Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Σάββατο 23 Μαΐου 2020

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΙΝΟΥ, ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ "Η ΑΛΜΩΠΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ"


ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΙΝΟΥ, ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΥ "Η ΑΛΜΩΠΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ"

Με λύπη διαπιστώνουμε ότι ο Δήμαρχος Αλμωπίας συνεχίζει να διαχειρίζεται σοβαρά ζητήματα με προχειρότητα. Πως αλλιώς να ερμηνεύσουμε τη διαχείριση του θέματος των πεζοδρομήσεων στην πόλη της Αριδαίας.

Θα περίμενε κανείς, για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, που θα επηρεάσει άμεσα την καθημερινότητα των συμπολιτών μας, να προηγηθεί διάλογος τόσο με το Δημοτικό Συμβούλιο, όσο και με τους τοπικούς φορείς (Εμπορικό Σύλλογο, Τοπικό Συμβούλιο, Δημοτική Επιτροπή Διαβούλευσης, εκπροσώπους καταστημάτων εστίασης κτλ). Αντίθετα, ο κ. Μπάτσης απαξίωσε όλους τους παραπάνω, απαξίωσε ακόμα και τον αρμόδιο Αντιδήμαρχο που ο ίδιος έχει ορίσει και προχώρησε προσωπικά ο ίδιος σε μια εισήγηση χωρίς κανένα σχέδιο και με αοριστολογίες.

Εμείς ως συνδυασμός, ταχθήκαμε από την πρώτη στιγμή υπέρ των πεζοδρομήσεων, που θα συμβάλουν στην εύρυθμη λειτουργία των καταστημάτων εστίασης και ταυτόχρονα θα σέβονται τους πεζούς και δεν θα δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στο κυκλοφοριακό της πόλης. Ο Δήμος Αλμωπίας είχε όλο το χρόνο να σχεδιάσει, να προτείνει, να συζητήσει με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση στην εκπόνηση μιας ολοκληρωμένης μελέτης. Δυστυχώς, φτάσαμε στο «παρά ένα» για να κατατεθεί μια πρόχειρη πρόταση, χωρίς σχέδιο και κλήθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο να ψηφίσει για ένα θέμα χωρίς τις απαραίτητες διευκρινίσεις.

Είμαστε εδώ, για να παρακολουθήσουμε την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, με την ελπίδα ότι το επόμενο διάστημα ο Δήμαρχος και οι συνεργάτες του θα επιδείξουν τη δέουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα και θα σταματήσουν να εμφανίζονται ως «φωστήρες και φωτεινοί παντογνώστες επί παντός επιστητού».

Με την ευκαιρία που μας δίνεται, θα θέλαμε να ευχηθούμε καλή επανεκκίνηση σε όλα τα καταστήματα εστίασης, στους επαγγελματίες, τους εργαζόμενους, τους προμηθευτές και όλους τους ανθρώπους του κλάδου.  

Όλα ή Τίποτα! Κι αυτό είναι δέσμευση


Ένας Ιταλός, πολύ φτωχός, αποφάσισε να βελτιώσει την άθλια ζωή του ζητώντας βοήθεια από τον αγαπημένο του άγιο. Πήγαινε λοιπόν κάθε πρωί στον ναό του Αγίου Αντωνίου και τον θερμοπαρακαλούσε: «Άγιε μου Αντώνη, στείλε μου σε παρακαλώ εκατό φλουριά! Αλλά να’ ναι εκατό, γιατί αν είναι έστω 99 δεν τα θέλω!». Αφού είχαν περάσει κάμποσες μέρες, συνέβη ένα πρωί να βρίσκονται εκεί κοντά δύο πολύ πλούσιοι φίλοι, οι οποίοι εξεπλάγησαν με την παράκληση - απαίτηση του φτωχού. Τους κίνησε το ενδιαφέρον και περίμεναν κάθε πρωί στον ναό τον παράξενο φτωχό και κάθε μέρα άκουγαν την ίδια παράκληση με την ίδια πάντα απαίτηση στο τέλος: «o cento, o niente», εκατό ή τίποτα.
Οι δύο φίλοι αποφάσισαν να δοκιμάσουν τη συνέπεια του απαιτητικού φτωχού, καθώς είχαν διαφορετική άποψη για το αν ο φτωχός στ’ αλήθεια θα τηρούσε τον όρο που ο ίδιος έβαλε. Ο ένας είχε πειστεί πως ο φτωχός ήταν αδιάλλακτος, τόσο απόλυτα που εξέφραζε την απαίτησή του. Ο άλλος ήταν βέβαιος πως, στο χάλι που βρισκόταν, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει οποιοδήποτε ποσόν του χαριζόταν. «Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος», ισχυρίστηκε. Έτσι, έβαλαν σ’ ένα σακκούλι 99 φλουριά κι ένα πρωί τα τοποθέτησαν μπροστά στο ιερό, εκεί που στεκόταν πάντα ο φτωχός και προσευχόταν. Όποιος από τους δύο κέρδιζε, θα έπαιρνε από τον χαμένο το μερίδιό του από τα 99 φλουριά συν 100 ακόμα. Έμειναν κρυμμένοι ώστε να μην πάρει τα χρήματα κανένας άλλος και περίμεναν.


Πράγματι, ο φτωχός ήρθε στην ώρα του κι επανέλαβε την ίδια προσευχή, ώσπου έπεσε το βλέμμα του στο σακκούλι. «Έχει γούστο…» σκέφτηκε και πήρε με λαχτάρα το δώρο του «αγίου» στα χέρια του, διαπιστώνοντας γεμάτος συγκίνηση πως όντως περιείχε χρήματα. Ευχαρίστησε τον άγιο και ένιωσε δικαιωμένος που δεν απογοητεύτηκε, αλλά επέμεινε ακούραστα και με πίστη. Εκεί που ετοιμαζόταν όμως να φύγει, ρίχνει μία καχύποπτη ματιά στο ιερό. «Δεν πιστεύω να μου την έσκασες, άγιε! Είπαμε εκατό, έτσι;». Κι αφού κανείς δεν του απάντησε, άνοιξε το σακκούλι και αφού μέτρησε τα φλουριά έχασε τη χαρά του. Μα γιατί να τον κοροϊδέψει έτσι ο άγιος;
«Ή εσύ έκανες λάθος ή εγώ δεν μέτρησα σωστά» μονολόγησε και μέτρησε τα νομίσματα ξανά και ξανά. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν 99. «Μα τι καρμίρης άγιος» σκέφτηκε, νιώθοντας προδομένος κι εξευτελισμένος. Αφού είχε ζητήσει 100 και είχε δηλώσει πως δεν θα δεχόταν ούτε ένα λιγότερο, θα κρατούσε τον λόγο του. Άφησε το σακκούλι κάτω και γύρισε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το αναπάντεχο δώρο. Για πόσο θα κατάφερνε ακόμα να επιβιώσει μέσα στην απόλυτη φτώχια του; Αλλά και τι ξευτίλα να αθετήσει τον λόγο του!
Κάνοντας ένα βήμα μπρος κι ένα πίσω για κάμποση ώρα, κουρασμένος και πεινασμένος, γονάτισε μπροστά στο ιερό, πήρε το σακκούλι στα χέρια του και κοίταξε ψηλά «Σ’ ευχαριστώ άγιε μου Αντώνη για τα 99 φλουριά. Τα παίρνω τώρα και θα έρθω ξανά να συνεννοηθούμε για το ένα που μου χρωστάς».

Ο πλούσιος που είχε στοιχηματίσει πως ο φτωχός θα υπέκυπτε, χαμογέλασε ευχαριστημένος και ετοιμάστηκε να λάβει πίσω τα φλουριά που είχε διαθέσει σε αυτό το πείραμα και 100 ακόμα! Εκείνος που έχασε, δεν αποδέχτηκε την ήττα του.
- Μα, δεν αθέτησε τον λόγο του, έλεγε και ξανάλεγε, θα έρθει ξανά και θα επιμείνει να πάρει και το ένα φλουρί που απομένει.
- Μπορεί και να ‘ρθει, είπε ο άλλος, αλλά εμείς δεν είμαστε εδώ να του το δώσουμε. Εκτός αν πιστεύεις, όπως κι ο φτωχός αγράμματος, πως θα του τα δώσει ο άγιος.
Έτσι, εκείνος που στοιχημάτισε στην συνέπεια του φτωχού, πλήρωσε το στοίχημα, αν και μέχρι σήμερα δεν είναι σίγουρος πως το είχε χάσει.
Εσείς τι λέτε;


(Παλιά ιστορία που μου διηγήθηκε κάποτε ηλικιωμένος φίλος μου, με τίτλο «o cento, o niente», την οποία είχε ακούσει από τον πατέρα του το 1915. Στην αυθεντική ιστορία ο πλούσιος παρατηρητής είναι ένας, και η ιστορία καταλήγει στο εξής ηθικό δίδαγμα: να μην σε τρομάζουν όσοι δείχνουν ανυποχώρητοι, γιατί η ζωή η ίδια τους οδηγεί στην υποχώρηση, κι ας μην το καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι). Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να τη διασκευάσω, ελαφρώς.





"Όταν έρχεσαι σε μένα" Maya Agelou


Όταν έρχεσαι σε μένα

 Όταν έρχεσαι σε μένα, απρόσκλητος
 Νεύοντας μου
 Σε αλλοτινά δωμάτια
 Εκεί που υπάρχουν οι αναμνήσεις
 Προσφέροντάς μου, σαν σε παιδί, μια σοφίτα,
 Συναντήσεις ελάχιστων ημερών,
 Στολίδια κλεφτών φιλιών,
 Ψεύτικα κοσμήματα από δανεικές αγάπες,
 Μπαούλα μυστικών λέξεων,
 ΚΛΑΙΩ.


 (Όταν έρχεσαι σε μένα, της Maya Angelou, από τη συλλογή ποιημάτων Just Give Me a Cool Drink of Water 'fore I Diiie, 1971) 

Ποιήτρια, συγγραφέας, ηθοποιός, στέλεχος της Αμερικανικής Κίνησης για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Η Μάγια Αγγέλου, έφυγε σε ηλικία 86 ετών στο σπίτι της, στη Βόρεια Καρολίνα. Ήταν η πρώτη αφροαμερικανίδα συγγραφέας που κατάφερε να μπει στην ελίτ των ευπώλητων εκδόσεων της Αμερικής ενώ κυκλοφόρησε δημοφιλείς δίσκους με ποιήματά της. Ήταν φίλη με τον Malcolm X και τον Martin Luther King και εξελίχθηκε σε εμβληματική προσωπικότητα των πολιτικών δικαιωμάτων, τη δεκαετία του 60. Το ελληνικό επίθετό της προέρχεται από τον πρώτο της γάμο με Έλληνα (με τον οποίο εμφανιζόταν ως χορευτικό ντουέτο τη δεκαετία του 50). Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία της Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί και Τα δυνατά πουλιά της επαγγελίας (από τις εκδ. Πατάκη). 





Πηγή: www.doctv.gr

"Θάλαμος Ανιάτων" της Μαρίας Καρδαρά


Η Μαριάννα είναι κατάκοιτη. Στο σώμα της ανοίγουν πληγές που πονούν και βρομάνε. Αθεράπευτες πληγές και ατέλειωτος πόνος. 
Όμως σαν μια ελπίδα, σαν δυνατότητα, θέλει να φέρουν το πιάνο της να παίξει ένα ρέκβιεμ ή κάτι πολύ εύθυμο, έστω.
«Αδερφή, γιατί δεν έφεραν το πιάνο μου;»
Η νοσοκόμα δεν της απαντάει.
Η Μαριάννα ξαναρωτάει: «Αδερφή, δεν ακούς; Θέλω να φέρουν το πιάνο μου. Το πιάνο μου!»
Η νοσοκόμα πάει κοντά της και της λέει σιγά: «Σκάσε».
«Απαιτώ ευγένεια!» φωνάζει η Μαριάννα. «Απαιτώ να φέρουν το πιάνο μου».
«Εδώ είναι νοσοκομείο», λέει η νοσοκόμα, «δεν είναι αίθουσα συναυλιών...»
«Θα το συζητήσω με τον γιατρό. Ο γιατρός ξέρει τη θεραπευτική δύναμη της μουσικής».
«Για ποια θεραπεία μιλάτε; Εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων. Εδώ μέσα είναι τριάντα άνθρωποι κατάκοιτοι. Η μουσική τούς λείπει;»
«Θάλαμος ανιάτων;» απόρησε η Μαριάννα. «Ώστε με πέταξαν τα παιδιά μου;»
«Και οι άλλοι άνθρωποι είναι», είπε η νοσοκόμα.
«Άνθρωποι, δε λέω», είπε η Μαριάννα, «όμως εγώ είμαι καθηγήτρια του πιάνου, είμαι τραγουδίστρια, εγώ δίδαξα μουσική σε πολλούς νέους. Γιατί δεν φέρνουν το πιάνο μου;»
«Γιατί εδώ είναι ο θάλαμος ανιάτων», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, είμαι γιομάτη πληγές – ξέρεις ποιος με πλήγωσε; Δεν θυμάμαι να με χτύπησαν, να με πυροβόλησαν... Δεν θυμάμαι πώς έγιναν όλα. Αδερφή, βάλε μια κουλούρα στη μέση μου. Δε με λυπάσαι, αδερφή;»
«Σας έβαλα μαξιλάρι», είπε η νοσοκόμα.
«Αδερφή, πονάω! Αδερφή!» 
«Θα περάσει ο γιατρός και του λέτε πού πονάτε».
«Φρίκη!» είπε η Μαριάννα. «Όλη τη νύχτα βρόμαγαν τα πόδια κάποιου. Ευτυχώς εγώ δεν βρομάω... όμως η βρόμα έβγαινε από το κρεβάτι μου. Είχατε βάλει κάποιον στο κρεβάτι μου; Βρόμαγε σαν πτώμα. Βάλατε στο κρεβάτι μου ένα πτώμα! Όλη τη νύχτα βρόμα, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Και το φεγγάρι γιόμισε πληγές – βρόμαγε και το φεγγάρι... Αδερφή, γύρισέ με στο πλάι. Πονάω, αδερφή!»
«Τώρα θα πιείτε το τσάι σας», είπε η αδερφή.
Χάρηκε η Μαριάννα. «Θα πιω το τσάι μου... Με λίγο γάλα, παρακαλώ. Αδερφή, τη ρόμπα μου να σηκωθώ. Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι... Τις γαλάζιες παντοφλίτσες μου, παρακαλώ... Αδερφή, τη ρόμπα μου, τις παντοφλίτσες μου... Αδερφή, βοήθησέ με να σηκωθώ. Δεν ακούς, αδερφή; Θα πιω το τσάι μου στο τραπέζι!»
«Κυρία Μαριάννα, θα πιείτε το τσάι σας στο κρεβάτι, έχω δέσει τις πληγές σας. Αν σηκωθείτε, θα λυθούν οι επίδεσμοι και θα χυθείτε...»
«Αδερφή, με τρομοκρατείς, θα διαμαρτυρηθώ...»
«Σε ποιον;» είπε σαρκαστικά η νοσοκόμα.
«Στον οικογενειακό μου ιατρόν».
«Ας έρθει ο οικογενειακός σας ιατρός να σας σηκώσει εκείνος... Παλιόγρια, θα πιεις το τσάι σου;»
Η Μαριάννα κλαίει σιγά και λέει σιγά: «Με τα δάκρυα θα εκτονωθώ. Και ευτυχώς που δεν βάφτηκα ακόμα... Ευτυχώς που δεν έβαψα τα μάτια μου ακόμα...»
«Θα πιεις το τσάι σου;» είπε η νοσοκόμα θυμωμένη.
«Αδερφή», είπε η Μαριάννα, «είσαι πολύ σκληρή».
«Κυρία Μαριάννα, εσύ είσαι σκληρή που σαπίζεις ζωντανή. Σεις όλοι δω μέσα οι κατάκοιτοι που σαπίζουτε. Και να κάνουτε ό,τι σας λέω!»
Η Μαριάννα απτόητη. «Και τι ξέρεις εσύ τι πρέπει να κάνω εγώ; Τι ξέρεις;»
«Εγώ», λέει η νοσοκόμα, «ξέρω πως πρέπει να πιεις το τσάι σου, αν θέλεις να ζήσεις καμιά μέρα ακόμα».
«Και πού είναι γραμμένο πως με ένα τσάι μπορείς να ζεις μια μέρα;»
«Αν δεν πιεις το τσάι σου, θα το δώσω στο άλλο κρεβάτι», είπε η νοσοκόμα.
«Και φταίω εγώ, παιδί μου, που αρρώστησα; Φταίω εγώ;»
«Και ποιος φταίει;» ρώτησε η νοσοκόμα. «Σεις φταίτε! Η δική σας σάρκα λιώνει και βρομάει».
«Αδερφή, μου δίνετε την πούντρα μου;»
«Αργότερα», είπε η νοσοκόμα. «Τώρα μοιράζω το τσάι».
«Φοβάμαι», είπε σιγά η Μαριάννα. «Αδερφή, φοβάμαι...»
«Τι φοβάσαι;» είπε η νοσοκόμα. «Τον ύπνο φοβάσαι;»
«Ύπνος είναι; Ώστε ύπνος... ύπνος... ε, λοιπόν όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Δεν ήρθες να μου αλλάξεις τις γάζες, να με πλύνεις λιγάκι...»
«Αυτό έπρεπε να το κάνει η νυχτερινή, γιατί δεν της φωνάξατε;»
«Όλη τη νύχτα φωνάζαμε... Πόσοι είπες είμαστε, τριάντα δεν είπες;»
«Τριάντα είπα. Οι είκοσι πέντε είναι γέροι-γέροι και οι πέντε μεσήλικες».
«Ναι», λέει η Μαριάννα, «αυτοί οι νέοι βλαστήμαγαν όλη τη νύχτα. Τόσο φώναζαν, που είπα θα σηκωθούν και θα τα σπάσουν όλα».
Η νοσοκόμα γέλασε. «Όλοι εδώ μέσα είναι κατάκοιτοι, πώς να σηκωθούν; Αν μπορούσαν να σηκωθούν, δεν θα έβαζαν τριάντα ανθρώπους σε έναν θάλαμο! Θα πρόσεχαν οι Διοικήσεις!»
Τριάντα φωνές πονεμένες: «Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Μας βασανίζουν οι Διοικήσεις! Όταν είσαι αδύναμος, όλο και κάποια Διοίκηση σε αρπάζει απ' τον λαιμό. Οι Διοικήσεις μάς βασανίζουν!»
Η νοσοκόμα έτρεξε να φέρει τον γιατρό. Οι κατάκοιτοι προσπαθούσαν να σηκωθούν και η βρόμα στον θάλαμο αυξήθηκε. Και οι ίδιοι που βρόμαγαν δεν άντεχαν και φώναζαν: «Μας βασανίζουν τα Διοικητήρια!»
Η Μαριάννα φώναζε πιο δυνατά από όλους: «Οι Διοικήσεις δεν επιτρέπουν να φέρουν το πιάνο μου. Θέλω να φέρουν το πιάνο μου να παίξω ένα ρέκβιεμ για όλους. Και μετά κάτι πολύ χαρούμενο για την αγάπη του καθένα».
Οι κατάκοιτοι όλοι: «Να φέρουν το πιάνο να παίξει η Μαριάννα. Το πιάνο! Να τραγουδήσει η Μαριάννα!»
Στον θάλαμο μπήκε ο γιατρός και είπε: «Ησυχία!»
Ο γιατρός φορεί μάσκα και κίτρινα λαστιχένια γάντια.
Η Μαριάννα γελάει. «Συγγνώμη, γιατρέ, κατάδυση θα κάνετε; Απ' όσο θυμάμαι...»
«Μην ενοχλείτε τον γιατρό!» τη διακόπτει η νοσοκόμα. «Ο γιατρός θέλει ησυχία να σας εξετάσει». Και λέει μέσα της: Κι εγώ πρέπει να φορέσω μάσκα. Και οι κατάκοιτοι να φορέσουν μάσκες. Όλοι να φορέσουμε μάσκες.
Η Μαριάννα απλώνει το χέρι της για χειραψία στον γιατρό, ο γιατρός κάνει πως δεν καταλαβαίνει, η Μαριάννα κλαίει σιγά. Η νοσοκόμα ξεσκεπάζει τη Μαριάννα, ο γιατρός κοιτάζει το πληγιασμένο σώμα.
«Σκέπασέ τη», λέει στη νοσοκόμα.
Η νοσοκόμα τη σκεπάζει με το βρόμικο σεντόνι.
«Γιατρέ, πώς με βλέπετε;» ρώτησε η Μαριάννα με κάποιο λυγμό.
«Καλά, καλά, όλα θα πάνε καλά», είπε ο γιατρός.
«Θα πεθάνω, γιατρέ;»
«Δεν είπα κάτι τέτοιο...»
«Οι πληγές μου βρομάνε. Γιατί βρομάνε;»
«Φυσική κατάσταση», είπε αδιάφορα ο γιατρός.
«Γιατί δεν με θεραπεύετε, γιατρέ; Δεν υπάρχουν φάρμακα για μας;» είπε με παράπονο η Μαριάννα.
«Τη θεραπεία την ορίζει ο γιατρός», είπε η νοσοκόμα. «Κοιμήσου!»
«Ο άρρωστος θέλει να θεραπευτεί», ανταπάντησε η Μαριάννα. «Χωρίς φάρμακα, πώς θα γίνω καλά;»
«Κάποτε δεν υπάρχουν φάρμακα», είπε η νοσοκόμα.
«Ανίατη αρρώστια δεν υπάρχει, γιατί με εγκαταλείπουν;» φωνάζει η Μαριάννα. «Θέλω να φέρουν το πιάνο μου... Θέλουμε ψυχαγωγία!»
Και σα να ήταν το σύνθημα της εποχής, οι ανίατοι φώναζαν: «Θέλουμε ψυχαγωγία! Ψυχαγωγία!»






ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr

«Πάνω σ’ ένα ξένο δέντρο» της Ανθούλας Δανιήλ


O sidus clarum puellarum, o porta clausa, fons hortorum,     
cella custos unguentorum,cella pigmentaria

Umberto Eco, Το όνομα του Ρόδου

Παίζοντας με έναν τίτλο του Γιώργου Σεφέρη, που και εκείνος έπαιξε με έναν στίχο του Ιωακείμ Ντιμπελαί,  μπήκα στο πάρκο μου και είδα τα δέντρα. Δέντρα που χρόνια έβλεπα και ποτέ δεν παρατήρησα. Βιαστικά πάντα περνώντας και ποτέ προσέχοντας. Μέχρι που μια εικόνα με άρπαξε σαν το σφαχτό στο τσιγκέλι. Και έκατσα και είδα και μελέτησα. Δηλαδή έναν πίνακα, που είχε δέντρα, ένα όμως κυριαρχούσε. Αυτό που θα ’θελα να πάω κοντά του και να το χαϊδέψω, να νιώσω την τραχιά του κορμού του υφή στα χέρια μου. Να χωθώ στο ρηχό κούφωμα που έφτιαχνε από τη μια του μεριά. Να δω από μέσα, να αισθανθώ την ερωτική αγκαλιά του, να με χωρέσει και να με δέσει στη ρίζα του που έχει κάτω από το χώμα εξαφανισθεί. Να βρω τι είμαι. 

Και τότε θυμήθηκα ένα άλλο ξένο δέντρο, τη «Φλαμουριά» του Franz Schubert, απ’ τα μαθητικά μου χρόνια: «Βουΐζαν τα κλαδιά της σαν να μου κράζαν: “Ω, κοντά μου πάντα μείνε, θα βρεις γαλήνη εδώ”». Παλιά, οι ερωτευμένοι εχάραζαν στη φλούδα τα ονόματά τους και από εκεί κανένας μπάτης δεν μπορούσε να τα σβήσει. Σήμερα τα γράφουνε στον υπολογιστή και μ’ ένα πάτημα κουμπιού delete, πάνε, έφυγαν για τον Καιάδα του Κυβερνοχώρου. Στο δέντρο όμως; Θα πληγώσεις βαθιά τη σάρκα του για να καταφέρεις να εξαφανίσεις το όνομα κάτω από  πολλαπλές  χαρακιές. Μα τότε θα ’ναι οι πληγές το σημάδι που θέλησες να κρύψεις ή να γδάρεις: ένα  petimento, όχι με μπογιές, όχι σε καμβά, αλλά σε κορμό δέντρου, μ’ ένα σουγιά, χαράζεις το αγαπημένο όνομα, ένα τιμαλφές που θα ισχύει για πάντα, ακόμα και για τότε που δεν θα ισχύει πια. Και μπήκα στο πάρκο και είδα το δέντρο και έσυρα την παλάμη μου πάνω του, σαν να ’θελα να κάνω χειρογλυπτική. Ήταν κάπως αλλιώτικο. Σαν μεταφυσικό. Πυκνά φουντωτό πάνω, πανύψηλος κορμός, στητός, στεγνός, τραχύς και δυνατός, κουφωτός και γυμνός κάτω, σχηματίζοντας με το έδαφος ένα τεράστιο Δέλτα ή ένα γιγάντιο Λάμδα, με στυλωμένα σθεναρά τα δυο του σκέλη που διαφέντευαν την είσοδο στη μήτρα του δέντρου ή της γης. Σαν από κει να έμελλε να δω την Περσεφόνη. Σαν να ’ταν εκεί η «πύλη» για το πέρασμα στον μυστικό και κρυφό θάλαμο των αρωμάτων.

Το πάρκο όλο στα μάτια μου πήρε μια ιδέα ιδιωτικού παραδείσου. Στην άκρη της εικόνας ένα νεαρό ζευγάρι, αναβαπτισμένο από τον έρωτά του σε μοντέρνους πρωτοπλάστους, πιασμένο από το χέρι, περπατούσε στην άκρη του πλάνου, αποτελώντας μια μικρή λεπτομέρεια, της οποίας το ασφαλές λες και βεβαίωναν δυο πουλιά που πετούσαν από πάνω, ζευγαρωμένα και αυτά σε αρμονικό σχηματισμό, σαν ιδανική παραλλαγή των δύο ερωτευμένων ή σαν φτερωτοί αγγελιοφόροι του Δία που επισκοπούσαν από ψηλά για να αναφέρουν ότι όλα καλά λίαν. Ή πάλι μπορεί  και να ’ταν οι ψυχές ή η ιδέα εκείνων που περπατούσαν κάτω, σαν για να δείχνουν την ανταπόκριση του ουρανού με τη γη. Τη γη που πατούσαν και του ουρανού που πετούσαν.  
Και τότε σκέφτηκα τον καλλιτέχνη. Ποια να ’ταν άραγε η αφορμή να φιλοτεχνήσει μια τέτοια εικόνα; Και ποια ήταν η αιτία; Βέβαια ήξερα ότι στην τέχνη τίποτα δεν μπαίνει τυχαία και όλα έχουν τη σημασία τους. Οιπραγματικοί καλλιτέχνες δεν υποτιμούν τίποτε. Είναι υποχρεωμένοι να καταλαβαίνουν τα πάντα και όχι να τα κρίνουν, έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ. Κι εγώ προσπαθούσα να  καταλάβω. Έκανα την περιέργεια φιλοτιμία και αισθάνθηκα ότι «μπήκα στο νόημα της μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι», που λέει και ο Ποιητής. Και τότε παρατήρησα ότι όλα έμοιαζαν να με κοιτούν με νόημα. Η φαινομενική απλότητα και ηρεμία ήταν επικάλυψη μιας έντασης που τη διέκρινε κανείς στις βίαιες πινελιές στου ουρανού το μπλε το εξωπραγματικό, θαρρείς και έκαναν προσπάθεια να κρύψουν τον Θεό που ήταν πίσω τους. Τα ανατριχιασμένα δέντρα έμοιαζαν με πράσινους αχινούς. Ο κορμός τους είχε παγώσει σε μια συστροφή σαν σε ερωτικό σπασμό. Όλες οι αισθήσεις ήταν σε υπερένταση. Κατά τα άλλα, γαλήνη. Τα μικρά φυτά διάκοσμος παραμυθίας. Στα παγκάκια δεν καθότανε κανείς. Το δέντρο στο κέντρο. Το Λάμδα ολοζώντανο και ανοιχτό, καλεστικό στις ευτυχίες, έτοιμο να με αφομοιώσει και να με καταπιεί, πιο και από της Ιλιάδας επικίνδυνο. Ήταν το δέντρο που σισύριζε και που χρησμολογούσε σαν κάψα έτοιμη να σκάσει και να εκτινάξει το μήνυμα παντού πως όλα στον κόσμο γίνονται και ξαναγίνονται και φεύγουν και ξανάρχονται ή μήπως ήμουν εγώ σε μια γλυκιά παραίσθηση που αφέθηκα κι ενδίδω;  Ήταν το δέντρο της γνώσεως; Ήταν του έρωτα; Το δέντρο που έδινε ζωή ή μήπως του θανάτου που την έπαιρνε πίσω; Ένα ρίγος μου θέρισε τα σπλάχνα και τότε ένοιωσα καλά ότι η φύση που όλοι περιφρονήσαμε, ολοζώντανη και θαλερή με διεκδικούσε, «να βρω γαλήνη εδώ», άκουγα μέσα μου το παλιό τραγούδι. Δεν ήταν του κόσμου μας το πάρκο τούτο· ήταν της ουτοπίας. Όσο για το δέντρο, πήρε στα μάτια μου πια τέτοιες διαστάσεις που έμελλε σαν τον Ιακώβ να σκαρφαλώσω, με τους αγγέλους να παλέψω το μαύρο άνθρωπο που ήμουν και με τους  θεούς να συνομιλήσω, σαν «Κόρη του Ευθυδίκου» εγώ.

Δεν πρόλαβα… Ένα σκυλί γαύγισε πλάι μου, θόρυβος αυτοκινήτων από τον δρόμο, φρένα που έτριξαν και νευρικά κορναρίσματα τράβηξαν τον πέπλο της στοχαστικής μου αναπόλησης κι αμέσως το πάρκο γέμισε με κόσμο, αραχτό στα παγκάκια ή βιαστικό που πηγαινοερχόταν, παιδάκια που παίζαν, πλανόδιους μουσικούς και κανείς δεν έβλεπε το δέντρο μου κι εμένα που οι  σκέψεις μου είχαν μπερδευτεί στις ρίζες του κι ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν. Τότε θυμήθηκα τον Χένρυ Μίλλερ που έλεγε ότι ο προορισμός δεν είναι ποτέ ένας τόπος, αλλά ένας νέος τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα. Κι εγώ απέμεινα να κοιτάζω τον πίνακα.  






ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr

Μενέλαος Λουντέμης: «Αργοπορία»


Ήρθες αργά

Και τα χρόνια μου είναι βιαστικά.

Εσύ έχεις το δικαίωμα να γελάς,

Εγώ δεν έχω το δικαίωμα ούτε και να κλάψω.

Εσύ μπορείς να πηδάς
πάνω απ'τις ράχες των λόφων

Και απ'τις ράχες των γηρατειών.

Εσένα σου τα συχώρεσαν όλα.

Και τις αταξίες και τις κακοκεφαλιές.

Εμένα δε μου επιτρέπουν
ούτε ένα μικρό παραπάτημα.

Σου μιλώ με λόγια μεστά

Σαν ώριμα μήλα.

Τη ντροπή δεν την έφερε στον κόσμο
το "μήλο της αμαρτίας"
( τα μήλα δεν έχουν αμαρτίες )

Ούτε κι' οι ντροπές κοκκινίζουν.

Την αμαρτία δεν την έφερε στον κόσμο

Ούτε η άγνοια του Αδάμ
ή η "πονηρία του όφεως"

Η αμαρτία ήρθε στον κόσμο
ακολουθώντας το δρόμο
που της έδειξαν οι τυφλοί,

Κάτι παράξενοι "τυφλοί". Που ενώ
τα βλέπουν όλα...όλα...

Και τους Ναούς και τις Τράπεζες

Και τις Ταβέρνες και τα Πορνεία

Κι' ανοίγουν όλες τις πόρτες

Και των μυστικών και των μυστηρίων,

Ποτέ δεν άνοιξαν την πόρτα
που μέσα της κάποιοι βογγούν.

 Μενέλαος Λουντέμης, «Οι εφτά κύκλοι της μοναξιάς»






http://donisis.blogspot.gr

Chat


Chat

Μιλάς με πολλούς αλλά είναι λιγότεροι

Μιλάς με γυναίκες αλλά είναι άντρες

Μιλάς με ειδήμονες αλλά είναι ανίδεοι

Μιλάς με φλύαρους αλλά είναι λιγομίλητοι

Μιλάς με τολμηρούς αλλά είναι δειλοί

Μιλάς με γνοιαστικούς αλλά είναι αδιάφοροι

Μιλάς με ρεαλιστές αλλά είναι παραμυθάδες

Μιλάς με νέους αλλά είναι ηλικιωμένοι

 Μιλάς με όμορφους αλλά είναι άσχημοι

Μιλάς με ευκατάστατους αλλά είναι φτωχοί

Μιλάς με σοφούς αλλά είναι ηλίθιοι

Μιλάς με δραστήριους αλλά είναι αδρανείς

Ίσως και ανάποδα
Μασκοφόροι νέας κοπής ενός ίδιου ψεύτη κόσμου

Αλλά Ζείς…





7 καθέτως


Στο 7 καθέτως σε συμπληρώνω. Δε χωράς. Τα γράμματά σου περισσεύουν. Μου περισσεύεις; Σου περισσεύω; Ακόμα δεν το έχω αποφασίσει. Με αφήνει αδιάφορη η ιδέα της απόφασης. Αγαπώ οτιδήποτε αναποφάσιστο σχετίζεται με εμάς τους δυο. Να ‘σαι ό,τι θελήσει η στιγμή και όχι ό,τι αποφασίσει ο χρόνος. Να ‘σαι ό,τι θελήσω εγώ και όχι ό,τι αποφασίσει η μοίρα.

Στο 7 καθέτως σε συμπληρώνω. Με έναν κόκκινο μαρκαδόρο μουτζουρώνω καρδιές. Σαν εφηβάκι ερωτευμένο σε κοκκινίζω. Σαν εφηβάκι ερωτευμένο κοκκινίζω στη σκέψη σου. Έτσι θα έπρεπε να είναι ο έρωτας. Έτσι θα έπρεπε να μένει ο έρωτας. Να μένει. Να μη φεύγει. Να αποφεύγει. Να συμπληρώνουμε ξανά και ξανά τα άσπρα κουτιά σπρώχνοντας λίγο πιο πέρα κείνα τα μαύρα για να χωράμε. Λίγο πιο εδώ, λίγο πιο πέρα, να χορεύουμε σε τούτο το ποθητό σταυρόλεξο.

Στο 7 καθέτως σε συμπληρώνω. Συμπληρώνω εμένα. Συμπληρώνω εσένα. Και είναι τόσο απλή ετούτη η απάντηση που ξεπερνά και τον «Ρα, το θεό της Αιγύπτου » και γελάω σαν παιδί ανίκητο και σαν ηλικιωμένος περήφανος που έχει αγκαλιά το κομμάτι της εφημερίδας με τα σταυρόλεξα.

Είναι απλό. Ιδιαιτέρως απλό. Να σε αγαπάω.

Είναι πολύπλοκο. Ιδιαιτέρως πολύπλοκο. Να σε αγαπάω.





Χλωμά αποτυπώματα


Λαμπάκι πράσινο. Είσαι εδώ. Σε βλέπω. Με βλέπεις. Πίσω από τις πράσινες κουρτίνες. Κάτω από την ψηφιακή μας κουβέρτα. Σε σκεπάζω. Με σκεπάζεις. Με λέξεις. Όμορφες ωραίες δυσεύρετες. Ποιητικές χιουμοριστικές αθώες και ένοχες. Είσαι γυαλιστερός. Φωτεινός. Η ακτινοβολία σε ομορφαίνει. Γίνεσαι άστρο. Νυχτερινό. Σκοτεινό. Φωτεινό. Αξημέρωτο. Με μια εισβολή στα ημερήσια όνειρα. Και πάλι. Και πίσω. Και ξανά.
 Λαμπάκι πράσινο. Είσαι εδώ. Σε βλέπω. Με βλέπεις. Με πλακάτ ευτυχίας στα στάτους. Αγαπάμε, πονάμε γελάμε γλεντάμε θυμώνουμε τα σπάμε. Ξανά. Σου κρύβω. Μου κρύβεις. Επιφάνεια σκεπασμένη από δέρμα πολυτελείας. Ακριβό. Όχι η ψυχή όχι. Ξεπουλημένη. Φτηνή. Σαν πόρνη γυρνά. Μία πρίζα και οργασμός συναισθημάτων. Ξανά. Πόρνη. Σου το φωνάζω.
 Κόκκινο λαμπάκι και κλαίει. Κόκκινο στο μπουρδέλο του έρωτα. Πόσα θα δώσεις. Μία ευκαιρία. Δύο; Ξανά. Να σε θέλουν οι λέξεις. Να σε μπερδεύουν τα καλώδια. Τρικλοποδιά. Να ματώνει. Η σιωπή. Αθόρυβα που αγαπιούνται τα ομοιώματά μας. Ερωτεύονται πίσω από οθόνες. Αυτοκτονούν στα χαρτιά. Καμία θυσία σοβαρή. Όλα φτιαχτά.
 Λαμπάκι πράσινο. Είσαι εδώ. Σε βλέπω. Με βλέπεις. Μια νύχτα να στάζει. Μια νύχτα να πεινά. Μια νύχτα να ουρλιάζει.
 Πίσω από τα πλήκτρα στην άκρη των δαχτύλων, χλωμά αποτυπώματα.

γράφει η Alma Libre




Δρόμος


Δεν προπορεύομαι, ούτε ακολουθώ.

Περπατάω μόνος.

Οι πόλεις πίσω καίγονται.

Οι εραστές πεθαίνουν.

Χτες, τα δάχτυλά τους πλέκονταν ζεστά στα πυκνά μαλλιά σου, τώρα το ψυχρό μέταλλο της φωνής τους σε διαπερνά ανοίκειο και τυπικό.

Το χθες γίνεται σήμερα και ο σύντροφος ξένος.

Η απώλεια συνήθεια, όχι περισσότερο επώδυνη από ένα βούρτσισμα των δοντιών, ή μια βόλτα στην προκυμαία.

Κάποτε σε σκότωνε, χρειάστηκαν δέκα χιλιάδες μικροί θάνατοι για να ξυπνάς το πρωί και να μπορείς να διαβάσεις την εφημερίδα σου, ανέμελος.

Χρειάστηκαν αιώνες στις ανήλιες στοές και λάμες βαθιά στο κορμί σου για να σταθείς ξανά όρθιος.

Κοιτάω τον δρόμο, μόνο μπροστά.

Η άνοιξη μύρισε.

Και τα πόδια αλάφρυναν.

Μαρς…

_

γράφει ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος





Mαμά γερνάω και γίνομαι ίδια με σένα


Καθάριζα πατάτες και ξαφνικά κοίταξα τα χέρια μου και κοκάλωσα. Είχα βάλει ένα λεκανάκι με νερό, δίπλα ένα πιατάκι που έβαζα τα φλούδια και ο νεροχύτης έγινε ο μαρμάρινος στο πατρικό μου και εγώ η μάνα μου.

Και ύστερα κάθισα αποκαμωμένη στην καρέκλα. Με έβλεπα να βάζω τα κλειδιά δίπλα στην πόρτα, σε ένα τασάκι που δε χρησιμοποιώ ποτέ, να φοράω το καλσόν μου, το κραγιόν μου, να ισιώνω την άκρη του κρεβατιού, να διπλώνω το σεντόνι πριν το απλώσω, να χαϊδεύω ένα κέντημα, να ακουμπάω με όλη την παλάμη στη σελίδα της εφημερίδας.

Όλα αυτά τα ξέρω γιατί κάποτε με έχουν εκνευρίσει. Το κρεβάτι φάκελος, το καλσόν που την ταλαιπωρεί να το φορέσει αλλά δεν αλλάζει μέθοδο, τον τρόπο που στρώνει τα μακαρόνια στο παστίτσιο, τις ηρωϊκές μάχες που έχουμε δώσει «πως κόβεις έτσι το μήλο βρε μαμά»; Τη βέρα της να τη βγάζει μόλις μπαίνει στο σπίτι. Τις παντόφλες της σαν να είναι σε βιτρίνα παπουτσάδικου. Ό,τι κάνω δηλαδή.

Η μάνα μου τίποτα δε μου έχει ζητήσει. Ή μου ζητάει τόσα πολλά που τα θεωρώ καθημερινότητα, αλήθεια δεν ξέρω. Πάμε μια βόλτα της είπα να αλλάξουμε τον αέρα μας. Και πήγαμε στο Λυκαβηττό, το χέρι της ακουμπούσε το μπαστούνι, με ρούφηξε το χέρι της, ήταν η τελευταία βόλτα που κάναμε μαζί έξω.

Με ρούφηξε το χέρι της. Το έχω σε χίλιες φωτογραφίες να με κρατάει. Στο Σύνταγμα, στο Ζάππειο, σε διακοπές, παρανυφάκι, στο σχολείο στις επιδείξεις.

Τα χάζευα τα χέρια της μάνας μου πάντα. Ήταν ωραία, πολύ γυναικεία χέρια όπως τα έλεγαν κάποτε, με μια μπουλ ωραία χρυσή βέρα. Τίποτα άλλο δε φορούσε. Τίποτα.

Καμιά φορά, ασυναίσθητα, ακουμπάω το χέρι μου στο χέρι της. Χωρίς λόγο την ώρα που μιλάμε. Είναι ίδια τα χέρια μας, ίδια, δεν ήταν έτσι παλιά. «Μιλάτε κάπως ίδια με τη μαμά σου» μου είπε η Μαρία. «Γίνομαι ίδια με τη μαμά μου Μαρία» της είπα μετά από πολλά χρόνια. Γίνομαι σιγά – σιγά αυτά που έχω μισήσει και αγαπήσει πολύ. Γερνάω. Κοιτάζομαι λιγότερο στα μάτια με το είδωλό μου στον καθρέφτη, δεν προλαβαίνω. Αλλά με πιάνω να κοιτάω τα χέρια μου. Με τα περλέ απαλά μανόν. Τα στρογγυλά κομμένα νύχια. Να τα κοιτάω με το κεφάλι χαμηλά, να τα ρωτάω. Τη μάνα μου ρωτάω, τα χέρια της. Και στα χέρια μου τη βλέπω. Ότι είναι εκεί.

Αργυρώ Μποζώνη





«Η μεταλαβιά» της Ελένης Χωρεάνθη


Το Πάσχα έπεφτε αργά εκείνη τη χρονιά. Ήταν αρχές του Μάη. Η φύση ανθισμένη, γιορτινή μοσχοβολούσε. 
Ανθοβολούσαν στα χωράφια τ’ αγριολούλουδα, στα περιβόλια οι λεμονιές, οι νεραντζιές και οι πορτοκαλιές, στις ρεματιές οι κερασιές, οι γλάστρες στα μπαλκόνια και στους ανθόκηπους οι φορτωμένες πασχαλιές.
Μεγαλοβδόμαδο ντυμένο στο Μεγάλο Πένθος των ανθών. Το Πάσχα και η Ανάσταση που έρχονταν με τα μύρα, σκορπούσαν απλόχερα τη λήθη στις καρδιές και την ελπίδα.
Τότε, μέσα στην τόση ομορφιά της φύσης, της ήρθε βολικά και της Φανάρας να γιορτάσει, να δει κι εκείνη άνοιξη, ανάσταση στα σωθικά της, μιας κι άλλο τίποτα δεν ήταν βολετό να αλλάξει το άθλιο ριζικό της.
Ολοστρόγγυλα, τριάντα χρόνια συναπτά η έρμη χηρευάμενη και μαυροφορεμένη βολόδερνε με κάθε τρόπο να τα βγάλει πέρα, να θρέψει και να ντύσει τα ορφανά και να ’χει κι από πάνω την καταλαλιά του κόσμου. Με έργα και με βλέψεις πονηρές, με λόγια σουβλερά, όλοι απάνω στο κορμί και στην ψυχή της ξεθυμαίνανε. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», που δεν ήταν και λίγα. Ωστόσο, κανένα από τα τέσσερα παιδιά που της έδωσε ο Μεγαλοδύναμος δεν έφερε στον κόσμο αφότου έχασε τον άντρα της. Όλα δικά του ήταν.
«Ο φτωχός κι η μοίρα του...» μουρμούριζε και καταριότανε τη μέρα και την ώρα που γεννήθηκε. Αυτό μονάχα ήξερε να λέει. 
Εκείνη τη χρονιά, ένιωσε τη μοσχοβολιά της πλάσης που αναγεννιόταν. Και μια σταγόνα δρόσου στάλαξε μέσα της.
«Θα πάω να μεταλάβω» μονολόγησε. Κι έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της μη λάχει και τη ματιάσουνε και το μετανιώσει.

Μέρα γελούμενη, απαλή, ξημέρωσε το Μέγα Σάββατο. Άνοιξε κι η Φανάρα το καλύβι της και βγήκε ν’ ανασάνει η ψυχή της. Απ’ τα χαράματα ξεσήκωσε και τίναξε τα παλιοσκούτια της και τα σκεπάσματα, ασβέστωσε τη χαμοκέλα: τρία επί τρία η βάση κι ένα και μισό μέτρα το ύψος, χώμα κάτω, αστράκι, τσίγκος από πάνω η στέγη, αυτό ήταν όλο κι όλο το κονάκι της. Μετάνιζες να μπεις και να βγεις από κει.
Συγύρισε σαν όλες τις νοικοκυρές και τις καλές γειτόνισσες, τις παστρικιές, τις ακριμάτιστες, άπλωσε και τη μνήμη της ν’ αεριστεί απάνω στα κλαδιά της πασχαλιάς που ευωδίαζε πλάι στου γείτονα τον κήπο με το δίπατο... Άνοιξε το μοναδικό έπιπλο, το παλιό φορτσέρι, κι έβγαλε κι άπλωσε ν’ αεριστούνε τα νυφιάτικά της.
«Τα κρίματά μου είναι πολλά. Μα θα τ’ αμπόξω. Θα πάω να μεταλάβω» ψέλλισε. Έδωσε μια κλοτσιά στο γάτο που τυλίχτηκε στα πόδια της: «Άι καταδιαόλ’ κι εσύ!». Χούγιαξε τις παλιόκοτες της γειτονιάς που κακαρίζανε, περιπαιχτικά θαρρείς κι εκείνες, φασκέλωσε το μπάσταρδο του Ιταλού που ρούφαγε τη μύξα του. «Μακριά απ’ τ’ς άγιοί σ’ , Παλιοκαστρίτσα μ’, σ’χώρα με!», σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και χώθηκε στο καλύβι άλλος άνθρωπος.
Ήταν πολλά, αμέτρητα, άμμος της θάλασσας τα κρίματα της φτωχιάς, εξόν η φτώχεια. Είχε τρεις τσούπες κι ένα μοναχό «παιδί», κι αυτό φευγάτο το ανεπρόκοπο, δεν τις γνοιαζόταν.
Και σαν να μην έφτανε η φτώχεια κι η στενότητα του χώρου, μάζεψε και τον ξεπεσμένο Ιταλό που τα ‘μπλεξε με τη μικρή της κόρη. Πού βρέθηκε κι αυτός, απ’ τα κλαριά ξεφύτρωσε! Κι αυτός εκεί μέσα στη χαμοκέλα μέρα νύχτα κολλιτσίδα! Πώς της ήρθε να πάει να μεταλάβει μια ζωή ανήστευτη κι αξομολόγητη! Τι ανήστευτη. Η Φανάρα τι άλλο να νήστευε; Όλη της η ζωή Μεγάλη Σαρακοστή ήταν. Όλο τον χρόνο νήστευε η έρημη τη φτώχεια της και την ανέχεια.

Περίμενε ίσαμε να νυχτώσει και να πλαγιάσουν όλοι και τότε πήρε την πιο μεγάλη απόφαση να πάει στην εκκλησιά να μεταλάβει. Έριξε μαύρη πέτρα πίσω της και μια λοξή ματιά συνενοχής πλάι στον Ιταλό που λούφαζε ανίδεος κι έκαμε κρυφά στον κόρφο το σταυρό της.
Έξω είχε πέσει το σκοτάδι. Είχε σκεπάσει κάθε ρύπο. Στην εκκλησιά έμενε ακόμα η ευωδιά από τα επιτάφια μοιρασμένα άνθη λυτρωτική, γλυκιά, ολοκάθαρη... 

Σήμαναν τα μεσάνυχτα καμπάνες αναστάσιμα, γιορταστικά. Πετάχτηκε όλο το χωριό αγουροξυπνημένο. Ντύθηκε και στολίστηκε ο κόσμος, έβαλε ο καθένας τα καλά του, φόρεσε την καθαρή συνείδησή του και ξεχύθηκαν στους δρόμους.   
Χαρδάκισε κι αηδόνισε και της Φανάρας η καρδιά, φτερούγισε πιο μέσα κι η ψυχή της. Πετάχτηκε ανάλαφρη από το στρώμα, παραμερίζοντας σιγά να μην ξυπνήσει τον Ιταλό, φόρεσε ασιδέρωτα τ’ αερισμένα της νυφιάτικα και βγήκε ήσυχα στη λαμπροφορεμένη νύχτα, που ευωδίαζε γλυκά. Πήγε στην εκκλησιά, μπήκε δειλά με τα νυφιάτικά της καθαρά κι αερισμένα όλη μέρα, τρύπωσε ανάμεσα στο πλήθος, κανείς δεν πήρε είδηση και περίμενε την ώρα να πάει να μεταλάβει σώμα και αίμα του Χριστού να λυτρωθεί η ψυχή της.
«Δεύτε, λάβετε φωωωως εκ του ανεσπέρουουου φωωωωτός!»
Η στεντόρεια φωνή του ιερέα συντάραξε το εκκλησιαζόμενο πλήθος μέσα κι έξω από την εκκλησία. Φτερούγισε και της Φανάρας η καρδιά. Πρώτη φορά σάλεψε κάτι μέσα της γλυκό και τρυφερό. Χάιδεψε την ψυχή της ένα άγιο φως. Άπλωσε τρέμοντας το χέρι και πήρε φως ανέσπερο κι εκείνη με το λαμπροκέρι το λιγνό της:
«Άι σιχτίρ ούλ’ σας, τι με κοιτάτε!» μαχαίρωσε με μια κοφτή ματιά την αδέκαστη καταφρόνια που την κυνηγούσε ανελέητα ίσαμε εκεί μέσα στον ιερό ναό. Και συμμαζώχτηκε σε μιαν ακρούλα, θέση δεν είχε πουθενά η εκκλησία για κείνη. Δεν πήγαινε ποτέ στην εκκλησία. Με τόσα πλήθια μύρια κρίματα πού να χωρούσε! Μπορεί και που δεν είχε ποτέ άλλοτε θυμηθεί να βγάλει απ’ το φορτσέρι εκείνα τα νυφιάτικα τα μουχλιασμένα, τα άτυχά της, τ’ αχαΐρευτα. Περίμενε τρεμάμενη ως τα κατάβαθά της την ώρα, τη στιγμή να βγει ο ιερέας στην Ωραία Πύλη και να πει:
«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε...»
Α, πόσα χρόνια είχε να τ’ ακούσει! Πώς περίμενε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Και ήρθε η αναμενόμενη στιγμή. Οι χριστιανοί, άλλος πολύ, άλλος  λίγο, άλλος καθόλου, συναισθανόμενοι το πλήθος των πταισμάτων του ο καθένας, μπήκαν στην ουρά να κοινωνήσουν. Σε λίγο βγήκε στην Ωραία Πύλη ο ιερέας μεγαλοπρεπής, απαστράπτων μέσα στα ολόχρυσά του άμφια, βαστάζοντας τα Τίμια Δώρα, ωσάν τον Μωυσή, όταν κατέβαινε από το θεοβάδιστο Σινά φέρνοντας τις πλάκες με τις Δέκα Εντολές, και απευθυνόμενος στο ευλαβές εκκλησίασμα:
«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπηης Προοοσέεεθλετε!» κραύγασε.
Η φωνή του ιερέα απάλυνε όταν άρχισε να κοινωνεί τους πιστούς. Και σε κάθε ατομική περίπτωση πρόφερε σιγά: «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού...», και περίμενε να πει ο κάθε μεταλαμβάνων το όνομά του. Και σε κάθε ατομική περίπτωση ο ιερέας συμπλήρωνε: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον...»
Πρώτα πέρασε όλος ο αρσενικός πληθυσμός και μετά ήρθε η σειρά των γυναικών και των παιδιών με την ίδια τάξη. Τελευταία ήρθε και της Φανάρας η σειρά. Πλησίασε η έρμη τρέμοντας κι άπλωσε το χέρι της να πιάσει το άγιο ύφασμα, που μ’ αυτό σπογγίζουν τα χείλη τους οι μεταλαμβάνοντες. Ο ιερέας εκείνη τη στιγμή ετοίμαζε το δικό της μεράδι από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι ευθύς πρόφερε:
«Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού...», και περίμενε να πει το όνομά της η πιστή δούλη.
«Αφού ξέρ’ς πώς μι λένε, παπά μ’, τι μι ρουτάς;» μουρμούρισε η Φανάρα.

Δεν πρόκαμε να πει παρακάτω. Ο ιερέας ανασήκωσε τα γυαλιά και σαν την είδε, την αναγνώρισε, τράβηξε απότομα από τα χέρια της το άγιο ύφασμα και: 
«Εσύ; Μην αγγίζεις τα Άγια των Αγίων, αλειτούργητη! Φωτιά αντίς μεταλαβιά θα βάλεις μέσα σου, φύγε, κριματισμένη...»
«Μα, παπά μ’...», έκαμε να πει κάτι, να δικαιολογηθεί, να δηλώσει ίσως μετάνοια εκειδά μπροστά σ’ όλο τον καθαρό, τον αναμάρτητο κόσμο.
«Μακριά από τα Άγια των Αγίων, αλειτούργητη» της είπε σιγά ο ιερέας. Μάζεψε τα Άγια των Αγίων και σήκωσε ψηλά το Άγιο Δισκοπότηρο: «Ορθοί οι μεταλαβόντες των Θείων, Αγίων και Αχράντων Μυστηρίων» έψαλλε μεγαλοφώνως και χώθηκε τρέχοντας στο Ιερό από την Ωραία Πύλη ικανοποιημένος που έπραξε το ιερό καθήκον του χωρίς καν να προσέξει τα νυφιάτικα της χριστιανής, τη λαχτάρα που τρεμόπαιζε στα δειλά της μάτια, την Ανάσταση που χάραζε στο μέτωπό της εκείνη την ιερή νυχτιά.
Ο ιερέας, ο ευλογημένος, έμεινε στη μιζέρια, στη χαμοκέλα, στο καλύβι με την αστεφάνωτη που μάζεψε τον Ιταλό στη χαμοκέλα. Έβλεπε μόνο κρίματα και μύριζε τη μπόχα. Η θλιβερή παράσταση έκλεισε με τον επίλογο της κριματισμένης:
«Άι σιχτίρ κι εσύ κι η μεταλαβιά σ’, παπά! Κι εγώ θα ιδείς, ξέρω τι θα κάμω!» μουρμούρισε τρίζοντας τα τρία μοναδικά της δόντια.
Και βγήκε τρέχοντας και τρέμοντας από την εκκλησία. Φασκέλωσε τα νυφιάτικα που φορούσε, την εκκλησιά μ’ όλους τους αγίους της, τον παπά και την Ανάστασή του και κρύφτηκε μέσα στη νύχτα τη θολή που την περίμενε απέξω.

 Σαν πήγε στο καλύβι της, έβγαλε κι έθαψε στο φορτσέρι τ’ άχαρα τα νυφιάτικα φασκελώνοντάς τα. Φόρεσε πάλι τα καθημερνά της μαύρα ρούχα, τ’ αλειτούργητα. Δίπλωσε δις και τρις τη μνήμη στην καρδιά της, την πασπάλισε με θλίψη, την απίθωσε κι εκείνη στο φορτσέρι και βγήκε ν’ ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. Μπήκε ξανά στη χαμοκέλα. Άρπαξε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί, απ’ τους γειτόνους δώρο πασχαλιάτικο ήταν, γέμισε ένα κουτάλι, έριξε μέσα ένα ψίχουλο απ’ το δικό της το λαμπρόψωμο με τα κεντίδια, που είχε ζυμώσει με τα χέρια της αποβραδίς για την Ανάσταση, και μετάλαβε! Ευφράνθηκε η ψυχή και η καρδιά της. Βγήκε πάλι μετά κι άδειασε το υπόλοιπο κρασί στη ρίζα της ανθισμένης πασχαλιάς του γείτονα, δικό του ήταν το κρασί, το Άγιο Ανάμα...

«Άιτι  κι ισύ, από κει πού ’ρθες!» μουρμούρισε οργισμένη.

Έπειτα στάθηκε κατά ολόρθη με ισιωμένη ράχη και περίμενε την κατάλληλη στιγμή που γύριζαν από την εκκλησία οι γείτονες, ο καλός ο κόσμος, οι πιστοί, οι αναμάρτητοι στα σπίτια τους:

«Αμ τι νόμισες, παπά! εγώ μεταλαβαίνω όπως ξέρω γω, όχι όπως θέλ’ς εσύ! Άι σιχτίρ! Με κόλασες λαμπριάτικα!» φώναξε να την ακούσουν.

Την άκουσαν οι γείτονες και σταμάτησαν από περιέργεια.

«Κρασί κι ψουμί μεταλαβαίνει αυτός, κρασί κι ψουμί μετάλαβα και γω!» είπε και σφίχτηκε στον κόρφο της. 
Όρμησε μετά στη χαμοκέλα και στάθηκε πολλή ώρα πλάι στον Ιταλό, στην αστεφάνωτη, στα κρίματά της τ’ αλειτούργητα. Κλειδαμπαρώθηκε στη μνήμη και στο έλεος του καιρού με τη μεταλαβιά που δεν ευδόκησε να πάρει, να  κρυφοκαίει στα σπλάχνα της, να ευωδιά, να ευφραίνει το ξερακιανό κορμί της. Μετά έριξε ξύλα στη μικρή φωτιά και κάθισε εκειδά στο παραγώνι. Σταύρωσε τότε την ψυχή μέσα στα χέρια της κι απόμεινε αμίλητη και χολιασμένη να συμπάει τα ξύλα, να μη σβηστεί η φωτιά και ξεπαγιάσουν ούλοι, που να μην έσωναν να γεννηθούν!
Σκάλιζε ολονυχτίς την ανθρακιά, μετρώντας κι αναθεματίζοντας τις συμφορές, τη φτώχεια, την ανέχεια, την ορφάνια και την καταφρόνια που την έζωναν ολοζωής από παντού. Κι έχωνε μες στη χόβολη τις πίκρες της και τους καημούς, τα βάσανά της.
Και σαν κόντευε να φέξει, τα βλέφαρά της βάρυναν. Σίμωσε, σήκωσε τα σκεπάσματα και πλάγιασε ως την αυγή αδιαφορώντας για όλο το χωριό το αγρυπνισμένο στην Ανάσταση, που λούφαζε μετά στην ξεγνοιασιά και στη υπόληψή του.
Κανένας δεν κατάλαβε την άνοιξη που ανθοβόλησε στη χαμοκέλα της Φανάρας. Κανένας τους δεν είδε την Ανάσταση που σίμωσε στο καλυβάκι. Όλοι ροχάλιζαν ως την αυγή, που βγήκε η έρμη, η φτωχή ν’ απλώσει πάλι την ψυχή της στ’ ακροκλώναρα της πασχαλιάς ν’ αεριστεί, να μεταλάβουν φως τα σωθικά της. 

Μια παλιά, ξανά δουλεμένη ιστορία, που δεν είναι, κατ’ ανάγκην, και αληθινή.

κείμενο: Ελένη Χωρεάνθη





ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...