Κυριακή 26 Απριλίου 2020
«Να με αγαπάς»
Ακόμα και αν είναι λάθος
ακόμα και αν ο χρόνος είναι λίγος
να με αγαπάς
ακόμα και αν όλοι λένε ότι δεν αξίζει.
Ακόμα και αν το τώρα είναι η τελευταία στιγμή
να με αγαπάς
ακόμα και αν η ζωή είναι όμορφη
και δεν την αντέχω
ακόμα και αν η θάλασσα καταπιεί τα βουνά.
Ακόμα και αν τελειώνει η υπομονή σου
να με αγαπάς
ακόμα και αν νομίζω ότι δεν το θέλω
γιατί σε εσένα ξεκινά και τερματίζει η αγάπη.
Γιατί μόνο αυτό γνωρίζω από εσένα
το εμπιστεύομαι όσο τίποτα άλλο στον κόσμο
γιατί αυτό με δένει μαζί σου
και το νιώθω ως απόλυτο.
Να με αγαπάς.
Ακούς;
Θέλω να το ακούσει ο νους.
Η καρδιά!
Όλη η ύπαρξή σου.
Να με αγαπάς
γιατί έτσι μου βγάζεις τον καλύτερό μου εαυτό
στρογγυλεύουν οι γωνίες μου
χωρώ πιο εύκολα στον χώρο.
Να με αγαπάς
γιατί έτσι μπορώ και στέκομαι
γιατί η αγάπη σου είναι σαν του παράδεισου το νερό
δεν τελειώνει, πάντα θα με ξεδιψά.
Να με αγαπάς
γιατί μόνο αυτό έχω
μόνο αυτό με κάνει να αξίζω
να αποδέχομαι τον εαυτό μου
να με αγαπώ
να εξελίσσομαι.
Ιωάννης Ζουμπιάδης
ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com
Oscar Wilde – “Η ώρα της κρίσεως”
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό…
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ’ εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σου φώναξαν και δεν άκουσες έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους και πάνω στη γη Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων…”
Και ο άνθρωπος απάντησε…
“Αυτά τα έκανα…”
Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρεις και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου…”
Και ο άνθρωπος απάντησε…
“Και αυτό το έκανα…”
Και Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο…”
Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε…
“Και αυτά τα έκανα…”
Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε… “Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση…”
Και ο Άνθρωπος φώναξε… “Δε μπορείς…”
Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο… “Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση…”
“Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα” απάντησε ο Άνθρωπος…
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…
Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο…
“Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο…”
Και ο Άνθρωπος φώναξε… “Δε μπορείς…”
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο… “Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;”
“Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ”, απάντησε ο Άνθρωπος…
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…
"Εκείνο που δεν έχω… " - Fabrizio De André
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα άσπρο πουκάμισο,
εκείνο που δεν έχω είναι ένα μυστικό στην τράπεζα.
Εκείνο που δεν έχω είναι τα πιστόλια σου,
για να κατακτήσω τον ουρανό, για να κερδίσω τον ήλιο.
.
Εκείνο που δεν έχω είναι να την βγάλω καθαρή,
εκείνο που δεν έχω είναι αυτό που δεν μου λείπει.
Εκείνο που δεν έχω είναι τα λόγια σου
για να κερδίσω τον ουρανό, για να κατακτήσω τον ήλιο.
.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα ρολόι που να πηγαίνει μπροστά,
για να πηγαίνω γρηγορότερα από τον χρόνο και να είμαι σε κάποια απόσταση.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα σκουριασμένο τραίνο,
για να με μεταφέρει πίσω εκεί που ξεκίνησα.
.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα χρυσό δόντι.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα ωραίο δείπνο.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα μεγάλο λιβάδι
για να τρέξω πιο γρήγορα από την μελαγχολία.
.
Εκείνο που δεν έχω είναι τα χέρια μου στο σώμα σου.
Εκείνο που δεν έχω είναι μια διεύθυνση στην τσέπη.
Εκείνο που δεν έχω είσαι εσύ με το μέρος μου.
Εκείνο που δεν έχω είναι να σε ξεγελάσω στο παιχνίδι.
.
Εκείνο που δεν έχω είναι ένα άσπρο πουκάμισο.
Εκείνο που δεν έχω είναι να την βγάλω καθαρή.
Εκείνο που δεν έχω είναι τα πιστόλια σου
για να κατακτήσω τον ουρανό, για να κερδίσω τον ήλιο.
.
Εκείνο που έχω είναι…»
ΠΗΓΗ...https://asteritiko.wordpress.com
"Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία" - Χρόνης Μίσσιος
“Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστο μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε?
Τι την κάνουμε? Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις?
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Έτσι, μ’αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες?
Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και το διπλανό μας…
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το άυριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς… Όμως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε που?
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’τη ζωή μας, χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί?
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχθές απ’την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: “Χους ει και εις χουν απελεύσει”. Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια…”
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε?”
Τέννεσι Ουίλιαμς - Γυάλινος κόσμος (απόσπασμα)
"Δεν πήγα στο φεγγάρι, πήγα πιο πέρα. Γιατί ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση που χωρίζει δύο τόπους... Μετά από λίγο καιρό μ’ έδιωξαν από τη δουλειά, γιατί έγραψα ένα ποίημα πάνω σ’ ένα κουτί παπουτσιών. Έφυγα από το Σαιν Λούις. Κατέβηκα για τελευταία φορά εκείνη τη σκάλα κινδύνου και από τότε ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου, προσπαθώντας με τη διαρκή κίνηση να βρω αυτό που είναι χαμένο στο χάος. Γι’ αυτό και ταξίδεψα πολύ. Οι πόλεις στροβιλίζονταν γύρω μου σαν νεκρά φύλλα, φύλλα με ζωντανά ακόμα χρώματα, αλλά αποκομμένα από το κλαδί τους.
Θα μπορούσα να έχω σταματήσει κάπου, αλλά είχα την αίσθηση ότι κάτι με κυνηγούσε, κάτι που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά μου και με ξάφνιαζε. Άλλοτε ένα κομμάτι μουσικής που κάτι μου θύμιζε, άλλοτε ένα κομμάτι απλό, διάφανο γυαλί... Μπορεί να περπατάω βράδυ σ’ ένα δρόμο, σε κάποια άγνωστη πόλη, προτού βρω παρέα. Και να περάσω από μια φωτισμένη βιτρίνα αρωματοπωλείου γεμάτη πολύχρωμα γυαλάκια, μπουκαλάκια σε υπέροχες αποχρώσεις, σαν κομμάτια ουράνιου τόξου. Και τότε να νιώσω το χέρι της αδελφής μου στον ώμο μου. Στρέφω και την κοιτάζω κατάματα...
Αχ, Λώρα, Λώρα, προσπάθησα να σ’ αφήσω πίσω μου, αλλά τώρα σού είμαι πιο πιστός απ’ όσο ήμουν τότε! Ψάχνω για τσιγάρο, περνάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, τρέχω σ’ ένα σινεμά ή σ’ ένα μπαρ, παίρνω ποτό, μιλάω στον πρώτο τυχόντα που θα βρω δίπλα μου, κάνω τα πάντα για να καταφέρω να σβήσω τα κεριά σου. Γιατί σήμερα ο κόσμος φωτίζεται μόνο με αστραπές. Σβήσε τα κεριά σου."
Το θαυμαστικό! Αντόν Τσέχωφ
Την Παραμονή των Χριστουγέννων ο Εφήμ Περεκλάντι, «υπουργικός γραμματεύς», πλάγιασε πολύ άκεφος. Ένιωθε πως τον είχαν προσβάλλει βαριά.
- Παράτα με, μάγισσα! ούρλιαξε με κακία, μόλις τον ρώτησε η γυναίκα του παραξενεμένη για το κατσούφικο ύφος του.
Εκείνο το βράδυ βρισκόταν σε μια διασκέδαση και είχε ακούσει πολλά δυσάρεστα πράγματα που τον πλήγωσαν κατάκαρδα. Στην αρχή μιλούσαν για τη σημασία που έχει γενικά η μόρφωση, ύστερα η συζήτηση πέρασε, έτσι χωρίς να το καταλάβουν, στα προσόντα που χρειάζονται για να γίνει κανείς υπουργικός υπάλληλος. Και επειδή δεν έχεις ανάγκη και πολύ σπουδαία φόντα για να τρυπώσεις σε μια δημόσια υπηρεσία, το θέμα έγινε αφορμή για πικρόχολες παρατηρήσεις, παρεξηγήσεις και πειραχτικά σχόλια. Στο τέλος, όπως γίνεται πάντοτε σε κάθε ρούσικη παρέα, το γενικό ζήτημα μετατοπίστηκε σε προσωπικές περιπτώσεις.
- Θέλετε ένα παράδειγμα; Ορίστε! Εσείς, κύριε Περεκλάντιν. Έχετε μια σπουδαία θέση…αλλά ποια είναι η μόρφωσή σας;
- Καμιά, κύριε. Στη δική μου υπηρεσία δε χρειάζεται μόρφωση, αποκρίθηκε με μετριοφροσύνη ο Περεκλάντιν. Φτάνει να ξέρεις ορθογραφία.
- Και πού μάθατε εσείς ορθογραφία;
- Η συνήθεια, κύριε… Σαράντα χρόνια υπηρεσία, μαθαίνει το χέρι. Βέβαια στην αρχή ήταν κάπως δύσκολα, έκανα λάθη, αλλά με την καθημερινή ρουτίνα έμαθα.
-Και η στίξη;
- Και η στίξη το ίδιο…, δεν κάνω λάθη.
- Χμ! έκανε ο νεαρός ενοχλημένος. Η συνήθεια όμως δεν είναι το ίδιο πράμα με τη μόρφωση. Δε φτάνει να ξέρεις πού θα βάλεις τις οξείες και τις περισπωμένες… όχι κύριε! Πρέπει να ξέρεις και γιατί. Όταν βάζεις κόμμα, να πούμε, πρέπει να ξέρεις για ποιο λόγο βάζεις κόμμα… μάλιστα κύριε! Και η αυτόματη ορθογραφία σας… η ανακλαστική… δεν αξίζει καπίκι. Είναι μηχανική δουλειά και τίποτα παραπάνω.
Ο Περεκλάντιν δεν έβγαλε μιλιά, χαμογέλασε μάλιστα με μετριοφροσύνη. (Ο νεαρός ήταν γιος κρατικού συμβούλου πέμπτης τάξεως και ο ίδιος ήταν κιόλας δημόσιος υπάλληλος δέκατου βαθμού.) Αλλά τώρα που πλάγιασε άφησε να ξεσπάσουν η αγανάκτηση και ο θυμός του.
«Σαράντα χρόνια υπηρεσία δε μου είπε κανείς κουβέντα και έρχεται αυτός να μου κάνει τον έξυπνο. Αυτόματη ορθογραφία… ανακλαστική… Μηχανική δουλειά! Μπορεί να καταλαβαίνω εγώ καλύτερα από σε΄να και ας μην πήγα σε πανεπιστήμια». Αφού έλουσε το νεαρό με όλα τα επίθετα που είχε το υβρεολόγιό του και ζεστάθηκε κάτω από τις κουβέρτες, ξαναβρήκε τη γαλήνη του.
«Ξέρω… καταλαβαίνω… συλλογιζόταν μισοκοιμισμένος. Δεν βάζω ποτέ άνω τελεία εκεί που χρειάζεται κόμμα, έχω συνείδηση λοιπόν τι κάνω, ξέρω. Μάλιστα… έτσι είναι, νεαρέ μου! Πρέπει να στρωθείς στην καρέκλα, να δουλέψεις κάμποσα χρονάκια και ύστερα να κρίνεις τους γέρους».
Στα γλαρωμένα μάτια του Περκλάντιν πέρασε ξαφνικά ένα φωτεινό κόμμα σαν μετέωρο ανάμεσα σε τούφες πηχτά, μαύρα σύννεφα που του χαμογελούσαν. Ένα άλλο, και άλλο, και άλλο ακόμη, και σε λίγο ολάκερος ο απέραντος μαύρος φόντος, που απλωνόταν στον ουρανό της φαντασίας του, πλημμύρισε φωτεινά, φτερωτά κόμματα.
«Ας πάρουμε αυτά τα κόμματα για παράδειγμα, συλλογιζόταν ο Περεκλάντιν, που ένιωθε το κορμί του να ποτίζεται από μια γλυκιά νάρκη, τα ξέρω καλά… Είμαι ικανός, αν θέλεις, να βρω για το καθένα τη θέση που του ταιριάζει και… ευσυνειδήτως, όχι στην τύχη… Δοκίμασέ με και θα δεις… Όσο μπερδεμένο είναι το κείμενο, τόσο περισσότερα κόμματα χρειάζεται. Κόμμα βάζω πάντοτε μπροστά στο ‘ο οποίος, η οποία, το οποίο’ και στο ‘ό,τι’, όταν είναι αναφορικό. Όταν γράφεις μια κατάσταση των υπαλλήλων, πρέπει να βάζεις κόμμα ύστερα από κάθε όνομα. Το ξέρω».
Τα χρυσά κόμματα έπεσαν, σε λίγο, σαν βροχή και έσβησαν…
Στον απέραντο μαύρο φόντο πρόβαλαν κατακόκκινες τελείες. «Τελεία βάζουμε, όταν τελειώνουμε… Επίσης, όταν θέλουμε να δείξουμε το σημείο που πρέπει να γίνει μια μεγάλη διακοπή για να κοιτάζουμε τον ακροατή. Τελεία βάζουμε στο τέλος των μεγάλων παραγράφων, για να μην πιάνεται η ανάσα του γραμματικού που θα διαβάσει το κείμενο. Πουθενά αλλού».
Οι τελείες παιχνίδισαν, στριφογύρισαν και ο Περεκλάντιν είδε να προβάλει μπρος στα μάτια του μια ολόκληρη στρατιά από «δυο τελείες».
«Πού βάζουμε δύο τελείες; Δύο τελείες βάζουμε μετά το ‘αποφασίζομεν’, ‘διατάσσομεν’».
Οι τελείες χάθηκαν και ήρθε η σειρά των ερωτηματικών. Ξεχύθηκαν από τα σύγνεφα και άρχισαν να χορεύουν κανκάν.
«Το ερωτηματικό; Έχουν δει τα μάτια τέτοια! Και χίλια να μου δώσεις, κάπου θα βρω να τα βολέψω, Το βάζουμε πάντοτε όταν θέλουμε να ρωτήσουμε για κάτι ή όταν θέλουμε να ζητήσουμε πληροφορίες για ένα έγγραφο… ‘Πού υποβλήθηκε ο απολογισμός του τάδε έτους;’ ή ‘Το αστυνομικό τμήμα έχει πληροφορές περί της σημερινής κατοικίας του Ιβανώφ;’ κτλ».
Τα ερωτηματικά αναποδογύρισαν, ίσιωσε η μαγκουρίτσα τους και με μιας, σαν να υπάκουσαν σε κάποιο παράγγελμα, έγιναν θαυμαστικά.
«Χμ!... Αυτό ‘το σημείο της στίξεως’ μεταχειριζόμαστε πολύ συχνά στα γράμματα. ‘Αγαπητέ κύριε!’ ή ‘Εξοχότατε, πατέρα και ευεργέτη!...’ Και στα υπηρεσιακά έγγραφα όταν… μα πότε;»
Τα θαυμαστικά έκαναν ένα σάλτο μπροστά, κορδώθηκαν ακόμα περισσότερο και στάθηκαν εκεί ασάλευτα, περιμένοντας…
«Στα υπηρεσιακά έγγραφα, όταν χμ… πώς να το πω; Χμ!... Αλήθεια, πότε, βάζουμε θαυμαστικό; Στάσου… να θυμηθώ… Χμ!»
Ο Περεκλάντιν άνοιξε τα μάτια του και γύρισε από το άλλο πλευρό. Μόλις όμως έκλεισε τα βλέφαρά του, να σου τα θαυμαστικά πρόβαλαν πάλι στο μαύρο φόντο.
«Να πάρει ο διάολος!... Πότε πρέπει να βάλουμε θαυμαστικό;» συλλογιζόταν πασχίζοντας να αποδιώξει από τη φαντασία του αυτούς τους ενοχλητικούς επισκέπτες. «Το ξέχασα λοιπόν; Βέβαια, ή το ξέχασα ή δεν έβαλα ποτέ…»
Άρχισε να ξαναζωντανεύει στη θύμησή του τα έγγραφα που είχε συντάξει στα σαράντα χρόνια της υπαλληλικής του ζωής. Βασάνισε τη σκέψη του, έστυψε το μυαλό του, τίποτα! Ο Περεκλάντιν κατσούφιασε! Σε όλο αυτό το ταξίδι στα περασμένα δε βρήκε ούτε ένα θαυμαστικό.
«Μα είναι καταπληκτικό! Γράφω σαράντα ολόκληρα χρόνια και δεν έχω βάλει ούτε μια φορά θαυμαστικό!... Χμ!... Πού διάολο μπαίνει αυτός ο μπελάς;»
[…]
-Μάρθα, ψιθύρισε, και σκούντηξε τη γυναίκα του, που πάντοτε καμάρωνε για τα χρόνια που πέρασε εσωτερική στο λύκειο. Ξέρεις, μάτια μου, πού βάζουμε θαυμαστικό, όταν γράφουμε;
-Και βέβαι ξέρω! Εφτά χρόνια έμεινα εσωτερική. Ξέρω όλη τη γραμματική απ’ έξω κι ανακατωτά. Αυτό το σημείον στίξεως χρησιμοποιείται εις τας προσφωνήσεις, τας αναφωνήσεις και όταν θέλομεν να εκφράσωμεν ενθουσιασμόν, αγανάκτησιν, χαράν, οργήν, και άλλα συναισθήματα.
«Ωραία! Συλλογιζόταν ο Περεκλάντιν. Ενθουσιασμό, αγανάκτηση, χαρά, οργή και άλλα συναισθήματα…»
Ο υπουργικός υπάλληλος βυθίστηκε στις σκέψεις του. Σαράντα χρόνια μουντζούρωνε χαρτιά, είχε γεμίσει χιλιάδες κόλλες, μυριάδες και όμως δε θυμάται ούτε μια μονάχα γραμμή που να εκφράζει ενθουσιασμό, αγανάκτηση ή κάτι τέτοιο.
«Και άλλα συναισθήματα…συλλογιζόταν. Μα τι χρειάζονται τα συναισθήματα στα υπηρεσιακά έγγραφα; Ακόμα κι ένας αναίσθητος μπορεί να τα συντάξει…»
[…]
…Μαρτύρησε όλη τη νύχτα. Μα και το πρωί δεν τον άφησε καθόλου το φάντασμα. […] Βγαίνοντας στο δρόμο φώναξε ένα έλκηθρο και, καθώς πλησίαζε ο αμαξάς, νόμισε πως αντί για έλκηθρο ερχόταν καταπάνω του ένα πελώριο θαυμαστικό.
Πέρασε το κατώφλι του γραφείου και ο κλητήρας του φάνηκε σαν θαυμαστικό. Όλα του μιλούσαν για ενθουσιασμό, αγανάκτηση, οργή. Έπιασε τον κοντυλοφόρο και νόμισε πως κρατούσε ένα θαυμαστικό στα δάχτυλά του… Ο Περεκλάντιν βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και υπόγραψε: «Εφήμ Περεκλάντιν, γραμματεύς!!!»
Και απλώνοντας αυτά τα τρία θαυμαστικά στην αράδα, δοκίμαζε ενθουσιασμό, αγανάκτηση, χαρά και την ίδια στιγμή έβραζε από το κακό του.
-Για κοίτα! Για κοίτα! μουρμούρισε καρφώνοντας το βλέμμα του στον κοντυλοφόρο.
Το φωτεινό θαυμαστικό ικανοποιημένο πια εξαφανίστηκε.
Αντόν Τσέχωφ, Διηγήματα
Μετάφραση Κυρ. Σιμόπουλος
Θεμέλιο, Αθήνα 2000