Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.
Μπαίνει μέσα σε ένα σκοτεινό ντουλάπι και κουλουριάζεται;
Όχι. Στην δική μου ιστορία, όταν η αγάπη χάνεται, τελειώνει, πάει σε ένα μέρος ηλιόλουστο και λαμπερό και κάνει party! Χορεύει mambo και πίνει Sangria.
Μαζεύει τις βαλίτσες της και τις γεμίζει με αναμνήσεις, στιγμές και σχολαστικά φυλαγμένα λόγια και αρχίζει το ταξίδι της για ένα μέρος τόσο μαγικό όσο και η χώρα του Ποτέ – Ποτέ. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να λέγεται αυτό το μέρος, ξέρω όμως πως μυρίζει γιασεμί και γαρδένια και τα βράδια γεμίζει με κεριά βανίλια τον περίγυρο.
Κι η αίσθηση που έχει η αγάπη όταν φεύγει;
Σαν να χώνεσαι μέσα σε χλιαρό νερό. Ούτε κρύο για να ξυπνήσει όλες τις αισθήσεις σου, ούτε ζεστό για να σε πνίξει. Είναι η αίσθηση του χλιαρού που σου ξυπνάει μέσα σου την ηρεμία και την οικειότητα.
Γιατί αυτό συμβαίνει όταν η αγάπη τελειώνει. Σου μένει η οικειότητα, η ηρεμία, το νοιάξιμο, το ενδιαφέρον. Κι αυτό είναι το τέλος της διαδρομής.
Για να φτάσεις σε αυτό το τέλος, υπάρχουν δρόμοι που θα τους περπατήσεις και θα ματώσεις. Θα τους περπατήσεις χωρίς να ξέρεις αν θα είναι στρωμένοι με άσφαλτο ή θα είναι ξεχασμένα κακοτράχαλα δρομάκια γεμάτα χαλίκια.
Κι όσο περπατάς προς το τέλος, υπάρχει πάντα ένα χαλικάκι που θα μπει μέσα στο παπούτσι σου και θα σε πονάει. Είναι σαν τις αναμνήσεις, όταν προσπαθείς να κρατήσεις μια αγάπη ζωντανή.
Δεν μπορείς. Όταν εξαντληθεί η αγάπη δεν ξαναγεμίζει. Δεν είναι έρωτας να ξαναγεννηθεί. Η αγάπη μοιράζεται, σκορπιέται κι αν είναι αρκετή, λιγοστεύει μα δεν τελειώνει.
Αν όμως σε κάποια σημεία της διαδρομής σκορπίστηκε παραπάνω, αν δόθηκε απλόχερα χωρίς να κοιτάξεις ποτέ το «αποθεματικό», τότε υπάρχει περίπτωση και να τελειώσει. Μην με κοιτάς με αυτά τα μάτια τα θυμωμένα.
Προτιμώ ένα τέλος από μια συμβιβασμένη ψευδαίσθηση.
Δεν μπορώ να μείνω επειδή σε νοιάζομαι. Δεν μπορώ να μείνω επειδή σε αγάπησα για πολύ ή για λίγο, δεν έχει σημασία. Δεν πρέπει να μείνω επειδή δε φτάσαμε μαζί στην γραμμή του τερματισμού.
Ένα από τα πολλά σημάδια μιας αγάπης είναι να περπατάς πλάι πλάι. Ούτε να τρέχω εγώ, ούτε να με περιμένεις εσύ. Η αγάπη οφείλει να βιώνεται αβίαστα, ήρεμα, χαλαρά.
Η αγάπη δεν μπορεί να νικιέται ποτέ κι από τίποτα. Ούτε από την καθημερινότητα, ούτε από την ρουτίνα. Ούτε από προβλήματα ούτε από χαμένες μάχες. Η αγάπη από μόνη της είναι ένας κερδισμένος πόλεμος.
Κι αν σου τελείωσε, δεν πειράζει. Μην ντροπιάζεις την αγάπη με ενοχές. Δεν τις πρέπουν. Η αγάπη είναι περήφανη, ασυμβίβαστη, αγέρωχη.
Δεν έχει μέσα της την τρέλα του έρωτα. Δεν έχει μέσα της πείσμα και εγώ. Η αγάπη από μόνη της, κουβαλάει βαθιά αξιοπρέπεια. Δεν πέφτει στα πατώματα, δεν εκδικείται, δεν διεκδικεί. Είναι μια αρχόντισσα, που δεν υποτάσσεται και δεν γονατίζει. Αυτή είναι η αγάπη.
Κι όσο κι αν με αγαπάς. Κι όσο κι αν στεκόμαστε απόψε απέναντι ο ένας από τον άλλο και το βλέμμα σου ακόμα δεν έχει μαλακώσει.
Κι όσο κι αν εκείνο το πετραδάκι μου έχει ματώσει το πόδι, προτιμώ να φύγω όρθια έστω και κουτσαίνοντας παρά να συμβιβάσω την αγάπη που μοιραστήκαμε. Κι εσύ, όταν ο καιρός περάσει και καταλάβεις, θα μπορέσεις να στείλεις και την δικιά σου αγάπη στο μέρος χωρίς όνομα.
Θα την περιμένουν πολλά «χαμένα» αισθήματα να χορέψουν, να πιουν, να θυμηθούν και να γελάσουν.
Γιατί η αγάπη φιλαράκο, υπάρχει μόνο όταν συνυπάρχει.
Αλλιώς φτιάχνει βαλίτσες και αποχωρεί! - Σοφία Παπαηλιάδου
Ούτε να πεθάνω θέλω ούτε και να γιατρευτώ θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου. Όταν τρελαίνομαι τις νύχτες για κορμί, να βρίσκεται ένας άνθρωπος να με χορταίνει. Όταν βουλιάζω σ' έυκολες εξάψεις, να 'ρχεται μια εξευτέλιση να με συνεφέρνει. Όταν βουρλίζομαι στα δρομολόγια του πάθους, να 'χω ένα όραμα να με θαμπώνει. Όταν εξαγριώνομαι για τρυφερότητα, να βρίσκονται δυο χέρια για τον παιδεμό μου. Μα πάνω στου σπασμού την αποθέωση, που εκμηδενίζει κάθε άλλη ομορφιά, να 'χω τη δύναμη να πω: "Κύριε όχι άλλο" - κόβοντας τις υπερωρίες της καταστροφής μου. Χριστιανόπουλος Ντίνος
Να οργανώσουμε μια φορά ένα μεγάλο τραπέζι, γιορτινό, με άσπρα πλαστικά πιάτα και ποτηράκια, με λεκιασμένα τραπεζομάντηλα και βάζα γεμάτα ψεύτικα λουλούδια πολύχρωμα. Να έρθει όλη η “πόλη”, καλοντυμένη με επίσημο ένδυμα, λευκό ή μαύρο καλύτερα. Να καθίσουμε γύρω του με αλφαβητική σειρά, δίνοντας ψεύτικα ονόματα, και αφού απομακρύνουμε, καθώς πρέπει, τους αγκώνες απ' το τραπέζι να φάμε ο ένας τον άλλον με το μαχαιροπίρουνο. Ντάνης Σενόγλου
Πόσα βράδια έχεις κάτσει να κάνεις απολογισμό ανθρώπων; Απολογισμό παρουσιών κι απουσιών; Μπορεί κανένα, μπορεί πολλά. Όμως αν σου ‘τυχε καμιά φορά να μπεις σ’ εκείνη τη διαδικασία του μετρήματος, για ποιες απουσίες λυπάσαι και για ποιες παρουσίες χαμογελάς;
Μπορεί εκείνη η λύπη κι εκείνη η χαρά να αφορούν την ίδια παρουσία ή την ίδια απουσία. Μπορεί να λυπάσαι που δεν πάλεψες για κάποιον παρελθοντικό σου, αλλά να χαίρεσαι που η απουσία του πλέον δε σε επηρεάζει. Μπορεί να λυπάσαι που άφησες αυτόν τον κάποιον να σου φύγει, αλλά να χαίρεσαι γιατί κατάλαβες επιτέλους ότι δε χρειάζεσαι κανένα που δε σε χρειάζεται.
Μπορεί να είναι πολλά. Η ανάγκη όμως είναι μία. Εκείνη του αγγίγματος. Ψυχής κυρίως. Εκείνη η καταραμένη ανάγκη να βρεις κάποιον που θα αγγίξει την ψυχή σου παραπάνω απ’ το σώμα σου. Κι αν τον βρεις εκείνον τον κάποιο, ποτέ μην τον αφήσεις. Κι αν κάποτε τον είχες και τον έχασες, τότε λυπήσου που σε κάθε σου απολογισμό, θα μετριέται ως απουσία.
Είναι δύσκολο να σου τύχει άνθρωπος πολλά υποσχόμενος. Ή μάλλον όχι, εύκολο είναι. Το δύσκολο έρχεται με την αδυναμία εκείνου του ανθρώπου να τηρήσει τις ενδόμυχές του υποσχέσεις. Όχι με τα λόγια του. Με τις πράξεις, με τα βλέμματά του. Να σε κάνει μια αγκαλιά και να ακουμπήσει την ψυχή σου. Να καλύψει τα κενά σου, να γεμίσει το μέσα σου ολόκληρο.
Είναι δύσκολο να σου τύχει άνθρωπος ανιδιοτελής. Να μην απαιτεί να πάρει πίσω ό,τι δίνει. Να ξέρει πού ανήκει κι αυτό να είσαι εσύ. Να μη χρειάζεται τίποτα παραπάνω απ’ αυτά που μπορείς να προσφέρεις. Να μιλάει για τ’ αστέρια και να βάζει κι εσένα μέσα. Να μη σου τάζει τον κόσμο, αλλά να σου δίνει τον εαυτό του.
Να βλέπει σε σένα αυτό που οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να δουν ποτέ. Να μιλάει για σένα με τρόπο που κανείς άλλος δε μίλησε. Να είσαι εσύ η πιο πολύτιμή του παρουσία. Και σε κάθε απολογισμό του, να τη μετράει πρώτη. Όχι επειδή σε κράτησε. Επειδή έμεινες.
Κι όλα αυτά τα παραπάνω να συνθέτουν εκείνον που σ’ ακούμπησε χωρίς καν να σε πλησιάσει. Που το άγγιγμα ψυχής ήταν απολαυστικότερο από ‘κείνο του κορμιού. Που τα λόγια του σήμαιναν πολλά, αλλά τα μάτια του περισσότερα. Και που έμαθες επιτέλους τι σημαίνει να ανήκεις ολοκληρωτικά σε κάποιον. Είτε αυτός ο κάποιος λείπει, είτε είναι παρών.
Στον επόμενό σου απολογισμό λοιπόν, να μετρήσεις καλά τις παρουσίες και τις απουσίες. Να ξέρεις ποιος έμεινε και ποιον κράτησες εσύ. Να μετρήσεις πρώτο τον πιο σημαντικό σου. Να καταλάβεις τη σημασία που έχει στη ζωή σου, να αποφασίσεις αν αξίζει να είναι η ζωή σου ολόκληρη. Και μην επικεντρωθείς στις απουσίες. Οι άνθρωποι εκείνης της κατηγορίας είναι εκεί για κάποιο λόγο.
Στις παρουσίες να ξοδεύεσαι. Είτε αυτές είναι πολλές, είτε είναι μόνο μία. Στις παρουσίες και στους ανθρώπους που σου αποδεικνύουν καθημερινά τους λόγους που ανήκουν στο παρόν σου. Ή στον άνθρωπο που ξέρεις ότι θα ανήκει και στο μέλλον σου. Αυτόν τον άνθρωπο να τον κρατήσεις όσο πιο πολύ μπορείς. Και σε κάθε του αμφίβολη στιγμή να είσαι εκεί και να του λες «Άγγιξες το μέσα μου, δε φεύγω».
Δεν του περίσσευε καλή κουβέντα για κανέναν. Ούτε καν προσπαθούσε να είναι ευγενής. Έλεγε πως δεν τον ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, όμως μέσα του ήξερε την αλήθεια. Έλλειμμα έβγαζε αυτή η συμπεριφορά, συναισθηματικό.
Τη μάνα του την έχασε νωρίς. Αρχόντισσα ήτανε, άρχοντα τον έστησε κι αυτόν από τα γεννοφάσκια του· με κόκκινο παπιγιόν τον έβγαλε από το μαιευτήριο. Το παπιγιόν το κόλλησε στο πετσί του, τιμής ένεκεν, την ευγένεια την ξερίζωσε από μέσα του την μέρα της κηδείας της· την κλώτσησε μαζί με την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας κι έβαλε γκολ. Αυτό ήταν, τον σήκωσαν στα χέρια· προσκύνησε μπροστά του κόσμος και λαός.
Χάρη τον έλεγαν και χάρες δεν έκανε. Δεν τον ένοιαζε αν το νερό ήταν κρύο ή ζεστό, το κρυστάλλινο ποτήρι τον ενδιέφερε. Έστηνε γύρω του σκηνικά για το θεαθήναι. Και φυσικά η επιμελημένη εμφάνιση είχε τον κυρίαρχο ρόλο. Γι’ αυτό υιοθέτησε και το παπιγιόν ως απαραίτητο αξεσουάρ. Στην αρχή σαν φόρο τιμής στη μάνα του και στη συνέχεια γιατί αυτά τα πολύχρωμα φιογκάκια, όταν δεν συμπλήρωναν την εικόνα του, ούρλιαζαν από το χερούλι της ντουλάπας.
Τα παιδιά δεν τα πλησίαζε. Κωλόπαιδα τ’ ανέβαζε τσογλάνια τα κατέβαζε. Πολλές γυναίκες πέρασαν από τη ζωή του καμία δεν έγινε μάνα. Το ξεκαθάριζε από την αρχή. Δεν ήθελε παιδιά, έλεγε, τα μισούσε. Και η τύχη, σαν να τον νοιαζόταν ένα πράγμα, δεν του τα ’στελνε. Σε μία μόνο γυναίκα παραδέχτηκε πως φοβόταν μήπως του μοιάσουν και το επόμενο πρωί ξύπνησε και δεν τη βρήκε δίπλα του. Μαράθηκε, πρώτη φορά τον εγκατέλειπαν. Για ν’ αντέξει τη μοναξιά του άρχισε το πιοτί και κάθε μέρα έπινε όλο και περισσότερο. Αυτός έδιωξε τους φίλους του, με τη συμπεριφορά του. Μόνο ένας του έμεινε, που είχε γυναίκα ευαίσθητη και συμπονετική. Αυτοί οι δύο τον στήριξαν, αγνόησαν τις παραξενιές του και τον βοήθησαν να το κόψει. Οι άλλοι, ούτε καλημέρα, ούτε χρόνια πολλά, ούτε λίγα.
Μια Κυριακή φόρεσε κόκκινο παπιγιόν και βγήκε με το ζευγάρι για καφέ. Κι ενώ είχε στήσει σκηνικό κι απολάμβανε τη λιακάδα, πλησίασε ένας ζητιάνος με το χέρι τεντωμένο και του το χάλασε. Ο Χάρης τον έβρισε, η γυναίκα του φίλου του έβαλε τα κλάματα και ο φίλος του θύμωσε.
«Μ’ ένα παπιγιόν δεν γίνεσαι κύριος» του είπε κι αφήνοντας δύο κέρματα στο τραπεζάκι τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
Ο Χάρης, δεν έχασε την ψυχραιμία του, σφύριξε στο ζητιάνο κι αφού εκείνος δεν γύρισε, σήκωσε το χέρι ψηλά και πέταξε, με δύναμη προς το μέρος του, το ένα κέρμα. Αυτό πέρασε πάνω από τα κεφάλια δύο θαμώνων, χτύπησε στην πέργκολα, έκανε γκελ κι έσκασε δίπλα σ’ ένα ξανθό αδέσποτο που λιαζόταν στο πλακόστρωτο. Ίσα που ξεχώριζε μέσα στην αντηλιά.
Στη συνέχεια επικράτησε η λογική, η εικόνα ξαναβρήκε τη θέση της και η θαλπωρή του ήλιου τη ροή της. Κανένας δεν ασχολήθηκε με το θέμα, ως τη στιγμή που ένας πιτσιρίκος βρήκε το κέρμα και, τσιρίζοντας από χαρά, το έδειχνε στη μητέρα του. Ο Χάρης την αναγνώρισε αμέσως· πρόσεξε και τον μικρό, που φορούσε ένα τεράστιο κόκκινο παπιγιόν. Έμοιαζε καταπληκτικά με το παιδί της φωτογραφίας, που ήταν ακόμα στο κομοδίνο της μάνας του. Για λίγα δευτερόλεπτα, έσφιξε το άλλο κέρμα στη χούφτα του. Ύστερα, σηκώθηκε και, χωρίς να πει λέξη, έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Προχθές εμφανίστηκε πάλι. Ναι, ναι! Η κατάθλιψη δεν έχασε ευκαιρία.
Μόλις έφυγες ή μάλλον μόλις σε έδιωξα… τσουπ να την πάλι μπροστά μου. Δεν μου άφησε ούτε μια μέρα να χαρώ. Λίγο ν’ ανασάνω. Μπαμπέσα όπως πάντα. Χαιρέκακη και νοσηρή. Τη ρουφιάνα, σκέφτηκα και χαμογέλασα. Ναι χαμογέλασα γιατί; Περίεργο σου φαίνεται; Έχω αναπτύξει άλλη σχέση μαζί της. Μου κάνει πλάκα και της βγάζω την γλώσσα.
Μου κουνάει κοροϊδευτικά τον κώλο της κι εγώ της δείχνω το υψωμένο μεσαίο μου δάχτυλο. Συνήθως γελάει αυτή τελευταία κι εγώ κλαίω ή ουρλιάζω σαν σκυλί δαρμένο, αλλά δεν κρατάει πολύ. Μόλις τελειώσει η μια παρτίδα πρέπει να προετοιμαστούμε για την επόμενη. Και περνάει ο καιρός… παίζοντας.
Όμως αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένος. Έχω καταλάβει πως μόνος σου δύσκολα μπορείς να αντιμετωπίσεις αυτή την μονόχνωτη γεροντοκόρη. Θέλει παρέα και κάποιον να σου δίνει θάρρος. Κάποιον να σε προτρέψει να της την πέσεις στα σοβαρά, να την τρελάνεις πριν το κάνει αυτή. Κάποιον σαν τον φίλο που βαρέθηκε να σ’ ακούει να γκρινιάζεις για την μπακουροσύνη σου και σε βάζει να πιείς για να βρεις θάρρος να την πέσεις στο μπάζο, να πηδήξεις κι εσύ να γλιτώσει κι αυτός απ’ την μανούρα.
Αυτή τη φορά δεν θα την πάταγα σαν πρωτάρης. Θα έφερνα ενισχύσεις. Το έργο όμως δεν μπορεί να φέρει την κορύφωση στην πρώτη του σκηνή. Θα νυστάξει ο θεατής. Χτύπησα πόρτες. Δεν άνοιξε καμιά. Μόνο κάτι παντζούρια, αυτά τα παλιά τα ξύλινα με τις γρίλιες τις γαλλικές μισοάνοιξαν μέσα απ’ το γνωστό ενοχλητικό τους τρίξιμο. Κάτι ασπράδια ματιών φάνηκαν μέσα στο σκοτάδι και κάτι ακαταλαβίστικα μουγκρητά ακούστηκαν πριν ο γδούπος του πολυκαιρισμένου ξύλου που κάνουν τα παντζούρια όταν κλείνουν πέσει σαν καλαπόδι πάνω στο κεφάλι μου. Κι αυτός ο ήχος της αλάδωτης πετούγιας που τρίζει -ω Θεέ μου- ναι αυτός να μου τρυπάει τα μυαλά για δύο δευτερόλεπτα που μοιάζαν με αιώνα.
Και μετά ησυχία. Άχνα. Τίποτα. Μόνο εγώ και στο βάθος το γέλιο της γεροντοκόρης. Και ξέρεις κάτι; Δεν θα ερχόταν αν ήσουν εδώ. Αν δεν σε έδιωχνα. Αν δεν είχες φύγει…
Όχι, δεν πρόκειται για ένα ακόμη μανιφέστο κατά της τεχνολογίας, ούτε για ένα «κατηγορώ» του διαδικτύου, τύπου «μετανοείτε!». Άλλωστε αυτός που πληκτρολογεί αυτή τη στιγμή – και δε γράφει σε χαρτί – χρησιμοποιεί το διαδίκτυο καθημερινά. Σκέψεις μόνο περιέχει γύρω από το πώς δομούνται πλέον οι ανθρώπινες σχέσεις, σκέψεις που κάνει κάθε εσωστρεφής άνθρωπος που ζει διαδραστικά, που αναζητά να εμπλακεί συναισθηματικά με ανθρώπους άνευ ρεύματος, που ενδεχομένως να είναι γονιός και βλέπει τον κόσμο σαν χώρο φιλοξενίας των αγαπημένων του ανθρώπων κι όχι σαν ένα στυγνό χωροταξικό ηλεκτρονικό παρόν. Η τεχνολογία δεν αλλάζει μόνο το τι κάνουμε αλλά και το ποιοι είμαστε. Και μόνο στο δεύτερο αυτό επίπεδο, αποτελεί αφορμή τουλάχιστον για συζητήσεις κινδυνολογίας.
Παράλληλα με τις υγιείς περιπτώσεις που θα βρεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τους guest stars με την υγιή κοινωνική ζωή που θέλουν πού και πού να μοιραστούν κάποιες στιγμές μέσω ρεύματος, θα βρεις και θα δεις προσωπικότητες που πραγματικά θεμελιώνονται και δομούνται πάνω στις αλληλεπιδράσεις τους στο διαδίκτυο. Είναι άνθρωποι-οφθαλμαπάτη. Οι άνθρωποι του «Κοινοποιώ άρα υπάρχω». Σερφάροντας θα τους βρεις παντού μαϊντανούς. Κάτω από κάθε ανάρτηση, κάτω από κάθε σχόλιο, απαντώντας σε οτιδήποτε, οποτεδήποτε, με πάντα το ίδιο δεξί προφίλ στις τακτικά ανανεωνόμενες selfie και με εκατοντάδες «φίλους» να διακρίνουν αρετές γραπτώς σε κάθε φιλοσοφικό post. Υπάρχουν άραγε άνευ ρεύματος αυτοί οι ηλεκτρονικοί μαϊντανοί;
Συνθήκες πραγματικής σχέσης είναι η τριβή σε ό,τι γίνεται όταν κλείνει το ίντερνετ. Είναι τα λεωφορεία που παίρνεις για να πας εσύ να συναντήσεις ανθρώπους, κάπου που δε θα υπάρχει wifi. Είναι οι εργατοώρες που θα δαπανήσεις συζητώντας με τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο και είναι αυτά που είσαι διατεθειμένος να κάνεις χωρίς τη συνδρομή ρεύματος και χωρίς κοινό να κάνει like. Φιλίες κι έρωτες αρχίζουν μέσω ίντερνετ, σε καθεστώς διαδικτυακής κολακείας. Κι αν ακόμη οι άνθρωποι αυτοί κάποτε βρεθούν από κοντά κι αλληλεπιδράσουν, εάν δε δοκιμαστούν σε συνθήκες πραγματικής σχέσης, η όλη αυτή επαφή δε θα ευδοκιμήσει. Αναρωτιούνται, λοιπόν, κάποιοι γιατί πολλές «προσωπικές» σχέσεις τελειώνουν μ’ ένα γραπτό μήνυμα. Μα όταν χωρίς ρεύμα δεν υπάρχει αλληλεπίδραση, όταν οι άνθρωποι αυτοί προσφέρονται μόνο από τον καναπέ τους σπιτιού τους ως διαδικτυακές περσόνες, χωρίς τις ανάσες τους να επιδιώκουν να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τον άλλον, πόσο διαφορετικό να είναι το τέλος που τους αξίζει;
Οι διαδικτυακές συνομιλίες δε χρησιμεύουν μόνο για την ψευδαίσθηση κοινωνικής ζωής ή για την προσποίηση ενός ρόλου που χωρίς ρεύμα δεν υπάρχει. Υπάρχουν, σε άλλες περιπτώσεις και σαν ένα μέσο απόσυρσης από πραγματικά συναισθήματα από τα οποία προσπαθούμε να δραπετεύσουμε. Μοιάζει να φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Χάνουμε τη δουλειά μας ή χωρίζουμε από μια σχέση και το ίδιο λεπτό βυθιζόμαστε στο κινητό μας. Στη στάση, στο λεωφορείο, στον καφέ ή, ακόμη και, σε μια επίσκεψη, βυθιζόμαστε στο κινητό μας και στην απόσπαση της προσοχής μας από ουσιαστικά ζητήματα ή από μια πραγματική, δια ζώσης, συζήτηση. Αποσυνδεόμαστε από την ζωή μας με το να συνδεόμαστε σε μια άλλη ηλεκτρονική κατάσταση. Αποσυνδεόμαστε από τους ανθρώπους και συνδεόμαστε με μηχανήματα.
Η Sherry Turkle, ψυχολόγος κι αναλύτρια συμπεριφοράς, σε ομιλία της στο TED αναλύει το παραπάνω φαινόμενο τονίζοντας ότι όσο παραπάνω ζητάμε από την τεχνολογία, τόσο λιγότερα περιμένουμε από εμάς ή από τους άλλους στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων. Αποκτούμε την ψευδαίσθηση ότι όσο περισσότερο μένουμε συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο, τόσο λιγότερο μόνοι θα αισθανόμαστε. Εκμηδενίζοντας έτσι την ευεργετική πλευρά της απομόνωσης, εκείνη που συντελεί στο να δομηθεί το υγιές μας κομμάτι. Εκείνο της αυτονομίας. Η αλήθεια είναι ακριβώς αντίθετη. Εάν δεν είμαστε ικανοί να μείνουμε μόνοι, τότε θα αισθανθούμε περισσότερο μόνοι. «Αν δεν έχουμε την ικανότητα να μείνουμε και μόνοι, πάντα θα στρεφόμαστε σε λάθος άτομα ψάχνοντας τρόπους να καλύψουμε τα κομμάτια που λείπουν από τον εύθραυστο εαυτό μας» τονίζει η Turkle. «Κι αν δεν μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά μας το πώς να μένουν μόνα, χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο, τότε το μόνο που πρόκειται να αισθανθούν είναι μοναξιά.»
Πληκτρολογούμε συνεχώς. Πληκτρολογούμε, κοινοποιούμε, στέλνουμε mails και sms. Συνδεόμαστε έτσι ώστε να συζητούμε λιγότερο. Τα μείον της πραγματικής συζήτησης, θα πουν οι φανατικοί του texting, είναι ότι συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο και ζητά από μας φυσική παρουσία και αποσύνδεση από μηχανήματα. Επιπλέον, δεν έχουμε έλεγχο του τι θα πούμε. Ανταλλάζουμε τη φωνή, τη σάρκα, το πρόσωπο και τα μάτια του άλλου, με μια ελλιπή σύνδεση στο διαδίκτυο. Τα χιλιάδες γραπτά μηνύματα που στέλνουμε, όμως, δε θα αναπληρώσουν ποτέ, ούτε καν στο ελάχιστο, μια κανονική συζήτηση μίας ώρας. Μπορούν να στείλουν πληροφορίες, μπορούν να στείλουν ένα «σ’ αγαπώ» ή ένα «μου λείπεις». Μα ούτε κατά διάνοια δεν βοηθούν στο να γνωρίσουμε πραγματικά τον άλλον. Αυτό συμβαίνει μόνο συζητώντας. Και δεν είναι το μόνο που συμβαίνει, υποστηρίζει η Turkle. Συζητώντας με τους άλλους, μαθαίνουμε να συζητάμε με τον εαυτό μας.
Να σε αγαπούν αληθινά, γιατί είσαι εσύ και σε αποδέχτηκες. Είχες μαγκιά και συνείδηση και τα κατάφερες μπαγάσα. Ήρωας είσαι. Σε ένα κόσμο που με την πρώτη ευκαιρία δείχνει με το δάχτυλο τον οποιονδήποτε, σε αποδέχτηκες με τα όλα σου, με τα στραβά και τα ωραία σου, την τρέλα και τους παραλογισμούς σου, τις γκρίζες ζώνες και τη θλίψη σου. Νομίζεις το ‘χουν πετύχει πολλοί αυτό; Μάλλον γελιέσαι. Μάλλον ανήκεις κάπου αλλού. Σε μια κοινωνία που απλά δουλεύει σωστά πιθανότατα. Με ανθρώπους ελεύθερους σε κρίση και σε ενέργειες. Όχι αυθαίρετους, ελεύθερους. Να ονειρεύονται ελεύθερα. Να εκφράζονται ανοιχτά. Να σέβονται το είναι σου και τις κουβέντες σου, να βουτάνε τη γλώσσα στο μυαλό τους πριν μιλήσουν.
Αν τα κατόρθωσες όλα αυτά εσύ, σου βγάζω το καπέλο. Δεν ήσουν μόνος ποτέ κι ούτε θα φύγεις έτσι από τη ματαιότητα του κόσμου τούτου. Θα φύγεις με χαμόγελο και ανάσα απαλή. Θα «ξελαφρώσεις» από τον πόνο όλων αυτών που χρόνια σε έπνιγαν. Το άδικο εκεί έξω, ο εγκλωβισμός, η σχεδόν παράνοια. Τα κλουβιά δεν ήταν ποτέ το φόρτε σου. Τα δεσμά τα έσπαγες με ευγένεια και καλοσύνη και αυτό απλά γιατί ήθελες να ζεις αληθινά, με όποιο τίμημα. Δεν κατηγόρησες κανέναν και ποτέ, δεν επέλεξες τα εύκολα. Επέλεξες να ζεις καθαρά, με ειλικρίνεια, με τσαμπουκά. Δεν πα να ‘σουν καθηγητής Πανεπιστημίου, δεν πα να ‘σουν υδραυλικός…
Κι όπως λέει και ο Μόρι στο βιβλίο του Μιτς Άλμπομ (Κάθε Τρίτη με τον Μόρι)
«Μιτς, το να πεθαίνεις είναι μια κουβέντα». «Το να ζεις δυστυχισμένος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Και πολλοί απ’ αυτούς που έρχονται να με επισκεφτούν είναι δυστυχισμένοι».
«Γιατί;»
«Πρώτα πρώτα, ο πολιτισμός μας δεν κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους. Διδάσκουμε λάθος πράγματα. Πρέπει κανείς να είναι πολύ δυνατός για να πει αν αυτός ο πολιτισμός δε λειτουργεί, μην τον αποδέχεσαι. Δημιούργησε τον δικό σου. Οι περισσότεροι άνθρωποι δε μπορούν να το κάνουν αυτό. Και είναι πιο δυστυχισμένοι από μένα κι ας βρίσκομαι σε αυτήν την κατάσταση.
«Μπορεί να πεθαίνω, αλλά περιστοιχίζομαι από ψυχές που μ’ αγαπούν και με φροντίζουν. Πόσοι μπορούν να το πουν αυτό;»
Και όταν ζεις μια ζωή φίλε μου αγαπημένε ολόψυχα δεν έχεις φόβο πως μόνος θα πεθάνεις. Όπως έζησες, έτσι και το τέλος θα ‘ρθει. Ολόψυχα. Με ανθρώπους που ολόψυχα τις τελευταίες στιγμές μαζί σου θα ζουν και αναμένουν τις τελευταίες λέξεις σου, να νιώσουν τη σοφία σου λίγο ακόμα, να νιώσουν εσένα. Γιατί σε αγάπησαν, γιατί είσαι εσύ. Και αυτό σπανίζει. Να σ’ αγαπούν γιατί είσαι εσύ. Να μην έχουν προσδοκίες, να μην προσπαθούν να σε αλλάξουν, να μη σε καταπιέζουν. Από εμένα μόνο μπράβο… Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα… Γαλήνια όλα όπως ήρθαν, θα έρθει και το τέλος που ακόμα και γι’ αυτό έχεις τη μαγεία και τη μαγκιά να νιώσεις ευγνωμοσύνη.
Βουβές ρυτίδες στο μέτωπό μας τα σύνορα της ιστορίας, ρίχνουν κλεμμένες ματιές σε στίχους του Ομήρου. Ψευδαισθήσεις γεμάτες ενοχές λυτρώνουν τραυματισμένους ψίθυρους, που έγιναν αντίλαλοι σε φωτισμένες σπηλιές ανόητων κι αθώων.
Οι Πρόμαχοι είναι ο τελευταίος προς Βορρά οικισμός και ομώνυμο Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Αλμωπίας, χτισμένος στις υπώρειες της οροσειράς του Βόρα. Κύριες ασχολίες είναι η γεωργία, η υλοτομία και γενικότερα η επεξεργασία του ξύλου. Παλαιότερα ονομαζόταν Μπάχοβο. Οι κάτοικοί της έλαβαν μέρος σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες. Μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα το χωριό ονομάστηκε Ακρόπολις.
Το χωριό Πρόμαχοι απέχει 8 χιλιόμετρα από την Αριδαίαμ βρίσκεται σε υψόμετρο 290 μέτρων και το 2011 είχε πληθυσμό 1.740 άτομα. Πρωτοκτίστηκε όπως διηγούνται οι παλιότεροι κοντά στα σύνορα. Ήταν γνωστό στους γειτονικούς λαούς με την ονομασία Sel(ts)co Gre(ts)co,δηλαδή Ελληνικό χωριό. Η τοποθεσία του άλλαξε 7 φορές εξαιτίας εχθρικών απειλών και επιδρομών. Αυτό μαρτυρεί η προηγούμενη ονομασία «Μπάχοβο» :’’Αχ και Μπαχ που θα μείνουμε ‘’.Άλλη ονομασία του χωριού είναι «Μπάοβο» επειδή είχε όμορφα κορίτσια. Η κοινότητα Μπαχόβου (Πρόμαχοι) αναγνωρίστηκε στις 10/4/1919.
Σήμερα το χωριό είναι από τα μεγαλύτερα της περιοχής, έχει το μεγαλύτερο κοινοτικό δάσος έκτασης 16.000 στρεμμάτων, το οποίο είναι πολύ σημαντικό για την οικονομία του χωριού καθώς οι περισσότερες οικογένειες ασχολούνται με την υλοτομία και γενικώς με το εμπόριο και επεξεργασία ξύλου.
Έχει δημοτικό και γυμνάσιο στο οποίο φοιτούν μαθητές και από τη Σωσσάνδρα.