Χαζεύεις σχεδόν, έτσι όπως «τρέμουν» τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του, καθώς το σόλο διαχέεται στη ζούγκλα…
Αν και δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσοι παίκτες ακριβώς βρέθηκαν στο πάλκο, είναι σίγουρο πως αυτοί ήταν πάνω από δεκαπέντε! Καθόλου άσχημα, σε πρώτη φάση!
Κι αυτό το λέω, έχοντας κατά νου πως δεν είναι ό,τι ευκολότερο ν’ αποτυπώσεις όπως πρέπει τον ήχο τόσων οργάνων… δια της κινηματογραφήσεως. Συν το γεγονός πως την πρωτοκαθεδρία δεν μπορεί παρά να την είχε η… Lucille. Ο B.B. King εμφανίζεται ιδρωμένος από το πρώτο λεπτό (μιλάμε για τέλη Σεπτεμβρίου σε μια χώρα με τροπικό κλίμα), με το πρόσωπό του ν’ αστράφτει και να μορφάζει μ’ εκείνες τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες, που φανερώνουν άνθρωπο που έχει νιώσει στον απόλυτο βαθμό ό,τι τραγουδάει. Εκφραστικότατος λοιπόν και κινητικός (ήταν εξάλλου 49 ετών), κι έχοντας πίσω του μιαν εξαιρετική μπάντα –συν την ορχήστρα με το μαέστρο της Hampton Reese– ο «βασιλιάς» αρχίζει ν’ αποδίδει το ένα κομμάτι μετά το άλλο.
Πίσω του ο λευκός πιανίστας Ron Levy, ο σαξοφωνίστας Bobby Forte, ο ντράμερ Sonny Freeman, o κιθαρίστας Larry Carlton(!) και όλοι οι υπόλοιποι οργανοπαίκτες, στο μέσον ενός σταδίου, με τον κόσμο ζαλισμένο κι ιδρωμένο στις κερκίδες.
Πρώτο κομμάτι το δυναμικό και επιτυχημένο “To know you is to love you” και δεύτερο το “I believe in my soul”, μία αργή blues μπαλάντα, με εκτεταμένη εισαγωγή και μ’ ένα ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται για το πιάνο του Levy.
Το “Why sing the blues” είναι ένα πυρωμένο funky blues, με φοβερό παίξιμο στην κιθάρα, ωραία γυρίσματα, μα και μ’ ένα παιγνίδι με τον ντράμερ προς το τέλος.
Στο mid-tempo “Ain’t nobody home” είναι ολοφάνερες οι gospel αναφορές του…. Riley B. King, ο οποίος, ως γνωστόν, έμαθε να τραγουδά τα blues σε gospel χορωδία.
Το “Sweet sixteen”, αν δεν με απατούν οι σημειώσεις μου, το πρωτοηχογράφησε ο B.B King στα τέλη του ’59, με αρχές του ’60, για την Kent. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, το τραγούδι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ρεπερτόριό του. Η κάμερα που κινείται πολύ ωραία και καθόλου… πορνογραφικώς (εννοώ, πως δεν επιμένει σε λεπτομέρειες) πιάνει κάποια στιγμή και τον Muhammad Ali στην εξέδρα, ο οποίος φαίνεται πως βρισκόταν στο Ζαΐρ ένα μήνα πριν τον αγώνα.
Το “The thrill is gone” έχει βεβαίως την τιμητική του. Όχι γιατί υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του «βασιλιά», αλλά και γιατί φυλάγεται για την Κινσάσα μία εκπληκτική version, σχεδόν ψυχεδελική, με έξοχα γεμίσματα από το τενόρο του Forte και με την τελευταία στροφή…
You know I’m free, free now baby I’m free from your spell I’m free, free now I’m free from your spell And now that it’s over All I can do is wish you well... ν’ ανεβάζει ακόμη περαιτέρω την έξαψη και τη συγκίνηση.
Στο υπ’ αριθμόν 7 κομμάτι, το “Guess who”, ο B.B. King παρουσιάζει τους μουσικούς, που βρέθηκαν μαζί του στη σκηνή, ενώ στο έσχατο “I like to live the love” (επέχει ρόλο encore), που είναι ένα θαυμάσιο soul-blues έντονης αφήγησης, ο κόσμος συμμετέχει στη γιορτή χορεύοντας και τραγουδώντας.
Η τελευταία σεκάνς, που μοιάζει με την αρχική, δείχνει το «βασιλιά» και τους μουσικούς του σ’ ένα… ο θεός να το κάνει καμαρίνι, να ξαποσταίνουν μετά τη συναυλία. Αν υπάρχει κάτι που αξίζει να σημειωθεί, πράγμα που το λέω επειδή έχω ακούσει διάφορα άλμπουμ του B.B. King, όπως επίσης τον έχω δει και σε διάφορα, παλαιά, DVD –που έχουν κινηματογραφηθεί παλαιά εννοώ, καθότι live και με τα μάτια μου τον είδα γέροντα πια στην Ελλάδα– είναι το γεγονός πως ο ήχος του είναι διαφορετικός στο στούντιο από ’κείνον των συναυλιών.
Επένδυε δηλαδή ο «βασιλιάς» στις συναυλίες. Όπως αναφέρει και ο Charles Sawyer (συγγραφέας της πρώτης βιογραφίας του B.B. King “The Arrival of B.B. King”, στις εκδόσεις Doubleday, το 1980), ο άνθρωπός μας ήταν συνεχώς στο πάλκο, πολλές φορές, δε, για περισσότερο από 300 ημέρες το χρόνο! (Όπερ σημαίνει πως ένας επιεικής υπολογισμός θα μπορούσε να μετρήσει έως 15 χιλιάδες συναυλίες, ή και πιο πολλές!).
Εντάξει η δισκογραφία, τα live όμως ήταν εκείνα που έπλεξαν τo μύθο του μέγιστου κιθαρίστα, που πέρασε στην αθανασία πριν μερικές ώρες, στα 89 του. Γι’ αυτά λοιπόν τα live φύλαγε κι ο ίδιος έναν άλλο ήχο. Όπως λέει και ο Sawyer στις παραστάσεις συνήθως τσίτωνε τον ενισχυτή της κιθάρας του (έναν Lab Series L5), βγάζοντας ήχο άγριο και πλούσιο. Ενώ, στο στούντιο, όπου υπήρχε μεγαλύτερος έλεγχος του ήχου, μπορούσε να παίζει και με πολύ χαμηλότερο volume, προσδοκώντας ήχο περισσότερο διαυγή και καθαρό.
Κοιτάζοντας, πάντως, την εισαγωγή στο “Sweet sixteen” μένεις έκπληκτος από την τεχνική του παίκτη. Ενώ το χέρι του δεν μετακινείται για περισσότερα από τέσσερα frets και παίζοντας με τρεις μόνο χορδές, κατορθώνει να παράξει εκείνον το μοναδικό «σήμα κατατεθέν» ήχο του με το μοναδικό vibrato.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΔΩ