Καλώς ήρθατε στον ιστότοπο του ιστορικού μας χωριού, όπου μπορείτε να δείτε άρθρα, που αφορούν όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Περιπλανηθείτε στις αναρτήσεις μας για να ταξιδέψετε σε μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που ετοιμάζουμε με μεράκι και αγάπη για τον ευλογημένο μας τόπο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΜΕ ΤΟ GOOGLE MAPS
Κλίκ στην εικόνα

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

Ι.Μ Αγίου Ιλαριωνος

Ιερός Ναός Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη του χωριού.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άποψη πλατείας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Νερόμυλος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πετροντούβαρο.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Σοκάκι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Ι.Μ Αγίου Ιλαρίωνος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Πανοραμική άποψη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Καταρράκτης.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Αγία Παρασκευή.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Φράγμα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

"Μπιτσκία".

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης .

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εξωκλήσι.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χορευτικός σύλλογος.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Εκκλησία - κοινότητα.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Το μνημείο των ηρώων.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Άνοιξη.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

ΠΡΟΜΑΧΟΙ

Χειμώνας.

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

«Μου λείπεις». Διαβάστηκε. Ο χρήστης πληκτρολογεί…


Σου λείπει. Δε χρειάστηκε καν να ρωτήσεις ποιος. Ξέρεις. Σου λείπει, μα και τι έγινε; Πάντα κάτι θα λείπει. Απ’ τη στιγμή που αγαπήσαμε, συνηθίσαμε να μην είμαστε σχεδόν ποτέ ολόκληροι.
 Σου λείπει. Πάνε τέσσερις μέρες που ‘χεις να τον δεις και σου φαίνονται χρόνια, πάνε τέσσερις μήνες και σου φαίνονται αιώνας, πάνε τέσσερα χρόνια -κι εκεί, φίλε μου, ούτε που θέλω να φανταστώ πώς νιώθεις. Πώς την πάλεψες τόσο καιρό με αυτό το κενό, μαγκιά σου ή και μαλακία σου, ποιος ξέρει;
Σου λείπει και στο φωνάζει το σώμα σου. Αυτός ο κόμπος ψηλά στο στομάχι σου που δε λέει με τίποτα να λυθεί, η θηλιά στο λαιμό σου που όλο σε σφίγγει, η ανάσα σου που βαραίνει συνεχώς, η κούραση, η εξάντληση. Δεν έχει όρεξη να φας, πίνεις με το ζόρι, αφυδατώθηκες συναισθηματικά και το μαρτυράει κι η σάρκα σου. Όλα ψυχοσωματικά σου βγαίνουν, έτσι όσο και να θέλεις, δεν μπορείς να σου κρυφτείς. Σε προδίδει το ίδιο σου το κορμί.
Σου λείπει και για να μην παραδοθείς λειψός προσπαθείς να σε γεμίσεις όπως-όπως. Θα σε ποτίσεις με φτηνό αλκοόλ, θα σε ζαλίσεις με καπνούς που θα σου χαρίσουν μια έστω στιγμιαία ψευδαίσθηση ελευθερίας. Θα ξεχειλίσεις τα τασάκια με αποτσίγαρα με την ελπίδα να μπορούσες να κάψεις και τις αναμνήσεις σου εκεί.
Εκείνες κάνουν όλη τη σκληρή δουλειά, αυτές φταίνε που πονάς. Οι άσχημες στιγμές, μόνο στη θύμησή τους, ανοίγουν ξανά τις πληγές κι οι όμορφες σε χτυπάνε στην ιδέα πως δε θα τις ξαναζήσεις. Αν δε θυμόσουν, αν μπορούσες να τα ξεχάσεις όλα; Ναι, μια αμνησία χρειάζεσαι κι αφού το να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο στην καλύτερη κάνα καρούμπαλο να σου χαρίσει, γεμίζεις πάλι το ποτήρι σου.
Μα κανείς ποτέ δεν κατάφερε να ξεχάσει με οινοπνεύματα, μόνο την αλήθεια σου ξεσκάλισε κι αυτή σε πόνεσε κατιτίς παραπάνω. Λένε πως η βότκα καθαρίζει τους λεκέδες, έτσι έσβησε και τους δικούς σου και βλέπεις πια την επιφάνεια ολοκάθαρη, με όλες τις ευθύνες και τα λάθη σου να αστράφτουν.
Σου λείπει και το προδίδουν τα μάτια σου που γυαλίζουν κάθε φορά που κάπου θα ακουστεί τυχαία το όνομά του. Κάθε φορά που τα χάνεις όταν κάποια φιγούρα στο δρόμο φοράει το ίδιο άρωμα, το ίδιο πουκάμισο ή την ίδια τσάντα, κάθε φορά που εύχεσαι να μην είχες κάνει λάθος, να μην ήταν ένας περαστικός αλλά εκείνος, μα δεν είναι.
Δεν είναι πια στη ζωή σου κι όσο κι αν τον θες πίσω, δε θα το παραδεχτείς -ίσως μόνο στον εαυτό σου, αργά τη νύχτα όταν οι αϋπνίες θα εκβιάζουν την ειλικρίνειά σου. Σου λείπει πολύ κι, όμως όπως φαίνεται, ούτε αυτό δεν είναι αρκετό για να κάνεις κάτι.
Ούτε σήμερα θα χτυπήσεις το κουδούνι, δε θα πληκτρολογήσεις τον αριθμό του, δε θα σηκώσεις το ακουστικό ούτε θα στείλεις εκείνο το μήνυμα. Δεν είσαι εγωιστής, είσαι αξιοπρεπής -ναι, έτσι ακούγεται πολύ καλύτερα και σου χαρίζει και μια κάποια ανωτερότητα. Δεν είσαι μόνος, είσαι επιλεκτικός. Δεν είσαι δειλός, είσαι περήφανος.
Μεγαλώσαμε κι ακόμα μας επιτρέπουμε να χάνουμε έτσι εύκολα ανθρώπους απ’ τη ζωή μας, κι όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο μικροί ώστε να βάζουμε τους γαμωεγωισμούς μας, το όνομά μας και την πάρτη μας πάνω απ’ όλα. «Αν του έλειπες, θα έστελνε εκείνος, αν σε ήθελε, θα ήταν τώρα εδώ». Βολική η πλύση εγκεφάλου, ρίχνει και την ευθύνη μακριά. Δε σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό πως ίσως να σκέφτεται το ίδιο; Μπα, μωρέ, κάποιος πρέπει να είναι ο θύτης, αφού εμείς είμαστε τα θύματα.
Σου λείπει. Κι ίσως να λείπεις κι εσύ σε ‘κείνον τον πολύτιμο «κάποιον» σου, περισσότερο από όσο φαντάζεσαι. Ίσως τα λειψά να μπορούσαν να γίνουν και πάλι ολόκληρα. Ίσως οι σιωπές να έπρεπε να πνίγουν κάποιους άλλους, φοβισμένους να παραδεχτούν τα συναισθήματά τους. Μα δε θα το μάθεις ούτε σήμερα.
Θα μείνεις σιωπηλός στο κρεβάτι σου, ή φλύαρος σε κάποιο μπαρ, θα συμφιλιωθείς με το κενό μέσα σου, ενώ ήσουν μόλις δύο λέξεις μακριά απ’ το να το εξαφανίσεις -κι αν όχι αυτό, τουλάχιστον όλα τα «αν». Βλέπεις, κι η σιωπή, απάντηση είναι -κι ακόμη κι η ενδεχόμενη απόρριψη είναι χίλιες φορές καλύτερη απ’ την αμφιβολία.
«Μου λείπεις». Διαβάστηκε. Ο χρήστης πληκτρολογεί…

Γράφει η Πωλίνα Πανέρη





Φεύγουν οι άνθρωποι που δέθηκες μαζί τους. Φεύγουν αλλά τουλάχιστον ήρθαν.


Φεύγουν οι άνθρωποι. Φεύγουν από δίπλα σου, απ’ τη ζωή σου, απ’ τον κόσμο σου. Φεύγουν και γίνονται αναμνήσεις κάπου στο βάθος του μυαλού.
Σκέψεις σκόρπιες και πρόσωπα θολά, δίχως χρώματα κι αρώματα. Μόνο μια αίσθηση σου αφήνουν, μοναδική ο καθένας, απ’ ότι μπόρεσε να σε κεράσει για όσο βρέθηκε στο δρόμο σου.
Φεύγουν οι άνθρωποι και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι. Στιγμές χαράς, στιγμές απώλειας. Τρενάκι που ανεβοκατεβαίνει η ζωή με επιβιβάσεις άγνωστες κι αναχωρήσεις ξαφνικές.
Εσύ ριζωμένος στο κάθισμα κοιτάς απ’ το τζάμι τους σταθμούς και στέκεσαι ακίνητος. Σαν τους εφιάλτες που σε βρίσκουν τη νύχτα να προσπαθείς να ουρλιάξεις και φωνή να μη βγαίνει.
Φεύγουν εκείνοι που έχουν έρθει για καλό. Που σε γεμίζουν με αγάπη και καλοσύνη. Εκείνοι που μαζί τους νιώθεις τις μέρες ομορφότερες και τα ποτήρια μισογεμάτα. Εκείνοι που η φωνή τους σε ηρεμεί και οι συμβουλές τους σε πάνε ένα βήμα παρακάτω. Απομακρύνονται και χάνονται και δεν μπορείς μήτε να θυμώσεις, μήτε να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Μόνο να το υπομείνεις μπορείς.
Είναι δύσκολη η απώλεια. Είναι μεγάλο το κενό. Είναι τρύπες μέσα σου που θα μείνουν πάντα έτσι. Κενές. Δεν μπαζώνονται, δεν καλύπτονται, δε φτιάχνονται. Μένουν τρύπες. Κανένας άλλος δεν μπορεί να αναπληρώσει το κενό εκείνου που φεύγει. Δεν υπάρχει αντικαταστάτης, ούτε αναπληρωματικός. Μοναδικοί άνθρωποι, μοναδικό και το άδειασμα που αφήνουν με το φευγιό τους.
Δεν παλεύεται ο χαμός. Δεν ξεπερνιέται, δεν ξεχνιέται. Όσο και να περνάει ο χρόνος, όσο και να αλλοιώνονται τα πρόσωπα, πάντα μια στιγμή, μια σκηνή, μια μυρωδιά, μια φράση, θα έρθει να χτυπήσει μέσα σου το δικό σου, προσωπικό καμπανάκι της μνήμης. Θα θυμηθείς. Δε σου έχει απομείνει και τίποτα άλλο να κάνεις, πουθενά να πιαστείς. Μόνο να θυμηθείς μπορείς. Να θυμηθείς και να αγγίξεις για λίγα δεύτερα τον άνθρωπο που έχασες.
Θυμάσαι και χαμογελάς. Θυμάσαι και δακρύζεις. Πόσα γέλια, πόσους τσακωμούς μοιραστήκατε. Πόσες φορές είχε δίκιο και πόσες έκανε πίσω στο πείσμα σου. Κανείς δε σε νοιαζόταν έτσι. Δεν έχει σημασία το πόσο νοιαζόταν. Σημασία έχει το πως νοιαζόταν κι αυτό το «πώς» δεν μπορείς να το ξαναβρείς. Είπαμε. Μοναδικά τα κενά. Μοναδικός κι ο τρόπος που δημιουργήθηκαν.
Φεύγουν οι άνθρωποι που δέθηκες μαζί τους. Εκείνοι που τους χάρισες τα πιο «πολλά» σου κι αρκέστηκαν στα «λίγα» σου. Εκείνοι που μιλούσαν στην καρδιά σου κι άκουγαν τα μάτια σου.
Φεύγει η οικειότητα και η ασφάλεια που ένιωθες μαζί τους. Χώνονται σε μια βαλίτσα μαζί με όσα άλλα δώρα έφεραν όταν μπήκαν στη ζωή σου.
Στέκεσαι μόνος πια να ρωτάς γιατί. Μετράς πληγές κι αρνείσαι να προχωρήσεις. Κανείς δε θα ‘ναι σαν κι αυτούς που «έφυγαν». Εσύ το ξέρεις και πονάς περισσότερο. Πώς να τα βάλεις με το θάνατο; Πώς να γυρίσεις πίσω το χρόνο; Πώς να χαρίσεις ζωή σε κάτι που μέσα σου κατακτά την αθανασία;
Φεύγουν οι άνθρωποι που αγαπάς περισσότερο. Λες και μια μαγική δύναμη στους έστειλε για λίγο. Τόσο όσο να δεις το καλό και ποτέ να μη συμβιβαστείς με τίποτε λιγότερο.
Φεύγουν εκείνοι που σε αγάπησαν περισσότερο. Φεύγουν αλλά σου αφήνουν μερίδιο απ’ την αγάπη τους για να ‘χεις να πορεύεσαι τις στιγμές που σου λείπουν.
Φεύγουν αλλά τουλάχιστον ήρθαν.

Γράφει η Κατερίνα Χήναρη





Το «σ’αγαπώ» είναι βαριά κουβέντα.


Του Νίκου Θεοφιλόπουλου.

Η κουβέντα στο διπλανό τραπέζι είχε ως εξής:
Αυτός: Ελπίζω να έχεις καταλάβει τι θέλω να σου πω.
Αυτή: Όχι. Τι;
Αυτός: Σε αγαπώ.
Αυτή: Γιατί;
Αυτός: Σε αγαπώ γιατί με κάνεις να νοιώθω όμορφα, να είμαι ο εαυτός μου. Με ανεβάζεις ψυχολογικά. Μου φτιάχνεις την διάθεση. Με ηρεμείς. Σε αγαπώ γιατί είμαι χαρούμενος όταν είμαι κοντά σου. Όταν με κοιτάς, με γεμίζεις. Νοιώθω πράγματα για σένα που δεν τα έχω νοιώσει ποτέ με άλλη γυναίκα και δεν ξέρω αν θα τα νοιώσω ποτέ.
Αυτή: Το «σε αγαπώ» είναι βαριά κουβέντα.
Το σε αγαπώ είναι πολύ βαριά κουβέντα. Όταν θα την πεις πρέπει να ξέρεις τι σημαίνει για σένα.  Είναι ένα συνοθύλευμα συναισθημάτων και σκέψεων που συνθέτουν την πολύπλοκη και πολύπλευρη αγάπη. Θα χρειαστούν πάρα πολλές σελίδες για να αναλύσω έστω κάποιες πτυχές της. Το μυαλό, το σώμα κι η ψυχή, μπορούν να συνθέσουν χιλιάδες διαφορετικά συναισθήματα που τα λαμβάνουμε, κάποιες φορές λανθασμένα, σαν αγάπη. Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, έχει την δική του οπτική για την έννοια της αγάπης. Γι’αυτό θα επικεντρωθώ στην προσέγγιση του φίλου της ιστορίας, αλλά και στην δική μου.
Της είπε πως την αγαπάει με βάση αυτά που τον κάνει να νοιώθει. Όλα αυτά που νοιώθει όμως, θα μπορούσε να τα νοιώσει και με μιαν άλλη γυναίκα. Μπορεί, δηλαδή, να βρει αργότερα κάποια άλλη που να τον κάνει να νοιώθει τα ίδια ή και περισσότερα. Και είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα ξαναρχίσει να ψάχνεται και να ψάχνει.
Ο χρόνος θα φέρει την συνήθεια. Πλέον αυτά τα τόσο όμορφα που σε έκανε να νοιώθεις, η κοπέλα που είχες απέναντι σου άγνωστε φίλε μου, θα αρχίσουν να φθείρονται με την πάροδο του χρόνου.
Δεν θα σε κάνει κάθε μέρα χαρούμενο. Δεν θα σε ηρεμεί συνέχεια. Δεν θα είναι στην ίδια διάθεση κάθε φορά που την βλέπεις. Τότε είναι που θα σταματήσεις κι εσύ να είσαι ο εαυτός σου δίπλα της. Τότε θα αναρρωτιέσαι «τι άλλαξε;». Αλλά δεν θα έχει αλλάξει τίποτα. Είναι η ίδια γυναίκα που γνώρισες. Κι αυτά που σε έκανε να νοιώθεις, τα συνήθισες. Δεν σε ενθουσιάζει πια. Κι αναρρρωτιέσαι αν μπορεί και κάποια άλλη να σε κάνει να νοιώσεις κάπως παρόμοια ή και διαφορετικά. Και γεννιούνται αμφιβολίες στο μυαλό σου.
Οι δεύτερες σκέψεις.
Αλλά την έχεις γνωρίσει πραγματικά;
Το ότι της είπες πως την αγαπάς για το πως σε κάνει να νοιώθεις, εμένα μου φαίνεται εγωιστικό. Αγαπάς μια γυναίκα, για το πως είσαι ΕΣΥ δίπλα της. Για το τι κάνει ΕΣΕΝΑ να νοιώθεις. Όλα αυτά που νοιώθεις όμως, θα τα ψάξεις κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλού. Είναι σίγουρο. Μιας και θέλεις ΕΣΥ να νοιώθεις κάτι, και τώρα πια δεν το νοιώθεις ΕΣΥ, τόσο έντονα όσο στην αρχή.
Αλλά μην το πας στην άλλη μεριά. Μην μένεις με μια γυναίκα για το πως αισθάνεται ΕΚΕΙΝΗ μαζί σου. Μην αγνοήσεις τον εαυτό σου. Ο αλτρουισμός στην αγαπή, θα σε κάνει να βαρεθείς πιο εύκολα και πιο γρήγορα. Αυτό ακριβώς, ένοιωσε εκείνη. Γι’αυτό σου είπε πως το «σε αγαπώ» είναι βαριά κουβέντα. Την έκανες να σκεφτεί τις συνέπειες, για την στιγμή που θα σταματήσει να σε κάνει να τα νιώθεις όλα αυτά. Της γέννησες ενοχές. Δεν την έφερες πιο κοντά σου. Την απομάκρυνες.
Μια γυναίκα σε έλκει από την εξωτερική της εμφάνιση. Στην πορεία, αρχίζεις να μαθαίνεις και τον χαρακτήρα της. Τον τρόπο που σκέφτεται. Την κοσμοθεωρία της. Τα βιώματα της. Τις εμπειρίες της. Τα προβλήματά της. Την γραμμή της ζωής της, που την έπλασε στην γυναίκα που είναι, και που βρίσκεται απέναντι σου αυτήν τη στιγμή, να πίνει το ποτό της σε ένα ρομαντικό μέρος.  Μαθαίνεις δηλαδή, την μοναδικότητα της. Όλα αυτά τα κομμάτια που έχουν ενωθεί και έχουν συνθέσει το παζλ της προσωπικότητας της. Όλα αυτά που την κάνουν να είναι μοναδική και ξεχωριστή, όχι μόνο σαν γυναίκα αλλά και σαν άνθρωπος.
Αυτά κοιτάω εγώ, λοιπόν.
Αυτά είναι τα σημαντικά. Αυτά θα αγαπήσω.
Το τι νοιώθω εγώ ή το τι θα με κάνει να νοιώσω μια γυναίκα, είναι δικός μου λογαριασμός. Δεν θα την αγαπήσω γι’αυτό.
Θα την αγαπήσω για τον τρόπο που σκέφτεται, για τον τρόπο που μιλάει, τον τρόπο που βλέπει τη ζωή, τον τρόπο που κοιτάει, για το πως συμπεριφέρεται στο κρεβάτι μαζί μου, για τις ώρες που είναι στις μάυρες της, για τα νεύρα της στις δύσκολες μέρες, για το τι την κάνει να γελάει, για τις φοβίες της, τις φιλοδοξίες της, τα άγχη της, για το πως ξυπνάει το πρωί, για τον τρόπο που χαΪδεύει, τον τρόπο που αγκαλιάζει, που φιλάει, για τον τρόπο που προσέχει τον εαυτό της.
Θα την αγαπήσω για τον τρόπο που είναι ο εαυτός της.
Θα την αγαπήσω, γι’αυτά που ΕΚΕΙΝΗ είναι, κι όχι γι’αυτά που κάνει ΕΜΕΝΑ να νοιώθω.
Όταν λοιπον φίλε μου, θα σε ξαναρωτήσει μια γυναίκα γιατί την αγαπάς, να φροντίσεις να ξέρεις πως να συμπληρώσεις την παρακάτω φράση:

«Σε αγαπώ γιατί είσαι…»





Γιάννης Ρίτσος: «Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω...»


Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.

Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.

Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.

Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.

Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.

Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.

Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.

Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.

Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.

Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.

Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.

Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.

Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.

Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.

Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.



Ἀθήνα 18.11.80

Γιάννης Ρίτσος - Σάρκινος λόγος

"Ποιος ξέρει" - Μαρία Πολυδούρη


Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει

Μαρία Πολυδούρη

«Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα..» Οδυσσέας Ελύτης


«Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο..»

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα

Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς

το «τι» και το «ε»

Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα

Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα

Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο

Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα» (1971)

«Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας» - Arseny Tarkovsky


-Μίλα!

-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;

-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!

-Μίλα! Μίλα!

Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.

Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.

Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.

Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.

Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...

Πες της το.

Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.

Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.

Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.

Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.

Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.

Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.

Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.


Ο Arseny Tarkovsky (Αρσένι Ταρκόφσκι), γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1907 στο Ελισάβετγκραντ της Ουκρανίας από γονείς που ανήκαν σε παλιά ρουσική οικογένεια διανοουμένων. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Λογοτεχνίας (1925-1929) και λόγω της κριτικής που δέχτηκε για το μυστικισμό του, αποσύρθηκε στην ποίηση και στη μετάφραση ξένης λογοτεχνίας. Ο ποιητής πέθανε από καρκίνο στις 27 Μαΐου 1989 σε ηλικία 82 ετών. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.





Μενέλαος Λουντέμης, «Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει»


Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει. Τρέχει ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι,

δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά.

Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει.

Να πεις «όχι» στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ’ ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει.

Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο».»

Η αγάπη είναι μεγάλη όταν την περιμένουμε ή όταν την χάνουμε.

Όταν την έχουμε μας ξεφεύγει.

Χάνουμε την αίσθηση της.

Και την ξαναποκτούμε μόνο όταν την χάσουμε.

Κοίταξε να ζήσεις την αγάπη που έχασες.

Να χαρείς την αγάπη που περιμένεις.

Καν’την τραγούδια, ξενύχτια.

Καν’την βιβλία, αταξίες.

Μόνο μην την μοιρολογάς.

Είναι σαν να την βρίζεις.

Σαν να της κλείνεις τον δρόμο να ξανάρθει.


Μενέλαος Λουντέμης, «Τοτε που κυνηγούσα τους ανέμους»






"Θέλω…" της Βάσως Ρουμελή


Θέλω…


... να υποδυθώ ένα αερικό που θα στροβιλίζεται
σε καθρέπτες εκστατικούς και φιλήδονους
και θα χαϊδεύω τις αισθήσεις σου

…να ζαλίσω τα βήματά  σου στο κάδρο της αυλής
σε ένα τρελό ταγκό στο φως του φεγγαριού
και να λυγίσεις από έξαψη και έρωτα

… να μεθώ το στόμα σου με μελένιες παλίρροιες
και να φυλλορροείς αντιστάσεις και αντοχές
στο ρείθρο της ουρανόπεμπτης έλξης

…να κοιμίσω τους φόβους σου σε θωπευμένο λίκνο
καθώς η καρμική αλληγορία  θα καλπάζει  
σαϊτευμένες φωτιές και προορισμούς

…να λύσω τα κίβδηλα μάγια και να γεμίσω
μουσικές από θυμίαμα με αστέρια
στα βουνά που περιμένουν προσκύνημα

…να μουσκέψω τα χείλη  με τους στίχους του Ελύτη
που κάποτε γέννησαν μονογράμματα την πνοή σου
και μου  δώσες πριν από τον έρωτα έρωτα…

Θέλω να σχίσω το θάνατο …. και να χαριστεί ζωή


                                              Βάσω Ρουμελή

Ο κοινός Αγιασμός του Δημοτικού σχολείου και του Γυμνασίου Προμάχων


Με χαμόγελα και αισιοδοξία για το μέλλον, τελέστηκε ο κοινός Αγιασμός του Δημοτικού σχολείου και του Γυμνασίου Προμάχων από τον Ιερέα της τοπικής ενορίας πατέρα Γεώργιο.

Εκτός από τους διευθυντές των σχολείων και το διδακτικό προσωπικό, παραβρέθηκαν στην λιτή τελετή, ο περιφερειακός σύμβουλος Γιάννης Ανδρίτσος, οι Δημοτικοί σύμβουλοι  Δημήτρης Βέσκος, Χρήστος Γεωργίου  και Χρήστος Μπάτσης, η πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Μαρία Γιουρούκη, ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων, πολλοί γονείς και φυσικά το σύνολο των μαθητών των σχολικών μονάδων.
Αναγνώστηκε από τον πατέρα Γεώργιο, μήνυμα του Μητροπολίτη Ιωήλ με τις ευλογίες του για καλή χρονιά και στη συνέχεια μίλησαν και καλωσόρισαν όλους τους παρευρισκόμενους, οι διευθυντές των δυο σχολείων.
Ακολούθησαν οι ευχές του περιφερειακού συμβούλου Γιάννη Ανδρίτσου, που όντας ο ίδιος εκπαιδευτικός μίλησε με θέρμη για τα οφέλη της  παιδείας, ενώ ο Δημοτικός σύμβουλος και πρόεδρος της σχολικής επιτροπής  Χρήστος Γεωργίου, αφού έπλεξε το εγκώμιο της σπουδαιότητας του χωριού των Προμάχων, με την ζωντάνια και την δημιουργικότητα των κατοίκων, ανήγγειλε (για τρίτη συνεχόμενη χρονιά!!!) το έργο που θα εκτελεστεί εντός των ημερών και που αφορά την βαφή των σχολείων.
Τέλος, αφού δόθηκαν οι επιβεβλημένες οδηγίες για την κατανομή των ωραρίων λειτουργίας και τα διάφορα πρακτικά θέματα, αποχώρησαν όλοι, με τους μαθητές να χαλάν τον κόσμο με τις ανέμελες φωνές τους και τα χαρούμενα γέλια τους, ενώ τα τιμώμενα πάντα πρόσωπα, τα "πρωτάκια" να αποβάλλουν το πρώτο τους άγχος και να έχουν στο βλέμμα τους μια λάμψη επιβεβαίωσης ότι μεγάλωσαν και είναι έτοιμα να ξεκινήσουν το περιπετειώδες ταξίδι της μάθησης και της γνώσης.

Καλή χρονιά!!!



































ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ...