Ένας ευγενικός σαραντάρης με κόκκινα γυαλιά, συγγραφέας του πιο αριστοτεχνικά γραμμένου και αστείου ελληνικού μυθιστορήματος των τελευταίων χρόνων, που του πήρε δέκα χρόνια για να το γράψει.
ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ ΚΡΙΤΖΑ
Ο Μάκης Τσίτας γεννήθηκε το 1971 στον Αξό των Γιαννιτσών – ένα χωριό 1.500 κατοίκων, εκ των οποίων οι μισοί περίπου ήταν νταλικέρηδες (όπως ο μπαμπάς του) κι οι άλλοι μισοί αγρότες (όπως η μαμά). Δούλευε από 12 χρονών στα χωράφια, όλα τα καλοκαίρια, βγαίνοντας στη θάλασσα όλες κι όλες δυο-τρεις φορές το χρόνο. Στα 14, οδηγούσε αγροτικό. Λίγο πριν, στα διαλείμματα από τη δουλειά, είχε αρχίσει να διαβάζει λογοτεχνία. Όσο οι άλλοι έκαναν τσιγάρο ας πούμε, εκείνος άνοιγε βιβλίο. Έτσι, από μόνος του. Επιστρέφοντας σήμερα στα βιβλία που πέρασαν απ’ τα χέρια του εκείνη την εποχή, πολλές φορές βρίσκει στις σελίδες λεκέδες από λάσπες. «Τα πρώτα δύο που διάβασα ήταν η“Αιολική γη” του Βενέζη και το “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα” του Λουντέμη», θυμάται. «Ωραία βιβλία, αν και όχι αριστουργήματα. Αλλά από τη στιγμή που τα διάβασα, το χωριό άρχισε να με πνίγει. Ασφυκτιούσα. Πήγαινα στην καφετέρια και οι μισοί συμμαθητές μου μιλούσαν για τις νταλίκες, οι άλλοι μισοί για τα χωράφια. Εγώ ήξερα και τις δύο δουλειές λόγω των γονιών μου, αλλά δε με ενδιέφεραν. Ήμουν καλός στο να τσαπίζω και στο να μαζεύω ροδάκινα, αλλά το μυαλό μου πια το ‘χα στο γράψιμο, στις ταινίες, στη μουσική. Άκουγα Χατζιδάκι και Θεοδωράκη και δεν είχα με ποιον να το μοιραστώ».
Ψάχνοντας κάτι κοντά στο γράψιμο, σπούδασε δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη, γράφοντας παράλληλα την πρώτη του συλλογή διηγημάτων «Πάτυ εκ του Πετρούλα»(«αποτυχημένος τίτλος»), που εκδόθηκε λίγο αργότερα, το ’96, από τον Καστανιώτη. Στο μεταξύ είχε κατέβει μόνιμα στην πρωτεύουσα. Δεν τον ενδιέφερε να βγάλει βιβλία σώνει και καλά – απλώς να γράφει. Δυο διηγήματα, μετά ένα μικρό μονόπρακτο, μετά τρία ποιήματα κλπ. «Τελειώνοντας ένα διήγημα με κεντρική ηρωίδα την αδερφή μου και τον Οδυσσέα (έναν αλήτη γάτο που είχαμε και μετά μας το ‘σκασε γιατί το ‘ριξε στους έρωτες), είδα πως μου βγήκε παιδικό. Στην πορεία αγάπησα την παιδική λογοτεχνία και προέκυψαν κι άλλα. Βέβαια όταν βγάζω παιδικό βιβλίο, ακούω φίλους να μου λένε “πολύ ωραίο – πότε θα βγάλεις κανονικό;”. Τσαντίζομαι μ’ αυτό… Εγώ τα θεωρώ ισότιμα με αυτά των ενηλίκων και με τα θεατρικά μου».
Γράφει ο Φοίβος Δεληβοριάς στο Popaganda για το «Μάρτυς μου ο Θεός»: «Aν έπαιρνα ποτέ συνέντευξη από τον Μάκη Τσίτα, θα τον ρωτούσα για τον “Λούσια”, και τον“Άντριαν Μολ”, τις μεταφράσεις του Κακίση στην πρόζα του Γούντι Άλεν, τα μπουρδέλα και τις καφετέρειες, τον Σάλιντζερ, τον Φόκνερ αλλά και τον Μάτεσι…». Toν ρωτάω λοιπόν εγώ, για καθένα ξεχωριστά: «Ο “Λούσιας” είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, ένας πολύ γοητευτικός ήρωας. Τον άλλον δεν τον ξέρω, πραγματικά. Ο Γούντι Άλεν μ’ αρέσει πολύ, αλλά κυρίως μέσα από τις ταινίες του. Σε μπουρδέλο έχω πάει μία φορά, ήμουν μαζεμένο παιδί. Δε μου ταιριάζουν και είμαι τυχερός γιατί έκανα πολλές σχέσεις – μίλησα όμως με κόσμο για να πάρω υλικό για το βιβλίο. Μετά σε καφετέριες πήγαινα συνέχεια μέχρι τα 18. Σήμερα δεν πηγαίνω, έχω όμως μια καλή εικόνα του ενήλικου που πηγαίνει, μέσω του πατέρα μου, ο οποίος ήταν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σε μια καφετέρια – τον φώναζα για να φάμε. Από Σάλιντζερ, ο “Φύλακας στη Σίκαλη” βέβαια είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία, από Μάτεσι μου αρέσουν πολύ τα θεατρικά του, έχουν μια τρέλα κι ένα σουρεαλισμό πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα κι από πεζά η “Μητέρα του Σκύλου”. Από Φόκνερ, το “Καθώς ψυχορραγώ”».
Του ζητάω να ορίσει εκείνος τις επιρροές του και περνάει στους Έλληνες. Αναφέρει τονΠεντζίκη, τον Καζαντζή, τον Μπακόλα, τον Ιωάννου, το Σκαρίμπα, το Βαλτινό. Το «Μάρτυς μου ο Θεός» είναι ένα αστείο βιβλίο, όπως όλοι όμως έτσι και ο ίδιος ο συγγραφέας του, σπάνια βρίσκει το γέλιο στα βιβλία: «Γενικότερα στη λογοτεχνία είναι όλα βαριά κι ασήκωτα. Το χιούμορ δεν λείπει, αλλά δύσκολα ξεκαρδίζεσαι με κάτι… Είχα ζηλέψει όμως, παρ’ όλο που δεν βλέπω τηλεόραση, τη σειρά “Εγκλήματα”. Το χιούμορ του παραλογισμού. Τα βλέπω ακόμα στο youtube, θα ‘θελα να το ‘χα γράψει εγώ. Ε κι από ταινίες γελάω με τον Γούντι Άλεν ή με το “Της Κακομοίρας” ας πούμε».
Πέρα από τη συγγραφικό τερέν, στο οποίο ποτέ δεν πατούσε και με τα δύο πόδια, ο Τσίτας περπατούσε πάντα και στους στενούς διαδρόμους των περιοδικών: «Ήρθα στην Αθήνα για να αναλάβω καθήκοντα αρχισυντάκτη στο λογοτεχνικό περιοδικό “Περίπλους”, όπου έμεινα για 13 χρόνια, μέχρι που έκλεισε. Μετά με δυο φίλους κάναμε το “Index”, που ήταν το πρώτο free-press για το βιβλίο. Όταν έκλεισε κι αυτό, είδα ότι είναι η εποχή του διαδικτύου και έκανα το diastixo.gr, που πήγε ανέλπιστα καλά, έγινε το πρώτο σε επισκεψιμότητα λογοτεχνικό περιοδικό στο είδος του και συνεχίζει». Έχει μεγάλη πλάκα, διαπιστώνει, το πώς διαφημίζουν κάποιοι συγγραφείς τον εαυτό τους: «Με παίρνουν και μου λένε “θα σας στείλω το βιβλίο μου και παρ’ ότι δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου, νομίζω πως είναι καταπληκτικό – διαβάστε το και θα δείτε”. To θεωρώ αδιανόητο, δε θα το έκανα ποτέ. Όμως το ακούω συχνά. Και όχι μόνο από άγνωστους συγγραφείς που θέλουν να τραβήξουν την προσοχή. Το κάνουν και αναγνωρισμένοι…».
Αν είσαι συγγραφέας απαιτήσεων και όχι Λένα Μαντά, θα βγάζεις φραγκοδίφραγκα και θα πεις ωραία, ασχολούμαι μ’ αυτό και αρχίζει μετά η μιζέρια, ένα πράγμα που εμένα με πιάνει η ψυχή μου, πραγματικά
Με το να μην είναι αφοσιωμένος εξ ολοκλήρου στη συγγραφή, ο Tσίτας έχει καταφέρει να ζει από τις δουλειές του αξιοπρεπώς: «Οι άνθρωποι που ζήλευα δεν ήταν ποτέ αυτοί που έκαναν λεφτά, αλλά οι καλλιτέχνες, γι’ αυτά που δημιουργούσαν. Όμως από όταν ήμουνα μικρός και ήμουνα μέσα στο πάθος και σκεφτόμουνα τα βιβλία και τους ήρωες, δεν έλεγα θέλω να γίνω σπουδαίος συγγραφέας αλλά ευτυχισμένος άνθρωπος. Να απολαμβάνω τα μικροπράγματα. Ας γράψω και πέντε βιβλία λιγότερα. Στην Ελλάδα ξέρεις, ο συγγραφέας είναι παγίδα. Είμαστε μικρή αγορά. Οι μισοί Έλληνες δεν έχουν ανοίξει ένα βιβλίο στη ζωή τους. Ή σου λέει η άλλη, δικηγόρος από το Κολωνάκι, “είμαι βιβλιοφάγος”. Και στην πραγματικότητα είναι σκουπιδοφάγος, διαβάζει μόνο μαλακίες… Υπάρχουν συγγραφείς φίλοι μου και γνωστοί κάποιοι, που λένε “θα αφιερωθώ στο γράψιμο”. To καταλαβαίνω σ’ ένα σημείο, γιατί τους έχει παρασύρει η λογοτεχνία, έχουν χωθεί μέσα της και δεν μπορούν να κάνουν τίποτ’ άλλο. Το σέβομαι απόλυτα. Όμως, για τα ελληνικά δεδομένα, είναι πολύ κουραστικό και δε βγάζει πουθενά. Αν είσαι συγγραφέας απαιτήσεων και όχιΛένα Μαντά, θα βγάζεις φραγκοδίφραγκα και θα πεις ωραία, ασχολούμαι μ’ αυτό και αρχίζει μετά η μιζέρια, ένα πράγμα που εμένα με πιάνει η ψυχή μου, πραγματικά».
Του ζητάω να μου πει τι άνθρωπος είναι και, όπως όλοι, κομπλάρει κάπως στην ερώτηση: «Δεν ξέρω. Συγκρατημένος… Αισιόδοξος… Πολλές φορές μπορεί να μη μου φαίνεται, μου λένε ότι έχω άγρια φάτσα, ότι υπάρχει μια κατήφεια… Όχι, είμαι αισιόδοξος και γεννάω πολλές ιδέες που με κινητοποιούν. Αυτή τη στιγμή έχω θέματα για δέκα μυθιστορήματα, για παιδικά, για παραστάσεις… Κι αυτό ξεκινάει από μια αισιοδοξία». Όσο για το τι θα έκανε αν συναντούσε τον ήρωα του βιβλίου του, το Χρυσοβαλάντη, ένα μεσημέρι τυχαία στο δρόμο, «θα τον ρωτούσα για την υγεία του, θα τον κερνούσα καφέ, θα τον έβαζα να μου λέει ιστορίες και κάνα αστείο για να γελάσω. Όπως κάνουν δυο καλοί φίλοι…».
ΙΝFO
Το «Μάρτυς μου ο Θεός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
ΠΗΓΗ...http://popaganda.gr/