Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017
"Άγνωστες λέξεις" Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Βρέφος της Άρνισσας κόρη αντάρτη
Χαμένο νήπιο σε οικοτροφείο της Πράγας
Μαθήτρια στο χωριό του Μπελογιάννη
Έφηβη φυγάς στην Ιταλία
Παράνομη πρόσφυγας σε στρατόπεδο στη Ρώμη
Άπατρις δίχως ιθαγένεια στο Μάλμε'
Πολίτης του κόσμου πλέον στη Στοκχόλμη
Ζωή εφτά φορές κομματιασμένη
θρυμματισμοί θαμπού καθρέφτη
Εφτά θρυμματισμένα προσωπεία
Με τόσο θρύψαλα
θαμπά γυαλιά καρφιά
πού φως κουράγιο πού
να δέσεις την κοτσίδα με ηλιαχτίδες
Καθρέφτες καθρεφτίσματα
λάμψεις φωταγωγίες
χαμένη υπόθεση
άγνωστες λέξεις
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
από τη συλλογή Λιγοστεύουν οι λέξεις, 2017
ΠΗΓΗ...http://dreaming-in-the-mist.blogspot.gr/
"Η Ρουτίνα" μια Ελληνική Ταινία μικρού μήκους για τον αυτισμό
Η συμβίωση με τον Βαγγέλη, δεν είναι εύκολη. Η οικογένεια του προσπαθεί να μην διαταράξει την καθημερινότητά του, ώστε να τηρείται το πρόγραμμά του και να μην αλλάζει η ρουτίνα του.
Από την άλλη πλευρά, οι έντονοι ρυθμοί της ζωής του Γιάννη δεν του αφήνουν περιθώρια για κατανόηση και ενσυναίσθηση.
Ένα ξαφνικό γεγονός θα είναι ο συνδετικός κρίκος που θα ενώσει τους δυο ήρωές μας σε μια ταινία μικρού μήκους, που μας υπενθυμίζει πως όταν η αποδοχή υπερισχύει, η ζωή μπορεί να γίνει ακόμη καλύτερη.
Παίζουν οι: Φωτεινή Ντεμίρη, Τάκης Παπαματθαίου, Ιάσονας Παπαματθαίου, Γιάννης Γρανίδης, Μαρία Τσάκωνα, Κατερίνα Βούρτση & Κωνσταντίνος Σκύλος.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Άντζους. imdb.com/name/nm2085885/
Σενάριο / Παραγωγή: Καλλιόπη Βίλλυ Κωτούλα.
Διεύθυνση Φωτογραφίας / Μοντάζ: Νίκος Κακωνάς.
Σκηνογραφία / Ενδυματολογία: Δέσποινα Ράπτη.
Μακιγιάζ/ Special Effects: Ελευθερία Σαββοπούλου, Αγγελική Ξηρού / Δώρα Γαλανού, Στέλλα Μπανάκου.
Ήχος / Sound Design: Ανδρέας Ντρούλιας.
Μουσική: Θέμης Βασιλείου & Φάνης Πρωτοπαπαδάκης.
Εκτέλεση Παραγωγής: Greenstudios.
Creative Icon Films 2015, creativeiconfilms.com/
ΠΗΓΗ...https://vimeo.com/236726268
Όταν αγαπάς, δεν αγαπάς κομμάτια
«Αγαπώ το σαλιγκάρι, την υπομονή του, καθώς προχωρά παρά τα εμπόδια που συναντά», μου έλεγε καθώς σκάλιζε τα μαρούλια του κήπου.
«Αγαπώ τα πουλιά, την ελευθερία που έχουν να κινούνται από κλαδί σε κλαδί και από τόπο σε τόπο», μου έλεγε καθώς περπατάγαμε ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου.
«Αγαπώ το μυρμήγκι, την εργατικότητά του», μου έλεγε καθώς παρατηρούσαμε τις μικρές τρύπες στο κτήμα.
«Αγαπώ το σκοτάδι, γιατί όταν πέφτει μπορώ να μετρήσω τα άστρα», μου έλεγε τα καλοκαιρινά βράδια που χαζεύαμε τον ουρανό.
«Αγαπώ τους ήχους της νύχτας, γιατί μου κάνουν παρέα όταν κανένας δεν είναι κοντά», μου έλεγε από την κουνιστή πολυθρόνα του.
«Αγαπώ τη μυρωδιά της βροχής, γιατί μαρτυρά την ανακούφιση της διψασμένης γης», μου έλεγε τα φθινοπωρινά απογεύματα που περνάγαμε στη βεράντα.
«Αγαπώ τα χρώματα των λουλουδιών, γιατί μου θυμίζουν το ξεχωριστό της κάθε ύπαρξης», μου έλεγε καθώς πότιζε τις γλάστρες.
«Αγαπώ τη μητέρα σου, γιατί είναι το αλατοπίπερο της ζωής μου», μου έλεγε καθώς τη χάζευε να μαγειρεύει και μου έκλεινε το μάτι.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς περίμενα στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Τα μάτια μου καρφωμένα στην πόρτα που οδηγούσε σε εκείνον.
Μόλις είδα τη μητέρα μου να ξεπροβάλλει, τινάχτηκα. Πέρασα δίπλα της χωρίς να την κοιτάξω. Δεν άντεχα.
Πήρα τη σκυτάλη. Ήταν σειρά μου να τον αποχαιρετήσω. Δεν ήμουν έτοιμος, αλλά δε θα ήμουν και ποτέ.
Μπήκα στο λευκό δωμάτιο και περπάτησα με αργό βήμα προς το μέρος του. Μια ύστατη προσπάθεια να κερδίσω λίγο χρόνο κοντά του. Έπιασα το ροζιασμένο του χέρι.
«Κώστα μου», τον άκουσα να λέει με αδύναμη φωνή. «Μπαμπά, μη φύγεις» ψιθύρισα με σπασμένη φωνή. «Κώστα μου...», μου είπε και το βλέμμα του κινήθηκε για λίγο επάνω μου με καμάρι. «Μπαμπά, μη μιλάς. Όχι τώρα».
Εκείνος, όμως, συνέχισε κι εγώ για πρώτη φορά σε όλη μου τη ζωή δεν τον διέκοψα.
«Η αγάπη είναι νήμα, αόρατο σκοινί, που μας συνδέει για πάντα. Μας συνδέει με τον κόσμο, με τους γύρω μας και με τον εαυτό μας».
Έβηξε δυνατά.
«Η αγάπη μετασχηματίζει, δίνει νόημα στη ζωή μας. Η αγάπη είναι μέσα μας, Κώστα μου. Μεγαλώνει, καθώς ενώνουμε τα κομμάτια μας. Συγχώρα με που φεύγω. Σε αγαπώ για πάντα. Ένα θέλω να θυμάσαι, παιδί μου. Όταν αγαπάς, δεν αγαπάς κομμάτια».
Έκανε νεύμα να σκύψω. Μου έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο κι ύστερα έκλεισε τα μάτια. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω. Δεν έχει σημασία.
Μπαμπά, σε αγαπώ. Και όταν αγαπώ, δεν αγαπώ κομμάτια...
Ευγενία Δουβαρά, Ψυχολόγος
Αφιερωμένο σε όλους όσους μας μαθαίνουν την αγάπη και μας κάνουν πιο ανθρώπινους.
Η φωτογραφία είναι έργο του John Koch του 1955 με τίτλο "Father and son".
ΠΗΓΗ...http://evgeniadouvara.blogspot.gr/
Υποκοριστικά ερωτευμένων ανά τον κόσμο
«Αγάπη μου», «άγγελέ μου», «μωρό μου», «μάτια μου» είναι μερικές από τις συνηθέστερες εκφράσεις στοργής που χρησιμοποιούν τα ζευγάρια για να αποκαλούν ο ένας τον άλλον μεταξύ τους.δεν περιορίζονται σε αυτά και κάνουν χρήση και άλλων υποκοριστικών που τις περισσότερες φορές προκαλούν γέλιο. Αυτό όπως αποδεικνύει ρεπορτάζ του BBC δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Συμβαίνει παντού.
Τα ερωτευμένα ζευγάρια εφευρίσκουν διάφορα όρους για να αποκαλούν ο ένας τον άλλον, παράξενους διαφορετικούς που σε όλους τους υπολοίπους, όπως είναι φυσικό, προκαλούν γέλιο.
Ποιοι, όμως, είναι αυτοί; Το BBC παρουσιάζει τους δέκα πιο παράξενους όρους αγάπης σε ολόκληρο τον κόσμο:
Petit chou – λαχανάκι: Χρησιμοποιείται στη Γαλλία και είναι αντίστοιχο του «γλυκός/γλυκιά». Θυμίζει κάτι μικρό και στρογγυλό, γεγονός που τους Γάλλους μάλλον τους παραπέμπει σε κάτι… αγαπησιάρικο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και διπλό: «chouchou».
Chuchuzinho – κολοκύθα: Στην Βραζιλία και την Πορτογαλία είναι μάλλον συνηθισμένο για κάποιον να αποκαλεί το αγαπημένο του πρόσωπο «κολοκυθάκι». Η κατάληξη «-άκι» αποτελεί ένδειξη τρυφερότητας.
Tamago kato no kao – αυγό με μάτια: Στην Ιαπωνία συχνά οι γυναίκες αποκαλούνται «αυγό με μάτια» από τους αγαπημένους τους. Θεωρείται μεγάλο κοπλιμέντο, καθώς το πρόσωπο σε σχήμα αυγού θεωρείται ιδιαίτερα θελκτικό στην ιαπωνική κουλτούρα.
Terron de azucar – κύβος ζάχαρης: Όπως το «μέλι» στα αγγλικά, έτσι και άλλα γλυκά φαγώσιμα χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν την τρυφερότητα προς το αγαπημένο πρόσωπο. Στην Ισπανία συχνά χρησιμοποιούν γι’ αυτό το σκοπό την έκφραση «κύβος ζάχαρης».
Buah hatiku – φρούτο της καρδιάς μου: Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται στην Ινδονησία. Μπορεί να έχει ρομαντική σημασία, μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει την αγάπη προς τα παιδιά. Συχνά τον βρίσκει κανείς σε διαφημίσεις: «Το καλύτερο προϊόν για το φρούτο της καρδιάς σας».
Ma puce – ψύλλε μου: Μπορεί να φαίνεται παράδοξος όρος, όμως το «ma puce» εκφράζει σχέση οικειότητας. Θεωρείται ότι ίσως να προέρχεται από το γεγονός ότι η αφαίρεση ψύλλων ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, οδηγούσε σε οικειότητα το ζευγάρι.
Ghazal – γαζέλα: Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει μία λυγερόκορμη γυναίκα. Στα αραβικά είναι μεγάλο κοπλιμέντο και συχνά οι άνδρες λένε στις γυναίκες: «Έχεις τα μάτια μιας γαζέλας».
Chang noi – ελεφαντάκι: Πρόκειται για αγαπημένα ζώα των Ταϊλανδών. Θεωρείται, μάλιστα, ότι φέρνουν τύχη. Δεν θα μπορούσαν να λείπουν, επομένως, και από τις δηλώσεις τρυφερότητας των κατοίκων της Ταϊλάνδης.
Chen yu luo yan – ψάρια που πέφτουν, χήνες που κατρακυλούν: Στην Κίνα υπάρχει μία ιστορία για μία πανέμορφη γυναίκα, τη Σι Σι. Λέγεται ότι αυτή ήταν τόσο όμορφη, ώστε όταν κοιτούσε τα ψάρια σε μια λίμνη, αυτά ξεχνούσαν να κολυμπήσουν και έπεφταν στον πάτο και ότι όταν οι χήνες πετούσαν πάνω από το κεφάλι της, όταν την έβλεπαν -θαμπωμένες από την ομορφιά της- ξεχνούσαν να πετάξουν και κατρακυλούσαν στο έδαφος. Ακόμα και σήμερα, όταν ένας άνδρας θέλει να πει σε μία Κινέζα ότι είναι πολύ όμορφη, της λέει: «Ψάρια που πέφτουν, χήνες που κατρακυλούν».
Golubchic/golubushka – περιστεράκι: Και στην Ελλάδα θα μπορούσε να ακούσει κάποιος να αποκαλείται ο αγαπημένος/η αγαπημένη «περιστεράκι». Στη Ρωσία αυτό είναι ιδιαίτερα δημοφιλής όρος. Ο Πούσκιν τον χρησιμοποιούσε, αναφερόμενος στην γκουβερνάντα του. Αλλά ιστορικά ο όρος προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη.
Επιμέλεια: Ελένη Λαυρεντάκη
ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com
Γράμμα στον Μικρό Πρίγκιπα
Η αλεπού σου, που είχες συναντήσει στην Γη έλεγε μπαρούφες και το τριαντάφυλλο σου το είχες δει απλά σε ένα από τα πολλά όνειρα που έκανες τις τόσες ώρες που κοιμόσουν. Γιατί είσαι ένας τεμπέλης που περιμένεις όλοι να διαβάσουν το "παραμυθάκι"σου και να δακρύσουν.
Άκου λοιπόν μικρέ πρίγκιπα ή όπως αλλιώς θέλεις να αυτοαποκαλείσαι τελοσπάντων...
Τα παραμύθια όπως έλεγε και ένας γνωστός μου, θα είναι πάντα για τα παιδιά και μην περιμένεις ξαφνικά εγώ να γίνω τριαντάφυλλο ή να πιστεύω σε μια αλεπού ή ακόμα, να κοιτάω τα αστέρια και να ελπίζω.
Από τα λίγα που θυμαμαι - και έχω προσπάθησει να σβήσω από την μνήμη μου την ιστορία σου - ο πλανήτης σου ήταν ένα ξερακιανό και έρημο μέρος στο οποίο παραδόξως μια μέρα φύτρωσε ένα πανέμορφο μπουμπούκι.
Αυτό το μπουμπούκι αν δεν κάνω λάθος ήταν ένα τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο σου, το οποίο εσύ ο ίδιος πότιζες, σκεπάζες και πρόσεχες πιο πολύ και από την ίδια σου την ζωή.
Όμως εκείνο ήταν τόσο ξιπασμένο που όσο και να το είχες αγαπήσει σε απωθούσε αφάνταστα η αλαζονική συμπεριφορά του, που σηκώθηκες και έφυγες.
Σωστά; Και να που στην Γη βρήκες μια αλεπού την οποία εξημέρωσες και σου έδωσε να κατάλαβεις τι είναι αγάπη. Σου είπε πως το τριαντάφυλλο σου είναι μόναδικο στον κόσμο. Είναι ο χρόνος που αφιέρωσες μαζί του και αυτό το κάνει μοναδικό.
Επιπλέον σού υπενθύμισε πως γίνεσαι υπεύθυνος για πάντα για ό,τι εξημερώνεις.
Και εσύ τί έκανες τελικά; Κοίταξες τα αστέρια, είπες στην αλεπού να τα κοιτάει κάθε φορά που νιώθει μοναξιά γιατί εσύ θα την χαιρετάς από αυτά Και ύστερα πέθανες.
Πήγες να βρεις το τριαντάφυλλο σου...όμως ήταν ήδη αργά. Είχε μαραθεί πια να σε περιμένει.
Και τι κατάλαβες λοιπόν από αυτή την ιστορία; Όλοι είστε οι χαμένοι της υπόθεσης... δεν υπάρχει αγάπη και προφανώς δεν περιμέναμε εσένα να μας το διδάξεις.
Μικρέ πρίγκιπα, ήσασταν και οι δύο πολύ νέοι για να κατάλαβετε τι είναι αγάπη... επίσης η αλεπού που κολλάει σε όλο αυτό;
Γιατί κοιτούσε τα στάχυα και της θύμιζαν τα ξανθά μαλλιά σου;
Γιατί άρχιζε να χαίρεται ήδη από τις τρείς ενώ θα συναντιόσασταν στις τέσσερις;
Μικρέ πρίγκιπα το παραμύθι σου πρέπει να το αμφισβητήσω για ένα και μοναδικό λόγο. Γιατί δεν γίνεται κάθε φορά που αντικρίζω στο κρεβάτι μου την αλεπού μου και κουλούριαζομαι αγκαλιά μαζί της για να δω την ταινία σου να βυθίζομαι στην θλίψη.
Δεν γίνεται κάθε φορά που συναντώ πατημένο τριαντάφυλλο στον δρόμο να το προσπερνώ βιαστικά για να αποσυρθώ στην επόμενη γωνία και να εκραγώ στα δάκρυα μου.
Δεν γίνεται η λέξη "μονάδικος" να αναφέρεται σε ένα και μόνο τριαντάφυλλο ανάμεσα σε όλο τον κόσμο!
Δεν γίνεται κάθε φορά που ξημερώνει να κλείνω την κουρτινα για να φωσφορίσουν τα αστέρια στο ταβάνι του δωματίου και έτσι να ξέρω πως υπάρχεις ζωντανός ακόμα και την μέρα.
Μικρέ πρίγκιπα, αν δεν το έχεις καταλάβει η ιστορία σου μόνο ελπίδα και απότομη απογοήτευση μπορεί να δημιουργήσει στους ανθρώπους.
Γιατί το κανεις αυτό; Γιατί παρατάς το τριαντάφυλλο και μετά τρέχεις να το βρεις; Και μάλιστα έχεις και την απαίτηση να μην μαραθεί, αλλά να μείνει το ίδιο όμορφο όπως όταν το παράτησες;
Τόσο θράσος έχεις!
Του άφησες κάποιο αυτόματο τρόπο ποτισμου ή το σκέπασες πριν φύγεις ή εγώ τα θυμαμαι λάθος;
Και την αλεπού; Γιατί την εξημέρωσες; Για να της υποσχεθείς πως θα παραμείνεις υπεύθυνος για εκείνη ενώ επιλέγεις να πεθάνεις την έπομενη στιγμή;
Πολύ με στεναχώρησες μικρέ πρίγκιπα και πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω πως μπορεί και να υπάρχει αγάπη...
Η αγάπη μικρέ πρίγκιπα δεν είναι πόνος, δεν είναι θλίψη, δεν έχει δυσκολίες...
Και άντε εσυ τώρα να με πείσεις πως υπάρχει. Έρχεσαι σε μία αντίφαση, το καταλαβαίνεις ή όχι;
Υποτίθεται ότι μας περιγράφεις μια ιστορία αγάπης, αλλά λείπει η αγάπη.
Θα πρέπει να πιστέψω πως δεν υπάρχει αγάπη, το οφείλω σε εμένα να το πιστέψω και όχι σε εσένα.
Ηλιανα Δασκαλοπούλου
ΠΗΓΗ...http://www.o-klooun.com
Η μαμά μου έπαιξε μαζί μου κι ας ήταν νυσταγμένη.
Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, θαλασσοπνιγόταν στα λευκά κύματα – χαρτιά των λογαριασμών. «Τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε κι έντεκα», η εξίσωση είχε πολλούς άγνωστους Χ και δεν έβγαινε με τίποτα. «Άγνωστο πότε θα πληρωθώ, άγνωστο αν θα βρει δουλειά ο Κώστας, άγνωστο πότε θα πάρουμε το επίδομα…» Φόροι, εισφορές, φως, νερό, τηλέφωνο, σούπερ μάρκετ: όλα τα καλούδια της ζωής σε μια σύγχρονη, πολιτισμένη, δημοκρατική χώρα. Μαύρα γράμματα και αριθμοί, μικροσκοπικά τέρατα που ένιωθε να μπαίνουν στον εγκέφαλό της και να τον κατατρώγουν. Κι αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει να κρυφτεί σε μια σπηλιά, προϊστορική ει δυνατόν, όπου αυτή η υπερεξελιγμένη ανθρώπινη κιμαδομηχανή δεν θα είχε εφευρεθεί ακόμα.
Από την πάλη στα κύματα από χαρτομάνι την έβγαλε ένα σκούντημα. Ο οκτάχρονος γιος της. Το κουτσοδόντικο χαμόγελό του της φάνηκε σαν ήλιος που βγαίνει από τα σύννεφα. Της είπε: «Μαμά, σε είδα που κάνεις λογαριασμούς και είσαι στενοχωρημένη και μου ήρθε μια ιδέα. Έφτιαξα ένα κουτί για να βάζουμε τους λογαριασμούς της ευτυχίας!…»Μόνο ένα παιδί μπορεί να φτιάξει προτάσεις με τόσο αταίριαστα υλικά. Και μόνο ένα παιδί μπορεί να τους δώσει ουσιαστικό νόημα.
Υποψιασμένη η μάνα του, κρατήθηκε και δεν αντέδρασε στην εμφανή αντίφαση, παρά κοίταξε πιο προσεκτικά το κουτί. Ήταν ένα παλιό κουτί από παπούτσια. Ο μπαμπάς είχε πάρει στο μεγάλο γιο ένα ζευγάρι «μάρκα», αλλά μαϊμού, «για να μην αισθάνεται άσχημα το παιδί στο σχολείο». Το σήμα της μάρκας-μαϊμού είχε μεταμορφωθεί από τον μικρό σε κάτι γνήσιο: μια τσουλήθρα όπου επάνω της γλιστρούσε ένα γελαστό παιδάκι, σ’ ένα φανταστικό, φουτουριστικό πάρκο. Και ολόγυρα δέντρα, φανταστικοί ήρωες κι ένας ήλιος που έλαμπε σαν το χαμόγελο του παιδιού. Και στο κέντρο να δεσπόζει ο πολύχρωμος τίτλος:
ΚΟΥΤΥ ΤΙΣ ΕΦΤΗΧΙΑΣ.
«Και τι λογαριασμούς λες να βάζουμε μέσα;» τον ρώτησε απλά.
«Να, λέω, ο καθένας μας θα λογαριάζει: τι έκανε η μαμά που με έκανε χαρούμενο; Θα το γράφουμε σ’ ένα χαρτάκι και θα το βάζουμε στο κουτί. Το ίδιο θα κάνεις κι εσύ για εμάς. Κι όταν θα είμαστε στενοχωρημένοι θα βγάζουμε και θα διαβάζουμε τα χαρτάκια της ευτυχίας μας!» είπε θριαμβευτικά ο μικρός.
«Υπέροχη ιδέα» είπε η γυναίκα και κρατήθηκε να μην την πάρουν τα ζουμιά. Βιάστηκε ν’ ανοίξει το κουτί σαν να ήταν πολύτιμος θησαυρός. Πήρε ένα διπλωμένο χαρτάκι από μέσα. Επάνω του έγραφε: ΜΑΜΑ. Το άνοιξε και διάβασε: «Η μαμά κάθησε και έπεξε μαζί μου UNO παρόλο που ήταν νισταγμένη». Και μετά ένα άλλο: «Η μαμά εβγαλε τα κιβάκια με τα καρώτα απο το ρίζι μου γιατί ξέρη ότι δε μου αρέσουν.» Κι έπειτα είδε ένα χαρτάκι που έγραφε απ’ έξω ΜΠΑΜΠΑΣ. Το άνοιξε και διάβασε: «Ο μπαμπάς μου καθώταν λυπιμένος στο κομπιούτερ. Πρέπη να έψαχνε πάλι για δουλιά. Του είπα το πιο καλό μου ανέκδοτο και γέλασε. Πολύ το χάρικα. Μετά με πίρε και πίγαμε για ποδήλατο. (Αφτό έπρεπε να το γράψω σε άλλο χαρτάκι).»
Η γυναίκα αγκάλιασε το γιο της κι αυτός, παρ’ όλο που πια δεν καθόταν για «αγκαλιές και τέτοια που είναι για μωρά», την άφησε να τον σφίξει. Ένιωσε πως σχεδόν του έκοψε την αναπνοή και σκέφτηκε αμέσως ποιο θα ήταν το πρώτο χαρτάκι ευτυχίας που θα έβαζε στο κουτί. Πήρε το φάκελο από ένα λογαριασμό, τον έσκισε και κράτησε ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Μια νησίδα αχαρτογράφητης ελευθερίας. Επάνω έγραψε: «Ο γιος μου με άφησε να του κάνω μια μεγάλη αγκαλιά!»
Το ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ είναι η αληθινή ιδέα ενός αληθινού παιδιού. Κι αυτό και μόνο το γεγονός, θα ήταν το δικό μου πρώτο χαρτάκι
Της Ασπασίας Πρωτόγερου
ΠΗΓΗ...http://www.themamagers.gr/
Στη ζωή πρέπει να μάθεις να γκρεμίζεις και γέφυρες.
Της Μαρίας Ιατρίδη
«Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» είναι μια από τις πλέον κλασικές ερωτήσεις που όλοι μας κάποια στιγμή δεχθήκαμε ή απευθύναμε.
Κι ενώ γίνεται τεράστιος αγώνας να κάνουμε τη σωστή επιλογή για τη ζωή μας και να έχουμε μαζί μας τα καλύτερα εφόδια, δε μας έμαθε ποτέ κανείς το πιο βασικό.
Πώς να γκρεμίζουμε μια γέφυρα.
Ούτε οι γονείς, ούτε το σχολείο, ούτε τα πανεπιστήμια.
Να χτίζουμε μάθαμε, ανεξαρτήτως επαγγέλματος που ακολουθήσαμε. Όλοι αν χρειαστεί και το θελήσουμε πάρα πολύ, θα βρούμε τα κατάλληλα υλικά, τον χρόνο και τον τόπο και θα τη φτιάξουμε τη γέφυρα. Λιθαράκι λιθαράκι. Ξυπνάς όμως μια μέρα ή και ένα βράδυ και συνειδητοποιείς ότι δε θέλεις πλέον να ξαναπεράσεις απέναντι. Δε θέλεις να κάνεις πάλι την ίδια διαδρομή. Ίσως να έχει πολλή κίνηση και τα κορναρίσματα να σε ζαλίζουν, ίσως να έχει πολύ κακό καιρό και να μη θες καν να βγεις από το σπίτι, ίσως η γέφυρα να μην είναι πλέον σταθερή, από το πέρας των χρόνων, και να φοβάσαι να τη διαβείς.
Ίσως… Ίσως… Ίσως…
Οι λόγοι μπορεί να είναι πάμπολλοι, όμως δεν είναι αυτό που μετράει. Όσους λόγους και να μετρήσεις, σημασία έχει το αποτέλεσμα. Πώς νιώθεις. Θέλεις να τη γκρεμίσεις! Όχι απλά να μην περάσεις απέναντι, αλλά να την κατεδαφίσεις. Για να μην μπεις ξανά στον πειρασμό να έρθεις σε επαφή με την άλλη μεριά.
Ήταν ωραία κάποτε εκεί ναι. Σαν τον χαμαιλέοντα το δέρμα σου είχε προσαρμοστεί στα χρώματα που υπήρχαν. Είχες καμουφλαριστεί. Να μη σε βρει κανείς άλλος. Βρήκες το λιμάνι σου, νόμιζες. Όμως ο εαυτός σου είναι ο μόνος από τον οποίο δεν μπορείς να κρυφτείς. Αυτός ήταν και που σε βρήκε. Που σου ξανασυστήθηκε.
Γιατί τον είχες χάσει. Και σου θύμισε ποιος είσαι και πού θέλεις να πας. Μακριά από αυτό το λιμάνι. Όλο κύματα είχε. Και θα αναρωτηθείτε ίσως: «Μα λιμάνι με κύματα;» Κι όμως δεν ξέρετε ποτέ και για κανέναν τι μπορεί να κρύβει. Αυτό βέβαια συγχωρείται. Να το ανακαλύπτεις όμως και να μη φεύγεις, δε συγχωρείται ποτέ.
Και τώρα, να, στέκεσαι στην άλλη πλευρά, στη δική σου πλευρά -να την κοιτάς καμιά φορά και αυτή, δεν είναι εγωιστικό- και είσαι έτοιμος να γκρεμίσεις τη γέφυρα. Μη φοβάσαι να γυρίσεις μόνος μετά. Μόνος δεν είσαι ποτέ όσο τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Μόνος σου είσαι όταν τον εγκαταλείπεις. Τώρα όμως που τον ξαναβρήκες, θα είναι πάντοτε εκεί για σένα.
Ο ήχος της κατεδάφισης ήταν εκκωφαντικός. Ταρακουνήθηκε όλο το σύμπαν σου. Τα συντρίμμια καλύφθηκαν πολύ σύντομα με καταπράσινα φυτά που φύτρωσαν. Από τις στάχτες πάντα ξαναγεννιέται κάτι. Ξαναγεννήθηκες λοιπόν. Άλλαξες δέρμα. Όνομα δεν άλλαξες. Στο ίδιο ακούς ακόμα. Η διαφορά όμως πλέον είναι ότι δε γυρίζεις σε οποιονδήποτε σε φωνάξει. Δεν ξαναγυρίζεις…
Σελίδα μόνο γυρνάς στο βιβλίο της ζωής σου και γράφεις νέο κεφάλαιο με τίτλο: «Τώρα που μεγάλωσα θα γίνω… εγώ».
ΠΗΓΗ...http://www.anapnoes.gr
«Ο κυνηγός Γράκχους» του Φραντς Κάφκα
μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Δυο αγόρια καθισμένα στη μάντρα της προκυμαίας έπαιζαν ζάρια. Ένας άντρας διάβαζε εφημερίδα στα σκαλοπάτια ενός μνημείου υπό τον ίσκιο του ήρωα που κράδαινε το σπαθί. Ένα κορίτσι γέμιζε στο πηγάδι μια ξύλινη καρδάρα νερό. Ένας οπωροπώλης ξαπλωμένος πλάι στην πραμάτεια του ατένιζε τη λίμνη. Στο βάθος ενός καπηλειού διακρίνονταν, μέσα από τις άδειες τρύπες της πόρτας και του παράθυρου, δυο άντρες να πίνουν κρασί. Ο ταβερνιάρης, καθισμένος μπροστά, σε ένα τραπέζι, λαγοκοιμόταν. Μια βάρκα χόρευε απαλά, λες και δεν ακουμπούσε στο νερό, στο μικρό λιμάνι. Ένας άντρας με μπλε ρόμπα πήδηξε στην ξηρά και πέρασε το παλαμάρι στα κρικέλια. Δυο άλλοι άντρες, που είχαν σκούρες φορεσιές με ασημί κουμπιά, σήκωναν πίσω από το βαρκάρη ένα νεκροκρέβατο, που πάνω του, κάτω από τα ανθισμένα σχέδια και τα κρόσσια ενός μεγάλου μεταξωτού μαντιλιού, βρισκόταν προφανώς ένας άνθρωπος.
Κανείς στην προκυμαία δεν νοιάστηκε για τους νεoφερμένους, και ακόμα κι όταν εκείνοι ακούμπησαν το φορείο στο χώμα περιμένοντας το βαρκάρη –που συνέχιζε να καταγίνεται με τα σχοινιά– κανείς δεν τους πλησίασε, δεν τους έκανε μια ερώτηση, κανένας δεν τους έριξε μια πιο προσεκτική ματιά.
Μια γυναίκα, που τώρα ήταν ορατή στο κατάστρωμα, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά και ξέπλεκα μαλλιά, καθυστέρησε λίγο ακόμα τον βαρκάρη, που στη συνέχεια ήρθε και υπέδειξε ένα κιτρινωπό, διώροφο κτήριο, που υψωνόταν κατακόρυφα αριστερά κοντά στο νερό. Οι άντρες σήκωσαν και πάλι το νεκροκρέβατο και το μετέφεραν μέσα από τη χαμηλή, αλλά από λεπτές κολόνες, διαμορφωμένη πύλη. Ένα μικρό αγόρι άνοιξε ένα παράθυρο, μόλις που πρόλαβε να δει τους άντρες, προτού χαθούν μέσα στο σπίτι, και το έκλεισε πάλι βιαστικά. Τώρα έκλεισε και η πόρτα της πύλης, μαύρη και δρύινη με καλοδουλεμένους αρμούς. Ένα σμήνος περιστεριών, που ως τότε φτεροκοπούσε γύρω από το καμπαναριό, ήρθε και κάθισε μπροστά στο σπίτι. Τα περιστέρια συγκεντρώθηκαν μπροστά στην πύλη, λες και η τροφή τους ήταν φυλαγμένη στο σπίτι. Ένα απ’ αυτά φτερούγισε ψηλά στον πρώτο όροφο και ράμφισε το τζάμι του παράθυρου. Ήταν ανοιχτόχρωμα, καλοφτιαγμένα, ζωηρά πουλιά. Μια γυναίκα τους έριξε με φόρα σπόρους από τη βάρκα, αυτά τους μάζεψαν και ύστερα πέταξαν απέναντι προς τη μεριά της.
Ένας άντρας με κρέπι πένθους στο ημίψηλο καπέλο του κατηφόριζε ένα από τα στενά, απόκρημνα σοκάκια που οδηγούσαν στο λιμάνι. Κοιτούσε ολόγυρα εξεταστικά, τα πάντα έμοιαζαν να του φέρνουνε βάρος και η θέα σκουπιδιών σε μια γωνιά προξένησε ένα μορφασμό στο πρόσωπό του. Στα σκαλοπάτια του μνημείου υπήρχαν φλούδες φρούτων. Περνώντας τις απομάκρυνε με το μπαστούνι. Χτύπησε στην πόρτα του σπιτιού παίρνοντας ταυτόχρονα το ημίψηλο στο δεξί χέρι, που φορούσε μαύρο γάντι. Η πόρτα δεν άργησε να ανοίξει. Γύρω στα πενήντα μικρά αγόρια παρατάχθηκαν στις δυο πλευρές του μακρύ διαδρόμου και υποκλίθηκαν.
Ο βαρκάρης κατέβηκε τη σκάλα, υποδέχτηκε τον κύριο και τον οδήγησε επάνω. Στον πρώτο όροφο περπάτησαν στο αίθριο, στον κύκλο του ανάλαφρου, περίτεχνου περιστυλίου, και ύστερα πέρασαν –ενώ τα αγόρια στριμώχνονταν πίσω τους σε κάποια απόσταση ως ένδειξη σεβασμού– σε ένα ψυχρό, μεγάλο χώρο στην πίσω πλευρά του οικήματος, που απέναντι του δεν υπήρχε άλλο κτίσμα, παρά μόνο ένας τοίχος γυμνός, σταχτής και βραχώδης. Οι άντρες ήταν απασχολημένοι με το να στήσουν και να ανάψουν δυο μακριά κεριά στις κεφαλές του νεκροκρέβατου, μα, φως κι έτσι δεν έγινε, μονάχα ξεσηκώθηκαν αγριεμένοι οι ίσκιοι που ως πιο πριν αναπαύονταν, τρεμοπαίζοντας πάνω στους τοίχους. Το κάλυμμα του κρεβατιού είχε τραβηχτεί. Επάνω του βρισκόταν ξαπλωμένος ένας άντρας με άγρια, μπλεγμένα μαλλιά και γένια, ηλιοκαμένο δέρμα, που έμοιαζε να είναι κυνηγός. Ήταν ακίνητος – προφανώς άψυχος– με κλειστά μάτια, όμως μόνο το περιβάλλον υποδήλωνε, πως επρόκειτο μάλλον για νεκρό.
Ο κύριος πλησίασε στο κρεβάτι, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπο του ξαπλωμένου, γονάτισε ύστερα καταγής και προσευχήθηκε. Ο βαρκάρης έκανε νόημα στους άντρες να εγκαταλείψουν το δωμάτιο. Εκείνοι βγήκαν, έδιωξαν τα παιδιά που είχαν μαζευτεί απέξω και έκλεισαν την πόρτα. Όμως, κι ετούτη ακόμα η σιωπή έμοιαζε να μην είναι αρκετή στον κύριο. Έριξε ένα βλέμμα στον βαρκάρη, που κατάλαβε και πέρασε στο διπλανό δωμάτιο από μια πλευρική πόρτα. Την ίδια στιγμή ο άντρας στο νεκροκρέβατο άνοιξε τα μάτια, έστρεψε το πρόσωπο χαμογελώντας πονεμένα στον κύριο και είπε: «Ποιος είσαι;» – Ο κύριος σηκώθηκε από την γονυπετή στάση χωρίς να δείξει άλλη έκπληξη και απάντησε: «Ο δήμαρχος της Ρίβα».
Ο άντρας στο κρεβάτι έγνεψε καταφατικά, άπλωσε το χέρι αδύναμα δείχνοντας μια πολυθρόνα και είπε, αφού ο δήμαρχος είχε ακολουθήσει το κάλεσμά του: «Ναι, βέβαια, το ήξερα, κύριε δήμαρχε, αλλά την πρώτη στιγμή όταν συνέρχομαι, τα έχω ξεχάσει όλα, τα πάντα μέσα μου γυρίζουν και είναι καλύτερα να ρωτώ, ακόμα κι αν τα ξέρω. Κι εσείς, θα γνωρίζετε ίσως, πως είμαι ο κυνηγός Γράκχους».
«Ασφαλώς», είπε ο δήμαρχος. «Ενημερώθηκα τη νύχτα για την άφιξη σας. Κοιμόμασταν από ώρα, όταν η γυναίκα μου φώναξε γύρω στα μεσάνυχτα: «Σαλβατόρε», έτσι με λένε, «κοίτα, ένα περιστέρι στο παράθυρο!» Και πράγματι, ήταν ένα περιστέρι, αλλά μεγάλο σαν πετεινός. Πλησίασε πετώντας στο αυτί μου και είπε: «Αύριο θα έρθει ο νεκρός κυνηγός Γράκχους. Να τον υποδεχτείς εν ονόματι της πόλης».
Ο κυνηγός συναίνεσε κουνώντας το κεφάλι και πέρασε την άκρη της γλώσσας στα χείλη: «Ναι, τα περιστέρια έρχονται πριν από μένα. Πιστεύετε όμως, κύριε δήμαρχε, πως θα έπρεπε να μείνω στη Ρίβα;»
«Αυτό δεν μπορώ να το πω ακόμα», απάντησε ο δήμαρχος. «Είστε νεκρός;»
«Ναι», είπε ο κυνηγός, «όπως βλέπετε. Πριν πολλά χρόνια, θα πρέπει όμως να είναι απίστευτα πολλά, έπεσα από έναν βράχο στον Μέλανα Δρυμό, στη Γερμανία, κυνηγώντας μια αγριόγιδα. Έκτοτε είμαι νεκρός».
«Ζείτε όμως κιόλας», είπε ο δήμαρχος.
«Κατά κάποιο τρόπο», είπε ο κυνηγός, «κατά κάποιο τρόπο, ζω κιόλας. Η νεκρική μαούνα μου έχασε τον δρόμο, μια άστοχη περιστροφή του τιμονιού, μια στιγμή απροσεξίας του βαρκάρη, ένας περισπασμός εξαιτίας της πανέμορφης πατρίδας μου, δεν ξέρω, τι ήταν, ξέρω μόνο πως έμεινα στη γη και πως από τότε η βάρκα μου πλέει σε επίγεια νερά. Έτσι, εγώ, που ήθελα να ζω μονάχα στα βουνά, ταξιδεύω μετά τον θάνατό μου σε όλες τις χώρες της γης».
«Και, δεν έχετε κλήρο στην άλλη ζωή;» ρώτησε ο δήμαρχος με συνοφρυωμένο μέτωπο.
«Είμαι», απάντησε ο κυνηγός, «πάντοτε στη μεγάλη Κλίμακα, που οδηγεί ψηλά. Σ’ αυτήν την πελώρια πλατιά ανεμόσκαλα βολοδέρνω, μια πάνω, μια κάτω, μια δεξιά, μια αριστερά, πάντα σε κίνηση. Ο κυνηγός μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα. Μη γελάτε.»
«Δεν γελώ», αντέτεινε ο δήμαρχος.
«Δεν θα ήταν σωστό», είπε ο κυνηγός. «Όλο είμαι σε κίνηση. Μα κι αν ακόμα εφορμήσω προς τα πάνω με δύναμη και δω ψηλά την Πύλη να φωτίζει, ξυπνώ και πάλι στην παλιά μου βάρκα, που στέκει έρημη σε κάποια επίγεια νερά. Το βασικό λάθος του θανάτου μου κάποτε με στοιχειώνει γελώντας χαιρέκακα στην καμπίνα μου. Η Ιουλία, η γυναίκα του βαρκάρη, χτυπά την πόρτα και μου φέρνει στο νεκροκρέβατο το πρωινό ρόφημα του τόπου που στα παράλια του καταπλέουμε. Κείτομαι σε ένα ξυλοκρέβατο, φορώ –κι η εικόνα μου αυτή δεν είναι για γέλια– ένα βρόμικο σάβανο, μαλλιά και γένια είναι γκρίζα και άπλυτα, τόσο ανακατεμένα που είναι αδύνατον να ξεμπερδευτούν, τα πόδια μου είναι σκεπασμένα με ένα μεγάλο λουλουδάτο γυναικείο μαντίλι με μακριά κρόσσια. Στα δυο μου άκρα φέγγει κι από ένα αγιοκέρι. Στον τοίχο απέναντι κρέμεται μια μικρή εικόνα, μάλλον ένας βουσμάνος, που με σημαδεύει με το ακόντιο προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από τα εκπληκτικά σχέδια μιας ζωγραφισμένης ασπίδας. Στα πλοία συναντά κανείς τέτοιες χαζές συνθέσεις, μα αυτή εδώ είναι απ’ τις πιο χαζές. Το ξύλινο κλουβί μου δεν περιέχει τίποτα άλλο. Από ένα φεγγίτη στο πλάι μπαίνει ζεστός ο αέρας της νύχτας του Νότου κι ακούω τα νερά να παφλάζουν στα ύφαλα της παλιάς βάρκας.
Εδώ είμαι ξαπλωμένος από τότε, που, ακόμα ως ζωντανός κυνηγός Γράκχους, γκρεμίστηκα στον Μέλανα Δρυμό –στον τόπο μου– κυνηγώντας μια άγρια γίδα. Τα πάντα πήγαν όπως έπρεπε: κυνήγησα τη γίδα, έπεσα, αιμορράγησα μέσα σε μια χαράδρα, πέθανα κι εκείνη η βάρκα έμελλε να με πάει στον άλλο κόσμο. Ακόμα θυμάμαι με τι χαρά τεντώθηκα πρώτη φορά σε τούτο το κλινάρι. Ποτέ δεν είχανε ακούσει τα βουνά τέτοια τραγούδια από μένα, σαν τότε εκείνοι οι μισοσκότεινοι τοίχοι.
Μου άρεσε η ζωή και πέθανα χωρίς βαρυγκώμια. Πανευτυχής πέταξα από πάνω μου, πριν να πατήσω ακόμα πόδι στη μαούνα, τον κουρελιασμένο συρφετό, τον σάκο, το κυνηγετικό τουφέκι, που πάντοτε περήφανος κρατούσα και χώθηκα στο σάβανο όπως κοπέλα σε νυφικό. Ξάπλωσα και περίμενα. Μετά με βρήκε η αναποδιά».
«Κακοτυχιά», είπε ο δήμαρχος υψώνοντας το χέρι, λες και ήθελε να την αποκρούσει. «Και εσείς, δεν έχετε καθόλου ευθύνη;»
«Καθόλου», είπε ο κυνηγός, «ήμουνα κυνηγός, σφάλμα είναι αυτό; Με είχαν ορίσει κυνηγό στο Μαύρο Δάσος, όπου υπήρχαν τότε ακόμα λύκοι. Έστηνα καρτέρι, έριχνα, πετύχαινα, έγδερνα την προβιά – φταίξιμο είναι αυτό; Η δούλεψή μου ήτανε ευλογημένη. “Ο μέγας κυνηγός του Μαύρου Δάσους”, έτσι με φώναζαν. Φταίξιμο είναι αυτό;»
«Δεν είναι η δουλειά μου να το κρίνω», είπε ο δήμαρχος, «όμως, κι εμένα μου φαίνεται να μην υπάρχει φταίξιμο σε αυτό. Αλλά, ποιος έχει τότε την ευθύνη;»
«Ο βαρκάρης», είπε ο κυνηγός. «Κανείς δεν θα διαβάσει, ό,τι γράφω εδώ, κανένας δεν θα έρθει να με βοηθήσει. Μα κι αν ακόμα υποτεθεί πως έχουν χρέος να με βοηθήσουν, οι πόρτες όλων των σπιτιών θα έμεναν κλειστές, και όλα τα παράθυρα τους σφαλισμένα, και όλοι στα κρεβάτια τους με τα σκεπάσματα ως πάνω απ’ τα κεφάλια τραβηγμένα – ένα νυχτερινό κατάλυμα όλη η γη. Και αυτό είναι λογικό, αφού κανένας δεν με ξέρει. Όμως, και να με ήξερε, δεν θα ’ξερε πού να με βρει, μα και αν ακόμα ήξερε, δεν θα ’ξερε τον τρόπο εκεί να με κρατήσει να μη φύγω – άρα, λοιπόν, δεν θα ’ξερε πώς να με βοηθήσει. Αρρώστια είναι η σκέψη να βοηθηθώ, που όποιος την κάνει, πρέπει να μείνει στο κρεβάτι, για να γιατρευτεί.
Αυτό το ξέρω και γι’ αυτό δεν καλώ για βοήθεια, ακόμα και σε στιγμές που δεν μπορώ να συγκρατηθώ, όπως για παράδειγμα τώρα, που το σκέφτομαι έντονα. Όμως αρκεί, για να ξορκίσω τέτοιες σκέψεις να κοιτάξω τριγύρω, για να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι και πού –αυτό δικαιούμαι ασφαλώς να το πω– εδώ και αιώνες μένω».
«Παράξενο», είπε ο δήμαρχος, «παράξενο. Και τώρα σκέφτεστε να παραμείνετε εδώ σε μας, στη Ρίβα;»
«Δεν σκέφτομαι», είπε ο κυνηγός χαμογελώντας και ακούμπησε, για να αμβλύνει τον σαρκασμό, το χέρι του στο γόνατο του δημάρχου. «Είμαι εδώ, τίποτ’ άλλο δεν ξέρω, να κάνω τίποτ’ άλλο δεν μπορώ. Η βάρκα μου δεν έχει τιμόνι, κινείται με τον αέρα που φυσά στα πιο μεγάλα βάθη του θανάτου».
ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr
«Πριόνια» της Γιολάντας Σακελλαρίου
Πριόνια
Η νύχτα τραμπαλίζεται
Σε απέραντη αιώρα από καπνό
Τ’ αηδόνια της μουσικά πριόνια
–Μελωδίες εφιαλτικές–
Κάνουν να τρέμει το θαμπό φεγγάρι του χειμώνα
Καπνίζουν σόμπες αυτοσχέδια τζάκια καμινάδες
Καπνίζουν τα μπαλκόνια
Τ’ ανοιχτά παράθυρα οι αυλές
Είναι που στον πάτο της κόλασης στην πόλη
Ρομαντικοί φτωχοδιάβολοι κρυώνουν
Πριονίζουν
Κλαριά μουριάς και νεραντζιάς στους δρόμους
Τραπέζια ξύλινα –άλλοτε γιορτινά–
Σερβάντες καρέκλες κρεβάτια – και τα παιδικά
(Στο πάτωμα θα κοιμηθούν αγκαλιασμένοι)
Πριονίζουν
Σαν από ιερή μανία αφιονισμένοι
Ξυλοπόδαρα ο ακροβάτης
Πατερίτσες η μαθήτρια με το σπασμένο πόδι
Μωρά τις κούνιες τους
Κονσόλες οι παλαιοπώλες
Το ξύλινο χέρι του ο ανάπηρος
(Παρ’ ολίγο το κοντάρι της σημαίας οι φαντάροι)
Πριόνια άγρια τριζόνια του χειμώνα
Πριονίζουν βαθιά∙ όλο και πιο βαθιά
Τραύματα φόβους ενοχές
Εικασίες ικεσίες διδαχές
Τους αρμούς τους δεσμούς τους θεσμούς
Τις δεσμεύσεις
Πριονίζουν
Τα όνειρα τρίζουν
Έτσι που τ’ όραμα γυμνό απόμεινε
Ίσως γλιτώσει ελπίδα
Η νύχτα τραμπαλίζεται
Σε απέραντη αιώρα από καπνό
Τ’ αηδόνια της μουσικά πριόνια
–Μελωδίες εφιαλτικές–
Κάνουν να τρέμει το θαμπό φεγγάρι του χειμώνα
Καπνίζουν σόμπες αυτοσχέδια τζάκια καμινάδες
Καπνίζουν τα μπαλκόνια
Τ’ ανοιχτά παράθυρα οι αυλές...
Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Μουσικά Πριόνια
Η Γιολάντα Σακελλαρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948. Είναι λογοπεδικός. Σπουδές: Φιλοσοφική (Αθήνα), λογοθεραπεία (Παρίσι), διδακτορικό (ΔΠΘ). Ατομικές ποιητικές συλλογές της: Κάποιες φορές ένας θλιμμένος λύκος (Γαβριηλίδης, 2009), Αόρατο τρωκτικό (Γαβριηλίδης, 2013). Προσεχώς θα εκδοθεί η συλλογή της Μουσικά Πριόνια.
ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr
«Ταξιδεύοντας κατά μήκος του ποταμού Οκά» του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν
μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Διασχίζοντας τους δρόμους της κεντρικής Ρωσίας, αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που σε κατευνάζει στο ρωσικό τοπίο.
Είναι οι εκκλησίες. Σκαρφαλωμένες βιαστικά στους λόφους, σκαρφαλωμένες σε ψηλώματα, λευκές και κόκκινες σαν πριγκίπισσες έχουν βγει στους φαρδιούς ποταμούς, με όμορφες καμπάνες, λαξευμένες, με ξυλόγλυπτα ανεβασμένα πάνω από την αχυρένια και ξύλινη καθημερινότητα – κάνουν νόημα από μακριά η μια στην άλλη, από τα ξεκομμένα χωριά, αόρατη η μια από την άλλη, ανεβαίνουν στον μοναδικό ουρανό.
Κι αν βρίσκεσαι στην πεδιάδα, σε λιβάδια χωρίς να είσαι βιαστικός, μακριά από τα σπίτια, ποτέ δεν είσαι μόνος: πάνω από το τείχος του δάσους, σαν σωροί καλά συμμαζεμένων χόρτων πάνω από την καμπύλη της γης, σε δελεάζουν πάντα οι κορφές των καμπαναριών πότε του Μπόρκι Λαβιέτσιγιε, πότε του Λιουμπίτσι και πότε του Γκαβρίλοφσκαγιε.
Και σαν μπαίνεις στο χωριό καταλαβαίνεις ότι δεν σε καλωσορίζουν οι ζωντανοί, αλλά οι σκοτωμένοι. Οι σταυροί από καιρό είναι σπασμένοι ή στραβωμένοι. Ο τρούλος απογυμνωμένος χάσκει με σκουριασμένα τα πλευρά. Ζιζάνια φυτρώνουν στις στέγες και στις ρωγμές των τοίχων. Σπάνια σώζεται ένα νεκροταφείο γύρω από την εκκλησία. Υπάρχουν σωροί από σταυρούς, βεβηλωμένοι τάφοι. Βροχές δεκαετιών έπλυναν τις εικόνες του τέμπλου που είναι καλυμμένες από πρόστυχες επιγραφές.
Στην είσοδο υπάρχουν βαρέλια με πετρέλαιο για τις μανούβρες του τρακτέρ. Ή το φορτηγό, με την καρότσα του στην πόρτα της εισόδου, φορτώνει σακιά. Σε κάποια άλλη εκκλησία δουλεύουν εργαλεία. Και ακόμα μια κλειστή και αλειτούργητη. Και ακόμα μια, και άλλη μια με λέσχη. «Θα πετύχουμε μεγάλες αποδόσεις γάλακτος!» «Ποίημα για τη θάλασσα». «Το μεγάλο άλμα».
Πάντα οι άνθρωποι ήταν παραδόπιστοι και συχνά κακοί. Αλλά μόλις ακουγόταν η καμπάνα του εσπερινού, έπλεε πάνω από το χωριό, πάνω από την πεδιάδα, πάνω από το δάσος. Τους θύμιζε ότι έπρεπε να αφήσουν τις μικροδουλειές της γης, να δώσουν τον χρόνο και τη σκέψη τους στην αιωνιότητα. Αυτό το καμπάνισμα που διατηρείται τώρα πια μόνο σε μια παλιά μελωδία, σήκωσε τους ανθρώπους από τα τέσσερα.
Σε αυτές τις πέτρες, σε αυτά τα καμπαναριά, οι πρόγονοί μας έβαλαν ότι καλύτερο. Όλη την αντίληψη για τη ζωή.
-Σκάβε, Βίτκα, χτύπα, μη λυπάσαι! Ο κινηματογράφος αρχίζει στις έξι, η πίστα ανοίγει στις οκτώ...
Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (1918-2008), γνωστός στην Ελλάδα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ και την Πτέρυγα Καρκινοπαθών. Συγγραφέας συχνά αμφισβητούμενος για την ποιότητα της γλώσσας, παραμένει σπουδαίος καταγραφέας των εξοντωτικών δικών των αντιπάλων του σοβιετικού καθεστώτος. Το «Ταξιδεύοντας κατά μήκος του ποταμού Οκά» είναι από τη συλλογή μικρών διηγημάτων με τον τίτλο Μινιατούρες.
ΠΗΓΗ...http://diastixo.gr