ρώτησε το λευκό πιόνι κι όλοι γελάσαν.
Ο λευκός βασιλιάς, μαζί με τον μαύρο και τις βασίλισσες, τον πλησίασαν.
«Πρέπει να νιώθεις περήφανος που ανήκεις στους λευκούς», του είπε η λευκή βασίλισσα.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν είσαι μαύρος».
«Και τι διαφορά έχω απ’ τα μαύρα πιόνια;»
«Εσύ είσαι λευκό κι αυτά είναι μαύρα. Είναι οι εχθροί.»
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Ο θεός», είπε ο λευκός βασιλιάς.
«Και ο θεός τι χρώμα είναι; Λευκός ή μαύρος;» ρώτησε το πιόνι.
«Λευκός, βεβαίως» – «Μαύρος, βεβαίως», είπαν ταυτόχρονα οι δυο βασιλιάδες.
Ο αξιωματικός, αυτός που λένε και τρελό, πετάχτηκε τότε και είπε γελώντας, σαν γελωτοποιός: «Για να λέμε την αλήθεια, μάλλον κίτρινη είναι. Και είναι κορίτσι.»
«Δεν θέλω να παίζω αυτό το παιχνίδι», είπε το λευκό πιόνι με τη μαύρη ουλή.
Όλοι ταράχτηκαν.
«Δεν γίνεται να μην παίζεις», του είπε ήρεμα ο λευκός βασιλιάς.
«Σ’ αυτό θα συμφωνήσω», είπε ο μαύρος βασιλιάς.
«Το παιχνίδι σε καθορίζει. Ο ρόλος σου είναι αυτός και μόνο: Να συνεχίσεις να παίζεις. Αν δεν παίζεις δεν θα έχεις πλέον καμία αξία. Δεν θα είσαι πιόνι. Θα είσαι… Σκουπίδι.»
«Αλλά θα είμαι ελεύθερος».
Οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες του γύρισαν την πλάτη. Τον πλησίασε ο μαύρος τρελός.
«Άκου, φιλαράκι», του είπε. «Το παιχνίδι θα συνεχιστεί και χωρίς εσένα. Ουδείς αναντικατάστατος. Συμβολική είναι η παρουσία σου. Μπορεί να μπει στη θέση σου ένα κέρμα ή -ακόμα χειρότερα- ένα λευκό πούλι από τάβλι. Το παιχνίδι θα συνεχιστεί και χωρίς εσένα. Αλλά εσύ τι θα είσαι χωρίς το παιχνίδι;»
«Θα είμαι ελεύθερος».
~~
Το ίδιο βράδυ, όταν άνοιξε το κουτί, το λευκό πιόνι με τη μαύρη ουλή είδε τα άστρα, το φεγγάρι μισογεμάτο και τα φώτα στη θάλασσα.
Με την πρώτη ευκαιρία, μόλις βγήκε απ’ το παιχνίδι και τον έβαλαν στην άκρη, μετακίνησε λίγο το κέντρο βάρος του κι έπεσε, απ’ το τραπέζι κι απ’ το μπαλκόνι.
Κρύφτηκε ανάμεσα στα φύλλα ενός θάμνου, όση ώρα τον έψαχνε ο μικρός θεός.
Μετά, λίγο πριν ξημερώσει, κατρακύλησε ως τη θάλασσα.
~~
(Κάποιοι λένε ότι μέρες μετά και μήνες ξεβράστηκε σ’ ένα νησί. Η αλμύρα και τα κύματα το ‘χαν γλείψει κι είχε γίνει σαν κοχύλι. Όμως αυτό ίσως και να ‘ναι ψέμα.)