Τρίτη 25 Ιουλίου 2017
Ο "θερμός" Τζίμης Πανούσης στο "αναρχικό" Φεστιβάλ Πόζαρ
Κυριακή 23 Ιουλίου 2017
Παρά το προχωρημένο της ώρας, κοντεύει 9.45 μ.μ. η καλοκαιρινή ζέστη με αναγκάζει να ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα του αυτοκινήτου μου και καθώς κατευθύνομαι προς τον συναυλιακό χώρο των Λουτρών Πόζαρ, μια κατευναστική δροσιά με αγκαλιάζει, καθώς διασχίζω τον ποικιλόχρωμο κάμπο του Λουτρακίου.
Στην διαδρομή προς τον προορισμό μου, κάποια νεροφαγώματα του δρόμου με κάνουν να ψιλοτρομάζω, ενώ ο εξωτερικός ήχος από τα χιλιάδες τριζόνια και τζιτζίκια, αναμιγνύουν το ερωτικό τους κάλεσμα προς το ταίρι τους, με την στριχνή φωνή και την ηλεκτρική μπλουζιά του βασιλιά B.B. King , ο οποίος είναι μόνιμα εγκατεστημένος στο πλέηερ, δημιουργώντας έναν απόλυτο νατουραλιστικό και ενδιαφέροντα συνδυασμό κάνοντάς με να γαληνεύω.
Αφού διασχίζω τον περιφερειακό δρόμο του Λουτρακίου, προσπερνώντας βιαστικά τα δεκάδες άτσαλα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στην εκκλησία του χωριού, κι αφού κοιτάζω ασυναίσθητα το τζιν και τη μακό μπλούζα που φοράω, νιώθοντας λίγο σαν παλιάτσος, παρατηρώντας έξω από το Ναό να κυκλοφορούν όλοι με κοστούμια και τουαλέτες, λόγω του γάμου που τελείται, παίρνω την ανηφόρα προς τα Λουτρά και σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στην περιοχή του πάρκινγκ. Κάποιοι εθελοντές του συλλόγου νέων Λουτρακίου, με παραπέμπουν να φύγω πιο βόρεια, επειδή ο χώρος έχει γεμίσει και μέσα στο σκοτάδι ανηφορίζω προς τα βορειοανατολικά, όπου μετά από μικρή προσπάθεια, αφήνω το αυτοκίνητο δίπλα στο πρανές του δρόμου.
Ακολουθώ μια παρέα νεαρών, οι οποίοι ευτυχώς βρέθηκαν στο δρόμο μου και με οδηγούν προς τη συναυλία, διαφορετικά μάλλον θα χανόμουν λόγω της φωτοφοβίας, που με παιδεύει τα τελευταία χρόνια και η οποία μου στερεί την βραδινή μου όραση, καθιστώντας με σχεδόν τυφλό.
Περπατήσαμε για λίγα λεπτά, και νιώθοντας την νυχτερινή δροσιά να μας αγκαλιάζει και αφού διασχίσαμε την τεράστια σιδερένια γέφυρα, πάνω από τον ποταμό που διαρρέει το παραδεισένιο φαράγγι των Λουτρών, φτάνουμε τελικά στον χώρο της συναυλίας.
Αντικρίζοντας την αχανή φωταγωγημένη έκταση, με τους εκατοντάδες επισκέπτες, ξεκίνησε εκείνο το γνώριμο καρδιοχτύπι μου, κάθε φορά που βρίσκομαι σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Αδρεναλίνη, θετική διάθεση και μια ανεξήγητη επιθυμία να τα δω όλα, να μην χάσω την παραμικρή λεπτομέρεια από τα όσα θα διαδραματιστούν.
Εξερευνώντας τον χώρο για να βρω το καταλληλότερο οπτικό πεδίο, έκανα μια βόλτα προς τα καλοστημένα μπαρ και αφού παίρνω μια παγωμένη μπίρα από τους ευγενέστατους και εγκάρδιους εθελοντές διοργανωτές, κατευθύνομαι προς την θέση που έχω «κλειδώσει» στις πρώτες γραμμές, έχοντας τη σκηνή, μπροστά μου.
Ήδη το πρόγραμμα έχει ξεκινήσει και την εξέδρα της παράστασης έχει καταλάβει το συγκρότημα Χατζηφραγκέτα.
Τέσσερα άτομα, ντραμς-κιθάρα-μπάσο και φωνή.
Σφιχτός, δεμένος ήχος με ωραία φωνητικά από τον τραγουδιστή, με άγνωστα για μένα τραγούδια και ρυθμούς, που φλερτάρουν τη ροκ, τις ρίμες και κάπου κάπου μου θυμίζουν πολλές ρεμπέτικες επιρροές.
Στίχος, ανατρεπτικός, καμιά φορά αθυρόστομος και αναρχικός. Αυτοσαρκάζονται συχνά και παίζουν με το κοινό στα όρια, κάτι που σε μερικά σημεία με ενόχλησε, ενώ μέσα μου αναρωτιόμουν μήπως τελικά γέρασα κι έγινα πουριτανός.
Μη θέλοντας να παραδεχτώ κάτι τέτοιο, ξεκίνησα να ετοιμάζω την κάμερά μου, ενώ το σημειωματάριό μου άρχισε να γεμίζει με τα συνήθη ορνιθοσκαλίσματα-σημειώσεις.
Ένα γιγαντόσωμο λυκόσκυλο, ήρθε και ξάπλωσε ανάσκελα δίπλα μου, σηκώνοντας τα τέσσερα πόδια του ψηλά, αδιαφορώντας για τον δυνατό ήχο και τους εκτυφλωτικούς προβολείς.
Ο χώρος σε λίγη ώρα γέμισε σχεδόν και μόλις τελείωσαν οι Χατζηφραγκέτα, μια ηλεκτρισμένη αγωνία άρχισε να πλανάται, καθώς η στιγμή για την οποία είχαμε έρθει όλοι, έφτασε.
Μπορούσα να διακρίνω ένα κράμα, ένα ποικίλο μωσαϊκό ηλικιών ανάμεσα στο πλήθος, από μικρούς έφηβους μέχρι και αρκετούς μεσήλικες, και ένα ηλίθιο χαμόγελο εγκαταστάθηκε μόνιμα στο πρόσωπό μου, με την διαπίστωση, ότι δεν είμαι ο γεροντότερος στο φεστιβάλ.
Ξεθαρρεύοντας λοιπόν, αποφασίζω να ακολουθήσω το ένστικτο του ρεπόρτερ και με το σακίδιο στον ώμο και την κάμερά μου στο λαιμό, αναλαμβάνω δράση.
Εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες μου με τα παιδιά του συλλόγου, παρεισφρέω πίσω από την τεράστια μεταλλική εξέδρα και αφού φωτογραφίζω τους πρωταγωνιστές της παράστασης, οι οποίοι ζεσταίνονται για το σώου, έχοντας από μια λευκή πετσέτα στο λαιμό τους, κάνω ένα αποφασιστικό και θρασύ βήμα, κι ανεβαίνω στη σκηνή, από όπου θα καλύψω το ρεπορτάζ. Κάθομαι σε μια γωνιά της σκηνής, πίσω από κάποιο πελώριο ηχείο και αναμένω καρτερικά να ανέβει κάποιος σεκιουριτάς να με κατεβάσει κάτω.
Αφού δεν συνέβη κάτι τέτοιο, παίρνω θάρρος και αρχίζω να μπαίνω στο πνεύμα της εκδήλωσης, αποφασισμένος να το απολαύσω στο έπακρο.
Ο πρόεδρος του συλλόγου, Αλέξης, αφού ευχαριστεί όσους βοήθησαν στην πραγματοποίηση του φεστιβάλ, αναγγέλλει την έναρξη του σόου.
«Κυρίες και κύριοι, ο Τζίμης Πανούσης».
Το πλήθος επευφημεί, καλωσορίζοντας τον αγαπημένο τραγουδοποιό, κι αυτός με το χαρακτηριστικό του στυλ, που πάντα μου θύμιζε μια χαζοχαρούμενη φάτσα, αν και δεν ισχύει φυσικά μιας και η οξυδέρκεια του Πανούση είναι αξιοζήλευτη.
Κάνοντας μια έναρξη με ένα πλέι μπακ τραγούδι όπερας, με τον Φον Κάραγιαν να διευθύνει την κλασσική ορχήστρα στο βιντεογουόλ και ύστερα από τα γνωστά του αστειάκια, πολλές φορές σοκαριστικά και άκρως ανατρεπτικά, ξεκινάει επιτέλους το κυρίως μέρος του σόου.
Ένας ροκ καταιγισμός, με τραγούδια-αναδρομή από το ξεκίνημα του «αναρχικού» καλλιτέχνη με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, μέχρι και τα πιο πρόσφατα, που κάνουν το πλήθος να δονείται, να πάλλεται και να συμμετέχει.
Η συνεργάτες μουσικοί του Τζίμη, αληθινοί επαγγελματίες, δημιουργούν το καταλληλότερο μπαγκράουντ, τα ακατάπαυστα ραπίσματα σωστοί πυροβολισμοί του ντράμερ Βασίλη Κοκώνη, το ρυθμικό εκκωφαντικό μπάσο του Αλέκου Αράπη (Απροσάρμοστοι) που δονεί βαθιά μέσα σου τα τύμπανα των αυτιών, η πανδαισία των γλυκών ήχων των πλήκτρων του Βασίλη Γκίνου και ο, σαν ηλεκτροσόκ, ηλεκτρικός ήχος της κιθάρας του Στέλιου Φράγκου, δημιουργούν ένα αρμονικό δέσιμο με την μπάσα και επιβλητική φωνή του τραγουδιστή, ξεσηκώνοντας τους θαυμαστές.
Όντας πρώτη μου φορά τόσο κοντά σε μια συναυλία ροκ, έχοντας το ελεύθερο να περιφέρομαι μεταξύ των καλλιτεχνών, μένω έκθαμβος από το πώς είναι στημένος ο ήχος, με τους προσωπικούς δορυφόρους ηχεία για τον κάθε συντελεστή. Δεν έχει καμιά σχέση με το πώς ακούει ο απλός ακροατής από κάτω. Μαγεύομαι και δειλά δειλά κάνω βήματα προς όλες τις γωνίες, θέλοντας να αποκτήσω την εμπειρία απόλυτα.
Μια ιερουργεία τελείται μπρος στα μάτια μου, από το «Καλάβρυτα» στο «Disco tsoutsouni», από το «Κάγκελα παντού» στο «Νεοέλληνας», όλες οι επιτυχίες παρελαύνουν μπροστά στο κοινό που παραλληρεί, με τον «Νταλάρα», την «Ανακωχή», το «Αχ Ευρώπη» και το «Μάνα μανούλα».
Τον Πανούση τον γνώρισα από τα πρώτα του βήματα και παρότι δεν μου αρέσουν τα κάποια ακραία και επιτηδευμένα σόκιν τραγούδια που κατά καιρούς κυκλοφορεί, μου προκαλούσε πάντα ενδιαφέρον ο αναρχικός τρόπος και η επαναστατική οπτική του στα μουσικά, κοινωνικά και πολιτικά πράματα και γι αυτό ίσως τον παρακολουθούσα μέχρι σήμερα.
Τον θεωρώ δε ως έναν από τους πιο ταλαντούχους τραγουδοποιούς και έχω την εντύπωση ότι αν ήθελε να εκμεταλλευτεί το κατεστημένο, θα γινόταν προσιτότερος και διασημότερος και κατ επέκταση, πλουσιότερος.
Έχοντας παρακολουθήσει αρκετές συναυλίες του παλαιότερα, έχω να παρατηρήσω ότι η φωνή του έχει ωριμάσει, καθώς και η παρουσία του στη σκηνή είναι ελκυστική, όμως στη συγκεκριμένη συναυλία που παρακολούθησα, μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν στατικός και ψυχρά επαγγελματίας. Ήρθε για να πει αυτά που είχε να πει και τίποτα παραπάνω. Θα τον προτιμούσα περισσότερο κινητικό και πιο ενθουσιώδη, όπως τον έχω συνηθίσει.
Ενυγουέη, η βραδιά για μένα προσωπικά, κρίνεται με θετικό πρόσημο και θεωρώ, ότι στο συναυλιακό μου πορτοφόλι, προστέθηκε άλλο ένα ομόλογο. Από αυτά που με καθιστούν πλουσιότερο και εμπειρότερο από ακούσματα και συναισθήματα.
Αναχωρώντας από τον χώρο, μετά από ένα απολαυστικό τρίωρο, και φέγγοντας με το φως του κινητού μου για να προσεγγίσω το αυτοκίνητό μου, σκεφτόμουν το πόση σπουδαία δουλειά γίνεται από τον σύλλογο νέων του Λουτρακίου και το πόσο ψηλά έχουν ανεβάσει τον πολιτιστικό πήχη στα πράγματα της περιοχής μας, προσφέροντας μικρά λιθαράκια στο οικοδόμημα της πνευματικής και καλλιτεχνικής αφύπνισης όλων μας.