|
Βασιλική Αγίου Αχιλλείου Πρεσπών |
Από την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1913 έως και τη σημερινή εποχή, παρατηρείται στις ακριτικές κυρίως περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας ένα, άγνωστο στο ευρύ κοινό, ιδιαίτερο γλωσσικό φαινόμενο. Οι Μακεδόνες Έλληνες των περιοχών που προαναφέρθηκαν ομιλούν, πέραν της μητρικής Ελληνικής τους γλώσσας, ένα γλωσσικό ιδίωμα, σλαβογενούς προέλευσης εμπλουτισμένο με πολλές Ελληνικές, Τουρκικές και Αλβανικές λέξεις.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορούν τη δημιουργία του ιδιώματος αυτού αλλά και τα αίτια αφομοίωσης του από τους ποικίλους λαούς της περιοχής της ιστορικής Μακεδονίας.
Είναι ευρέως γνωστή η κάθοδος των σλάβων τον 6ο μ.Χ αιώνα στη βόρεια βαλκανική. Μετά την εγκατάστασή τους τα σλαβικά φύλα άρχισαν να επιδίδονται σε ληστρικές επιδρομές στα Βυζαντινά εδάφη της Μακεδονίας. Οι επιδρομές αυτές είχαν ορισμένες φορές ως αποτέλεσμα την μερική εγκατάσταση των φύλων αυτών σε βυζαντινά εδάφη στο χώρο τη ιστορικής Μακεδονίας, όπου κατοικούσαν αμιγείς Ελληνικοί πληθυσμοί. Έτσι, κατά τους επόμενους αιώνες υπήρξε μια αλληλεπίδραση μεταξύ Ελλήνων (τότε Βυζαντινών κατ’ όνομα) και Σλάβων. Για να περιορίσουν τις διαμάχες και τις εχθροπραξίες στα σύνορα τους, οι Βυζαντινοί επιδίωξαν να αφομοιώσουν τα σλαβικά φύλα στην αυτοκρατορία. Ο πιο σύντομος δρόμος ήταν ο εκχριστιανισμός – εκπολιτισμός τους.
Από τον 9ο μ.Χ αιώνα με πρωτεργάτες τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο πραγματοποιήθηκε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων (δε θα επεκταθούμε περισσότερο σε αυτό). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Ελληνικοί και σλαβικοί πληθυσμοί να έρθουν ακόμα πιο κοντά.
Τον 15ο μ.χ αιώνα η βαλκανική χερσόνησος τέθηκε υπό τον έλεγχο των Οθωμανών. Οι πληθυσμοί της ευρύτερης Μακεδονίας βρέθηκαν να είναι υπήκοοι μίας αυτοκρατορίας δίχως σύνορα να τους χωρίζουν. Έλληνες, Τούρκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Εβραίοι, Αθίγγανοι (Ρομά) έπρεπε να συνυπάρξουν, να συναναστραφούν οικονομικά και εμπορικά και γενικότερα να συνεννοηθούν σε πολλούς τομείς της καθημερινότητας τους.
Το πρακτικό αυτό ζήτημα αντιμετωπίστηκε με τη σταδιακή καθιέρωση ενός γλωσσικού ιδιώματος, μιας γλώσσας pidgin (1). Βάση αυτού του ιδιώματος ήταν μια δυτική Βουλγαρική διάλεκτος (2). Η εμφάνιση του τοποθετείται τον 18 μ.Χ αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1790 (3). Το γλωσσικό αυτό ιδίωμα υιοθετήθηκε πολύ εύκολα από τους εν Μακεδονία κατοικούντες λαούς, εν αντιθέσει με τις άλλες γλώσσες και κυρίως με την πολύπλοκη Ελληνική.
Στην επικράτηση του σλαβογενούς ιδιώματος καταλυτικό ρόλο έπαιξε η απουσία εκπαιδευτικού συστήματος. Την εποχή εκείνη το ποσοστό το αγραμμάτων ήταν συντριπτικό.
Η σλαβική γλώσσα, από την οποία προέκυψε και το προαναφερθέν ιδίωμα διαδόθηκε στους Ελληνικούς πληθυσμούς με τους κάτωθι τρόπους. Από σλάβους δούλους τους οποίους οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες τοποθετούσαν στις γεωργικές τους εκτάσεις. Επίσης, από έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, οι οποίοι έμαθαν τη σλαβική γλώσσα κατά τη διάρκεια της (πολυετούς συνήθως) αιχμαλωσίας τους και μετά από την απελευθέρωση τους συνέχιζαν να τη χρησιμοποιούν. Και τέλος, η αλληλεπίδραση Ελλήνων – Σλάβων οδήγησε στην αφομοίωση από τους Έλληνες της πιο εύκολης σλαβικής γλώσσας (4).
Είναι πολλές οι καταγραφές γλωσσικής μεταλλαγής είτε σε Ελληνόφωνες είτε σε βλαχόφωνες περιοχές και μάλιστα η υιοθέτηση του ιδιώματος ως κύρια γλωσσική έκφραση. Τρανό παράδειγμα οι αθίγγανοι (Ρομά) σε περιοχές της Μακεδονίας (π.χ Ημαθία) όπου διατηρούν ακόμα και σήμερα το ιδίωμα.
Οφείλω να διευκρινίσω πως σήμερα δεν υπάρχουν σλαβόφωνοι πληθυσμοί στη Μακεδονία αλλά δίγλωσσοι, με πολύ έντονο το πατριωτικό φρόνημα και την Ελληνική εθνική συνείδηση. Το εν λόγω ιδίωμα βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. Οι νέες γενιές το χρησιμοποιούν όλο και λιγότερο. Οι συνθήκες ζωής όπως έχουν διαμορφωθεί, π.χ το διαδίκτυο, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση των νέων είναι αποτρεπτικές για τη διαιώνισή του. Επιπλέον η χρησιμότητά του στη καθημερινότητα είναι μηδαμινή, αν όχι μηδενική και αυτή παρά μόνο ως πολιτιστικό γλωσσολογικό στοιχείο. Άποψή μας είναι πως δυστυχώς στις επόμενες γενιές θα εκλείψει, όπως κάθε τι που δε συμβαδίζει με τον δρόμο της εξέλιξης.
Όσο και αν η άκριτη εθνικιστική υστερία έθετε εμπόδια σε ένα καθαρό βλέμμα, από πλευράς πολιτισμού το ιδίωμα αυτό αποτελεί έναν μεγάλο πλούτο. Ιστορίες, παραμύθια, ανέκδοτα χιουμοριστικά και πάνω από όλα τα ανεπανάληπτα τραγούδια και οι χοροί της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας έφτασαν στις μέρες μας μέσα από αυτό. Ασχέτως αν κάποιοι κοντόφθαλμοι προέβησαν ακόμη και σε πολιτικές διώξεις των γηγενών δίγλωσσων Ελλήνων Μακεδόνων. Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ίσως να εξηγήσει πολλά: Στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα ένας διορισμένος έπαρχος στην περιοχή της Έδεσσας προέβη πολλές φορές σε πράξεις και λόγους εξευτελισμού προς τους γηγενείς Έλληνες δίγλωσσους Μακεδόνες αμφισβητώντας την ελληνικότητά τους. Τότε κάποιος αγράμματος δίγλωσσος από το χωριό Γαρέφι, προπύργιο του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στα σύνορα, πήγε απροειδοποίητα στο γραφείο του και του φώναξε κατάμουτρα:
- Άκου να σου πω έπαρχε! Εμάς και μια λέξη ελληνική να μην ξέρουμε, αν μας σφάξεις από μέσα μας θα βγει ο Σταυρός και η Ελλάδα! Σε εσένα αν συμβεί το ίδιο θα βγει από μέσα ο προδότης και ο ανθέλληνας!
Σταύρος Πρόικος, Ιστορικός-Εθνολόγος
(1) (Δ. Ε. Ευαγγελίδη: Μακεδονικά, Έδεσσα 2011, σελ 37)
(2) ( Ι. Θ. Λαμψίδη: «Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας» Θεσσαλονίκη 1981, ΙΜΧΑ σελ. 15-16)
(3) ( J. P Mallory – D. Q Adams: The Oxford introduction to Proto Indo European and the Proto Indo European world, oxford 2006, σελ. 26)
(4) (Ν. Ανδριώτη: Η γλώσσα της Μακεδονίας – Ολκός, Αθήνα 1992, σελ. 211)