ΠΡΟΜΑΧΟΙ: ΗΡΩΙΚΗ ΕΠΑΛΞΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Ομιλία στους Προμάχους στις 17-2-2012 από τον Ιωάννη Παπαλαζάρου εκπαιδευτικό - συγγραφέα
Με τον οφειλόμενο σεβασμό και με την σεμνότητα που αρμόζει προς τον τόπο, τον χρόνο και τους ανθρώπους του, βρισκόμαστε σήμερα στην ακριτική κοινότητα των Προμάχων, στο ηρωικό Μπάχοβο, για να τιμήσουμε την ιστορία του, τους αγώνες και τις θυσίες των κατοίκων του σε όλα τα εθνικά προσκλητήρια.
Υποκλινόμαστε σ’έναν τόπο καθαγιασμένο με πολλών μαρτύρων και ηρώων αίμα, όπως το επιβεβαιώνει και ο μακρύς κατάλογός τους στο σεπτό ηρώον του χωριού. Σ’ έναν τόπο αγιασμένο και ευλογημένο και από την Ορθοδοξία, αφού εδώ, κατά τον 12ο αιώνα, μόνασε και αγωνίσθηκε σθεναρά κατά της πλάνης των Βογομίλων, ο όσιος Ιλαρίων, ο των Προμάχων προστάτης, των Μογλενών ο επίσκοπος και των ορθοδόξων το κλέος, όπως προσφωνείται στο απολυτίκιό του.
Από την ανάγνωση των ηρωικών θυμάτων του χωριού, που αναγράφονται στο μνημείο, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πεσόντες Μπαχοβίτες υπέρ πίστεως και πατρίδος από το 1903, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα από το 1904, όπου η Πολιτεία τοποθετεί επισήμως την έναρξή του.
Πράγματι, οι σοβαροί κίνδυνοι για την ιστορική Μακεδονία είχαν αρχίσει να την κυκλώνουν απειλητικά από το 1870, όταν τα επεκτατικά σχέδια του Πανσλαβισμού και οι βουλγαρικές βλέψεις, βρήκαν ευνοϊκούς καιρούς και αναζωπυρώθηκαν για την περιοχή. Η Ρωσία, προσβλέποντας σε άμεσα οφέλη από την επικείμενη διάλυση του «μεγάλου ασθενούς» της Ευρώπης, όπως χαρακτηριζόταν η παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και φιλοδοξώντας να επιβάλει την κηδεμονία της επί του βαλκανικού χώρου, αλλά και τον έλεγχό της επί των Στενών και της Μεσογείου, χρησιμοποιούσε τη Βουλγαρία ως όργανο υλοποίησης των σχεδίων της, ως μοχλό πίεσης επί των οθωμανικών πλευρών, ως αντίποδα και σφοδρό πολέμιο των ελληνικών ιστορικών δεσμών και συμφερόντων στη Μακεδονία. Είναι το κρίσιμο έτος, όπου, μετά από ρωσικές πιέσεις, ο Σουλτάνος παραχώρησε το δικαίωμα στη Βουλγαρική Εκκλησία να αποσχισθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να αποκτήσει επιρροή και δικαιοδοσία και σε περιοχές της Μακεδονίας, όπου τουλάχιστον τα 2/3 των κατοίκων τους θα δήλωναν την αναγνώρισή της.
Οι φαινομενικά εκκλησιαστικές διαφορές δεν άργησαν να προκαλέσουν το διχασμό των αυτόχθονων Μακεδόνων και να προσλάβουν μορφή φανατικών πατριωτικών συσπειρώσεων και συγκρούσεων, με αιχμή δόρατος τις όψιμα και τεχνηέντως αφυπνισμένες και οξυμένες εθνικές συνειδήσεις. Οι Πατριαρχικοί, που θεωρούσαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως δύναμη ενωτική και ταυτόσημη της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, χαρακτηρίζονται Γραικομάνοι και οι οπαδοί της βουλγαρικής Εξαρχίας θεωρούνται Βουλγαρίζοντες.
Πολύ σύντομα δημιουργήθηκε μια κατάσταση απροσδιόριστα ρευστή και επικίνδυνα ασταθής, που δεν γνώριζε κανείς ποιον και πότε να εμπιστευθεί, ποιον και πότε να αποφύγει. Η αλληλοϋποψία, η εχθρότητα και οι αντιπαλότητες, δεν άργησαν να εξελιχθούν σε συγκρούσεις υπό διάφορες μορφές, ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών μας και πολλές φορές ανάμεσα και σε μέλη της ίδιας οικογένειας.
Τους ανθρώπους αυτούς κυριολεκτικά δεν τους χώριζε τίποτα. Ζούσαν στον ίδιο τόπο με τον ίδιο τρόπο, είχαν την ίδια καταγωγή, γλώσσα, και θρησκεία. Ήταν, όπως λένε οι ιστορικοί, ομότροποι, ομόθρησκοι, και ομόγλωσσοι. Έσπειρε όμως θανάσιμο μίσος ανάμεσά τους η συστηματική βουλγαρική προπαγάνδα με κραυγαλέα και ελκυστικά συνθήματα, περί μιας Μακεδονίας που, δήθεν όταν ελευθερωνόταν, θα ανήκε μόνο στους Μακεδόνες και περί μιας Ελλάδας που δεν είχε καμιά σχέση ούτε με την καταγωγή ούτε με τη γλώσσα τους και πως η ανάμιξη και ο ρόλος της στην Μακεδονία ήταν μόνο κατακτητικός.
Οι Βούλγαροι, εκμεταλλευόμενοι α) το σλαβοφανές γλωσσικό ιδίωμα, που χρησιμοποιούσε ο αγροτικός κυρίως πληθυσμός της Μακεδονίας β) την επιφυλακτική έως παθητική στάση του μικρού ελληνικού βασιλείου, του οποίου η μικρόψυχη πολιτική και η κοντόφθαλμη εκτίμηση των γεγονότων, δεν του επέτρεπαν να σταθμίσει την κρισιμότητα της καταστάσεως στη Μακεδονία και γ) την ανεκτική και πολλές φορές ευνοϊκή στάση των τουρκικών αρχών απέναντι στα σχέδια του Πανσλαβισμού, οργάνωσαν μεθοδικά μια πρωτοφανή εκστρατεία για τον εκβουλγαρισμό του γηγενούς πληθυσμού της Μακεδονίας, με την μεταστροφή του προς την Εξαρχία.
Τα επαναστατικά κηρύγματα και τα δελεαστικά συνθήματα εκδηλώθηκαν πολύ πρώιμα, στα τέλη του 19ου αιώνα, με την εμφάνιση δύο βουλγαρικών οργανώσεων στη Μακεδονία, της V.M.R.O. και Βαρχόβ Κομιτέτ, και ήταν φυσικό να διεγείρουν και να προσελκύσουν το ενδιαφέρον πολλών γηγενών Μακεδόνων, που θεώρησαν ότι τους δινόταν έτσι η ευκαιρία να αποτινάξουν τον ζυγό της τουρκικής δουλείας. Πολλοί νέοι εντάχθηκαν στις οργανώσεις αυτές, όλοι τους όμως τις εγκατέλειψαν στη συνέχεια, όταν αποκαλύφθηκε η απάτη των συνθημάτων τους και η δολιότητα των κηρυγμάτων τους. Τη συγκεχυμένη κατάσταση που επικρατούσε σε όλη την Μακεδονία, την αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι, στις αρχές του 1901, που γράφει σε επίσημη έκθεσή του: « Και Κινέζοι πράκτορες εάν ενεφανίζοντο σήμερον εν Μακεδονία, υπισχνούμενοι ελευθερίαν εις τους χριστιανούς, θα προσείλκυαν τας συμπαθείας αυτών».
Επειδή είναι γνωστό ότι το εθνικό φρόνημα και οι συνειδήσεις διαπλάθονται και διαμορφώνονται πρωτίστως στις εκκλησίες και στα σχολεία, οι πρώτοι στόχοι των Βουλγάρων σε κάθε χωριό ήταν οι χώροι αυτοί. Διόρισαν δασκάλους και ιερείς σχισματικούς, ίδρυσαν σχολεία και εκκλησίες και όπου δεν επέτρεπαν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο, έκαναν βίαιη κατάληψη των ελληνικών.
Γι’ αυτό και τα πρώτα θύματα των θηριωδιών τους ήταν οι δάσκαλοι και οι ιερείς των χωριών μας. Πέρα όμως από τη συστηματική προπαγάνδα, χρησιμοποίησαν εκβιασμούς, τρομοκρατία και χρηματισμούς, βίαιη στρατολόγηση και μετανάστευση οικογενειών στη Βουλγαρία.
Αν μελετήσει κανείς την ιστορία των Προμάχων, του ακριτικού Μπάχοβου, μέσα από αναφορές ιστορικών αρχείων ή από μητροπολιτικούς κώδικες, διαπιστώνει το φαινόμενο της διαρκούς και δυναμικής παρουσίας του σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Ήταν πάντα μια ακμάζουσα χριστιανική κοινότητα, 300 περίπου οικογενειών, οργανωμένη κοινωνικά, με άρτια εκκλησιαστική και εκπαιδευτική δομή, με την εκκλησία και τους ιερείς της, με δημογεροντία και τους προκρίτους της, με σχολείο και εφοροεπιτρόπους και με τοπική επιτροπή αμύνης. Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι Μπαχοβίτες διατήρησαν ακμαίο το εθνικό φρόνημα και την αγωνιστικότητά τους και σταθερή την προσήλωσή τους στο Πατριαρχείο και στις ελληνικές παραδόσεις.
Στις απογραφές του πληθυσμού και των εθνοτήτων που πραγματοποίησαν ξένοι και Έλληνες περιηγητές και χρονικογράφοι, όπως ο Κάντσοβ το 1900, ο Μπράνκοφ το 1905, ο Μιλόγιεβιτς το 1920 και οι Έλληνες Ν.Σχινάς το 1886 και Α. Χαλκιόπουλος το 1912, αναφερόμενοι στο Μπάχοβο, διαπιστώνουν κατηγορηματικά ότι αυτό κατοικείται μόνο από χριστιανούς πατριαρχικούς.
Η γεωπολιτική και στρατηγική θέση των Προμάχων είχε από νωρίς επισημανθεί από το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και ειδικότερα από τον Πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά που συντόνιζε τον Αγώνα. Το χωριό, λόγω του συμπαγούς πατριαρχικού πληθυσμού του και της θέσεώς του που δέσποζε στην περιοχή και εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ της περιφέρειας του Μοριχόβου με την Καρατζόβα, το Βέρμιο και τον Βάλτο των Γιαννιτσών, επελέγη όπως και η Γουμένισσα στην Παιονία, για την εγκατάσταση ισχυρών ανταρτικών σωμάτων. Έτσι, με πρωτοβουλία του Κ. Μαζαράκη, εγκαταστάθηκε στις αρχές του 1905 στο Μπάχοβο το πρώτο οργανωμένο ελληνικό σώμα με 35 άντρες υπό τον Σπυρομήλιο και λίγους μήνες αργότερα το σώμα του Κώστα Γαρέφη.
Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα, πολλοί Μπαχοβίτες, ιερείς και λαϊκοί, τους οποίους για να απαριθμήσει κανείς και να εξιστορήσει τη δράση τους χρειάζεται ώρες, έλαβαν ενεργό μέρος σ’ αυτόν, ως οπλαρχηγοί ή ως ένοπλοι αντάρτες, υπό τον θρυλικό αρχηγό Κώστα Γαρέφη, μέχρι τον Αύγουστο του 1906 όπου ο Γαρέφης, απαλλάσσοντας τον τόπο από τους δύο πρωτοκομιτατζήδες της περιοχής Λούκα και Καρατάσο, βρήκε και ο ίδιος ηρωικό θάνατο στο γειτονικό χωριό που φέρει σήμερα το όνομά του. Πολέμησαν υπό τον Μαζαράκη, τον Σπυρομήλιο, τον Βολάνη, τον Καραπάνο ή τον Κατσίγαρη, ενώ άλλοι δραστηριοποιήθηκαν ως οδηγοί σωμάτων, πράκτορες, τροφοδότες ή σύνδεσμοι. Αλλά και στους βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν κατά το 1912, και έφεραν την ποθούμενη ελευθερία στην Μακεδονία, οι Μπαχοβίτες πάλι πρωτοστάτησαν με τις ένοπλες ομάδες τους στο πλάι του Αρχιμανδρίτη Παπα-Νίκανδρου, στις αρχές Νοεμβρίου του 1912, για την απελευθέρωση της Αλμωπίας.
Λόγω του φρονήματος και της σθεναρής αντίστασης της συντριπτικής πλειονότητας των κατοίκων του χωριού στις επιδιώξεις και στα σχέδια του πασλαβιστικού κινήματος, οι Πρόμαχοι πολύ συχνά γίνονταν στόχος εκφοβιστικών και τρομοκρατικών επιθέσεων. Είναι από τα χωριά που με τις δεκάδες των θυμάτων του, πλήρωσε πολύ ακριβά την ελληνοπρεπή στάση των Μπαχοβιτών σε κάθε πρόκληση του βουλγαρικού κομιτάτου της περιοχής, σε κάθε προσπάθεια να αλλοτριωθεί η συμπεριφορά και η συνείδησή τους και να αποδυναμωθεί το ηθικό και το αγωνιστικό τους φρόνημα.
Αξίζει να θυμηθούμε τις επισημάνσεις του Κων/νου Μαζαράκη (κ. Ακρίτα) όταν παρουσιάσθηκαν για να καταταγούν στην ομάδα του τέσσερις Μπαχοβίτες: «…Εἶναι ἄνθρωποι ἄξιοι μελέτης…ἄνευ γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἄνευ κατηχήσεως ἐθνικῆς, ἔρχονται μή ζητοῦντες τίποτε. Οὖτε χρήματα, οὖτε ἐνδύματα, οὖτε ὅπλον ἀν δέν τούς δώσεις. Πειθαρχικότατοι καί ἀνθεκτικοί….Ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ στωικότης των εἶναι ἄξιαι μνείας. Ὅταν ἀκοῦν ὅτι ἑλληνικόν σῶμα θά μεταβεῖ εἰς τό χωρίον τους τά μάτια τους ἀστράπτουν καί μειδιοῦν. …Τί εἶναι αὐτό πού τούς ὑποκινεῖ… Ποίαν δύναμιν ἔχει ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἥν ἐπί τόσα ἔτη ἀφήσαμεν ἀνεκμετάλλευτον!…»
Σήμερα, εδώ στους Προμάχους, τιμώντας την προσφορά των κατοίκων τους και τη μνήμη των ηρωικών θυμάτων τους σε όλους τους εθνικούς αγώνες, τιμούμε και όλους τους αφανείς και ανώνυμους γηγενείς Μακεδόνες, που μετά βίας γνώριζαν έως καθόλου την ελληνική γλώσσα, που είχαν ελάχιστα εφόδια στη διάθεσή τους, υποτυπώδη οργάνωση και ελλιπέστατη εθνική ενίσχυση, αλλά διέθεταν περίσσευμα ψυχής και πλεόνασμα ελληνικού φρονήματος, που ταύτιζαν την Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό και τη Μακεδονία με την Ελλάδα και αντιστάθηκαν σθεναρά σε όσους επιχείρησαν να διαβρώσουν την ελευθερία και τη συνείδησή τους.
Αυτοί είναι οι νέοι μάρτυρες στο εθνικό μας συναξάρι, τα ιερά σφάγια στο θυσιαστήριο των αγώνων για την ελευθερία μας. Με τη θυσία τους μας παρέδωσαν βαριά κληρονομιά, ωφέλιμες παρακαταθήκες πίστεως, υπομονής και ελπίδας για τις δύσκολες ώρες που περνάμε σήμερα ως χώρα και ως λαός, πολύτιμο σύμβουλο και οδηγό για την εθνική μας αυτογνωσία. Το μόνο που μας ζητούν είναι να μην επιτρέψουμε στη λήθη και στην αχλή του χρόνου να σβήσουν την ιστορική μνήμη, να ευτελίσουν την προσφορά τους και να αποπροσανατολίσουν τις υποχρεώσεις μας. Και να είμαστε βέβαιοι, ότι η ευγνωμοσύνη και ο σεβασμός μας στη μνήμη τους, μας ολοκληρώνουν και μας στερεώνουν για το παρόν, μας εμπνέουν και μας οδηγούν για το μέλλον.