Μέσα στον πρωτοφανή ορυμαγδό και την συσσωρευμένη τραγωδία που ζει αυτός ο λαός υπάρχει ένας δρόμος στο τέρμα του οποίου υπάρχει ένα υποκατάστημα τραπέζης.
Στέφανος Δάνδολος
Εκεί, κάθε μέρα, υπάρχει μια ουρά από ανθρώπους στο τέρμα της οποίας στέκονται κατά τις οκτώ το βράδυ ένας πατέρας και ένας γιος. Ο γιος δεν θα 'ναι παραπάνω από πέντε. Ο πατέρας γύρω στα τριάντα πέντε. Τους έχω πετύχει μερικά απογεύματα και κάθε φορά κάθομαι και τους χαζεύω. Και όποτε φεύγω από κει, νιώθω γεμάτος. Όχι από τα εξήντα ευρώ που μου επιτρέπει το κράτος για τις καθημερινές μου ανάγκες. Αλλά από την κοσμογονία συναισθημάτων που έχω ρουφήξει. Από την αίσθηση ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες οι άνθρωποι δεν χάνουν την τρυφερότητά τους, μήτε την χαρά τους για την ζωή.
Να, ετούτοι οι δύο ήταν πάλι χθες εκεί, και ο μικρός άκουσε κάποια στιγμή έναν μπροστινό να λέει ότι τα ΑΤΜ διανύουν ίσως τις τελευταίες τους μέρες. Ρώτησε λοιπόν τον πατέρα του γιατί τα ΑΤΜ διανύουν ίσως τις τελευταίες τους μέρες και ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε πολύ σοβαρά.
-Είναι καλοκαίρι, του είπε, κάποια ΑΤΜ είναι πολύ κουρασμένα, θα κάνουν διακοπές λίγες μέρες. Ο μικρός κοίταξε το ΑΤΜ καχύποπτα, προσπαθώντας να καταλάβει πώς φαίνεται ένα ΑΤΜ που είναι κουρασμένο, μα πριν πει οτιδήποτε, ο πατέρας είχε διαβάσει την σκέψη του:
-Βλέπεις εκεί; του λέει ο πατέρας και του δείχνει την οθόνη που ήταν γεμάτη δαχτυλιές. Ταλαιπωρημένο. Και βλέπεις πόσο αργεί; Έχει ανάγκη από διακοπές.
-Μμμ, κάνει ο πιτσιρικάς κι έπειτα από λίγο σηκώνει πάλι το κεφάλι. Μπαμπά, λέει. Μπαμπά, εμείς δεν θα κάνουμε φέτος διακοπές, σωστά; -Σωστά, του λέει ο πατέρας του. -Γιατί; ρωτάει ο μικρός. -Επειδή εγώ δεν είμαι καθόλου κουρασμένος, του λέει ο πατέρας του. Νιώθεις εσύ κουρασμένος; Ο μικρός νεύει πως όχι. -Ε, αφού δεν είμαστε καθόλου κουρασμένοι, γιατί να πάμε διακοπές; λέει ο πατέρας χαμογελώντας.
Την επομένη του δημοψηφίσματος, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά στην συγκεκριμένη ουρά. Κάποιοι είχαν πιάσει συζήτηση μπροστά και οι λέξεις που ακούγονταν ήταν Όχι και Ναι, περισσότερο το Όχι όμως, όπως ήταν φυσικό. Ο μικρός είχε μαζευτεί πλάι στο πόδι του πατέρα του και με σμιγμένα φρύδια κοιτούσε εκείνους που συζητούσαν. -Μπαμπά, για τι πράγμα μιλάνε; τον ρωτάει. -Για σταφύλια, του λέει ο πατέρας του. -Τι για σταφύλια; κάνει το παιδί. Ο πατέρας κουνάει το κεφάλι του αδιάφορα και λέει, -Ο ένας κύριος ισχυρίζεται πως υπάρχει κάποιο μανάβικο που πουλάει φοβερά σταφύλια και ο άλλος κύριος ότι δεν είναι εποχή ακόμη για σταφύλια. Ο μικρός δεν πείστηκε. Καμιά φορά κι ένας πεντάχρονος μπορεί να καταλάβει πόσο τραγικές είναι οι στιγμές που περνάει αυτή η χώρα. -Μπαμπά, δεν λένε για σταφύλια, έκανε γελώντας. Ο πατέρας αντιλήφθηκε αμέσως ότι η επινόηση δεν του είχε βγει. -Για στάσου να ακούσω καλύτερα, λέει. Όχι, έχεις δίκιο, δεν λένε για σταφύλια. Στο μεταξύ, τα πνεύματα είχαν ψιλοανάψει, ο ένας κύριος έλεγε πως η Ελλάδα είναι πλέον καταδικασμένη, ο άλλος ότι το Όχι δεν σημαίνει καταστροφή, μα επανεκκίνηση. -Μιλούν για την κατάσταση, λέει ο πατέρας. Την πολιτική κατάσταση. Τότε ήταν που πρόσεξα ότι το περιοδικό που κρατούσε στο χέρι του ο πιτσιρίκος ήταν ένας Αστερίξ. Εξεπλάγην, δεν ήξερα ότι υπάρχουν πεντάχρονοι σήμερα που ξέρουν τον Αστερίξ. Ο πατέρας γονάτισε στο ύψος του γιου του και του είπε: -Βρισκόμαστε στο 2015. Όλη η Ευρώπη βρίσκεται υπό κατοχή. Όλη; Όχι! Ένα χωριό ανυπότακτων Ευρωπαίων αντιστέκεται ακόμη και θα αντιστέκεται για πάντα στους δυνάστες. Και η ζωή δεν είναι εύκολη για τους λεγεωνάριους που φρουρούν τα οχυρά στρατόπεδα γύρω απ' το χωριό. Γι' αυτήν την πολιτική κατάσταση μιλάνε. Ο γιος γέλασε ικανοποιημένος. Το πίστεψε, δεν το πίστεψε, κάθισε σε ένα πεζουλάκι και άνοιξε τον Αστερίξ.
Στην ζωή σου γράφεις εκατομμύρια λέξεις και η πλειοψηφία τους χάνεται όπως έρχεται, σαν μια φλόγα στον άνεμο. Εάν είσαι λίγο τυχερός όμως, θα σκαρώσεις κάποτε μια φρασούλα που ίσως σε ακολουθεί για χρόνια. Κάποτε έγραψα ότι το σπουδαιότερο είδος επανάστασης στις μέρες μας είναι η τρυφερότητα. Παραδόξως, την σκέπτομαι πολύ συχνά τις τελευταίες μέρες.
Εάν κλείσεις την τηλεόραση, όπου βασιλεύουν ο διχασμός και η ίντριγκα, θα πάρεις μια άλλη γεύση ελληνικής ζωής. Θα δεις ουρές όπου άνθρωποι προσφέρουν μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού σε γηραιότερους κάτω απ' το λιοπύρι, θα δεις πέτρινα φοβισμένα βλέμματα που κοιτάζονται στα μάτια, θα δεις καλαμπούρια για την τραγική ειρωνεία που ζούμε, θα δεις μια κρυσταλλωμένη σιωπή που δεν πάλλεται υπόκωφα από το μίσος αλλά από το ότι ξαφνικά βιώνουμε κάτι όλοι μαζί. Ναι, φυσικά και υπάρχουν εκείνοι που τσακώνονται, εκείνοι που μισούν, εκείνοι που έχουν λυγίσει από τις περιστάσεις. Μα για την ώρα αποτελούν μιαν ελάχιστη μειοψηφία. Στην πραγματική ζωή εκεί έξω, ο κόσμος δείχνει ενωμένος ό,τι κι αν υποστήριζε μέχρι τώρα. Και ενώ πίστευες πως ο Έλληνας είναι καταδικασμένος πρώτα απ' όλα από την ίδια του την συγκρουσιακή φύση, ξάφνου βλέπεις θαύματα. Ακόμη και έναν πατέρα που πλάθει εξωφρενικές ιστορίες αθωότητας για λογαριασμό του γιου του προκειμένου να τον προστατεύσει από την ασχήμια των καιρών, ενώ περιμένουν στην ουρά για να κάνουν την ανάληψη της ημέρας.
Χθες είχαν βγάλει τα εξήντα ευρώ και περίμεναν την απόδειξή τους. Το μηχάνημα έκανε ξάφνου ένα συριστικό κρακ-κρακ, σαν μηχανή μοτοσακού που έχει κλατάρει. Ήμουν ακριβώς από πίσω τους. Ο γιος σήκωσε το κεφάλι του προς τον πατέρα. -Μπαμπά, να δεις που το μηχάνημα δεν θα πάει διακοπές. -Τι; κάνει ο πατέρας του. -Δεν θα πάει, λέει ο μικρός. Είναι σαν και σένα που όλο λες ότι δεν κουράζεσαι. Θα το φτιάξουν κάποια στιγμή. Και θα φτιάξουν και το χωριό. Να δεις. Όλα θα είναι καλά. Ο πατέρας του χάιδεψε το κεφάλι και του χαμογέλασε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω εάν το χαμόγελό του ήταν χαρούμενο ή θλιμμένο...
Πηγή: iefimerida.gr