Κυριακή 6 Μαρτίου 2022
"Προυσταβάϊνε"...Κυριακή της Συγχώρεσης
Ξημερώματα της Κυριακής και από το παραθυράκι του περιπτέρου μου, τον βλέπω να πλησιάζει προς το μέρος μου για να πάρει το καθημερινό του πακέτο τσιγάρα.
Γύρω στα 80 με τα χαστούκια της ζωής χαραγμένα στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, και το βαρύ αγκομαχητό του να ακούγεται από μακριά.
Το μπαστουνάκι που κρατάει μάλλον τον δυσκολεύει, παρά τον βοηθάει να περπατήσει, ενώ ο ήχος του ποδιού του, το οποίο σέρνει, μου προκαλεί ένα ανεξήγητο αίσθημα φόβου.
Πιάνω το πακέτο και ξετυλίγω το πλαστικό σακουλάκι, είναι πάγια εντολή του να του το έχω έτοιμο και ανοιχτό, μιας και τα τρεμάμενα χέρια του δεν τον βοηθούν για την όλη διαδικασία.
-Καλημέρα μπάρμπα ΧΧΧ, έλα έτοιμα τα τσιγαράκια σου.
Ακουμπά τσαπατσούλικα το μπαστούνι του σε ένα σημείο της προθήκης όπου υπάρχουν διάφορα ψιλικά και μη λέγοντας κουβέντα, γεγονός που με παραξένεψε γιατί πάντα είναι πρόσχαρος και ομιλητικός, βάζει το «καλό» του χέρι στην αριστερή μέσα τσέπη του φθαρμένου του μπουφάν για να βγάλει τα χρήματα να με πληρώσει.
Μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικες φράσεις, βγάζει ένα μικρό μάτσο από χαρτονομίσματα των 5 και 20 ευρώ και μου τείνει το χέρι του δίνοντάς μου ένα των 20.
Με δεδομένο ότι στο ταμείο μου έχω ελάχιστα ψιλά, λόγω της πρωινής ώρας και βλέποντας στην χούφτα του αρκετά 5ευρα, του αντιπροτείνω να μου δώσει ένα από αυτά.
Στο άκουσμα των λόγων μου, το βλέμμα του τσιτώνεται, τα μάτια του ανοίγουν διάπλατα και θαρρούσα, ότι θα πεταγόντουσαν από τις κόγχες τους.
-Ε λοιπόν, όχι, δεν σου δίνω, και δεν σε πληρώνω, μου απαντάει με μια δυνατή φωνή κάνοντάς με να μείνω άγαλμα από την πρωτόγνωρη συμπεριφορά του.
-Θα τα πάρω έτσι και θα σε πληρώσω άλλη φορά, συνεχίζει, ενώ τα δυο του χέρια κινούνται πάνω κάτω θυμίζοντάς μου κούκλες μαριονέτας.
-Μα γιατί μου μιλάς έτσι μπάρμπα ΧΧΧ, μια πρόταση σου έκανα, δεν είναι ανάγκη να εξοργίζεσαι έτσι Κυριακάτικα, του απαντώ ύστερα από μερικές στιγμές, αφού ξεπέρασα το ξάφνιασμά μου.
Ο αναστατωμένος γεράκος, σαν να προσγειώθηκε ανώμαλα από ποιος ξέρει ποιόν κόσμο, σκύβει το κεφάλι του και συναισθανόμενος την αναίτια απρέπειά του, πλησιάζει στο παραθυράκι μου.
-Με συγχωρείς βρε παιδάκι μου, δεν ξέρω τι έπαθα, έχω τα δικά μου προβλήματα και ξέσπασα επάνω σου χωρίς λόγο. Συγνώμη, μια μεγάλη συγνώμη σου ζητώ.
-Δεν υπάρχει λόγος μπάρμπα ΧΧΧ να ζητάς συγνώμη, όλα καλά είναι, κοίτα σήμερα είναι Κυριακή, όμορφη ημέρα, χτυπάει και η καμπάνα χαρμόσυνα.
-Όχι, σου ζητώ συγνώμη, δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι, να, πάρε το 5ευρω και δώσε μου τα ρέστα μου να φύγω.
Βάζοντας άρον άρον τα κέρματα από τα ρέστα στη τσέπη του παντελονιού του, παίρνει το αυτοσχέδιο μπαστουνάκι του και με σκυφτό το κεφάλι του, χάνεται στο πλακόστρωτο δρομάκι προς το καφενείο, ενώ κάθε δέκα βήματα σταματά βγάζοντας ένα μαντήλι και σκουπίζει τα μάτια του.
Προσπαθώντας να συνέλθω από το συμβάν και διακρίνοντας τα δάκρυα στα μάτια του, συνειδητοποιώ το πόσο μεγάλη αξία έχει αυτή η ειλικρινής «συγνώμη», που μου ζήτησε αυτός ο μεγάλος άνθρωπος, που στο διάβα των ετών του έχει περάσει φουρτούνες και τρικυμίες και το πόσο πολύ την έχουμε ευτελίσει εμείς οι νεότεροι, που την λέμε τόσο εύκολα, τόσο συχνά και που τις περισσότερες φορές, δεν την εννοούμε καν.
Μετά από λίγη ώρα η ημέρα φώτισε, και στον συννεφιασμένο ουρανό του χωριού, αντηχούσε ο ήχος των καμπάνων από την Εκκλησία του Αγίου μας.
"Προυσταβάϊνε"...Κυριακή της Συγχώρεσης, λέω μέσα μου.
Καλή Σαρακοστή.