Κυριακή 4 Ιουνίου 2017
Στην παράσταση "Παγιδευμένοι" από την Θεατρική Ομάδα Περίκλειας
Οι επιβλητικές κορυφογραμμές του Όρους Πίνοβο, οι γνωστοί γίγαντες των συνόρων, μου χασκογελούν περιπαιχτικά, κοροϊδεύοντάς με καθώς ανηφορίζω τον φιδίσιο δρόμο προς τον προορισμό μου, τον οικισμό Περίκλεια στο καταπράσινο οροπέδιο της Ανατολικής Αλμωπίας.
Αργοπορημένος για άλλη μια φορά και αισθανόμενος τους χτύπους των αρτηριών της καρδιάς μου να δονούν δυνατά το λαιμό μου, παίρνω την τελική ευθεία προς το πανέμορφο χωριό, αφήνοντας πίσω μου το παραδοσιακό Αετοχώρι με τον πετρόχτιστο Άγιο Δημήτριο να αχνοφαίνεται στις σκιές του δειλινού, μιας και ο ήλιος έχει προ πολλού πάρει την κατιούσα.
Μη γνωρίζοντας τα ρυμοτομικά του χωριού, παίρνω ένα στενό δρομάκι, ακολουθώντας το ένστικτό μου και προς καλή μου τύχη, βρίσκομαι στην είσοδο του δημοτικού σχολείου, όπου και θα παρουσιαστεί η παρθενική απόπειρα της νεοσύστατης θεατρικής ομάδας των κατοίκων, οι οποίοι μάλιστα θα επιχειρήσουν μια βαθιά βουτιά στον ωκεανό της παγκόσμιας λογοτεχνίας, παρουσιάζοντας αποσπάσματα από έργα του Αντόν Τσέχοφ.
Η έκπληξή μου επιτείνεται, όταν μπαίνοντας στην μεγάλη διαμορφωμένη κατάλληλα για την περίσταση αίθουσα, παρατηρώ ότι δεν υπάρχει ούτε ένα κενό κάθισμα, μιας και είναι κατάμεστη από κόσμο, ένα μωσαϊκό όλων των ηλικιών που περιμένουν υπομονετικά να ξεκινήσει το εγχείρημα.
Αφού ελίχθηκα σαν το χέλι κατέλαβα ένα ξεχασμένο κάθισμα στην άκρη της αίθουσας και τακτοποίησα την κάμερά μου και το σημειωματάριό μου σε ένα φθαρμένο θρανίο, περιμένοντας κι εγώ μαζί με όλους τους θεατές, περίεργος για το τι θα δω.
Η ατμόσφαιρα απέπνεε έναν περίεργο μαγνητισμό, ενώ οι βλοσυρές μορφές του Καποδίστρια, του Φεραίου και του Σολωμού, θαρρείς και μας παρατηρούσαν σαν αυστηροί κριτές από τα κρεμασμένα κάδρα στους τοίχους της μεγάλης σχολικής αίθουσας.
Από τα ηχοσυστήματα που υπήρχαν κάπου στο βάθος, ακούγονταν μουσικές κι έρχονταν σαν χάδι στα αυτιά μου, κάνοντας την ταχυπαλμία μου να υποχωρεί και ένιωσα να γαληνεύω με τις μελωδίες του Τσαϊκόφσκι, του Μότσαρτ και του Βιβάλντι.
Ξεπερνώντας σιγά σιγά την αμηχανία μου, μιας και ήμουν μόνος μεταξύ αγνώστων, κάθισα πιο βαθιά στην πλαστική καρέκλα μου και βυθίστηκα σε αυτήν προσπαθώντας να καταπνίξω την έντονη επιθυμία μου να καπνίσω ένα τσιγάρο, όντας μανιώδης καπνιστής.
Ευτυχώς, ως από μηχανής θεός, ακούγεται το κουδούνι του σχολείου και αμέσως τα φώτα χαμηλώνουν, ενώ ένας δυνατός προβολέας, φωτίζει τη σκηνή, βγάζοντάς με από το αδιέξοδο των παθών μου. Η παράσταση ξεκινάει, το ταξίδι στον μύθο μπαίνει στο βαγόνι του τρένου και η περιπέτεια εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, έχοντας σαν μηχανοδηγό την πένα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα.
Τέσσερα σπουδαία αποσπάσματα, παρελαύνουν στη σκηνή, μεταφέροντάς με σε άλλες εποχές, λαχείο με κέρδος 50 χιλιάδες ρούβλια, ο λογαριασμός της γκουβερνάντας και το μάθημα της διεκδίκησης, το απίστευτο άγγελμα του θανάτου του συζύγου, η ατάκα «μια μέρα κι εσύ θα πεθάνεις κι εγώ θα πεθάνεις» και τέλος η σπαρταριστή ιστορία της γυναίκας-κοκέτας που κατάφερε να τρελάνει τον διευθυντή της κεντρικής τράπεζας.
Σπουδαίες ερμηνείες από όλους τους πρωτοεμφανιζόμενους, χωρίς ίχνος τρακ, χωρίς σαρδάμ, λάθη και παραλείψεις, κατάλληλη ενδυματολογική επιλογή, όμορφο λιτό στήσιμο της σκηνής και η πλοκή των επιλεγμένων αποσπασμάτων να προκαλούν ευθυμία, γέλιο και σπαρταριστές εικόνες. Ήταν ένας Τσέχοφ διαφορετικός από αυτόν που περίμενα και ομολογώ ότι πέρα από τα μηνύματα που στο βάθος εξυφαίνονταν, άπαντες το διασκέδασαν με τη καρδιά τους, ιδιαίτερα δε, οι μικροί θαμώνες.
Η αυλαία πέφτει εν μέσω παρατεταμένων χειροκροτημάτων, ενώ οι πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί, υποκλίνονται και χαμογελούν με ικανοποίηση, αφήνοντας να βγει από μέσα τους όλη η αγωνία και το άγχος που τους διακατείχε.
Ανθοδέσμες, ευχαριστίες και σφιχταγκαλιάσματα, ενώ η προσωπική αναφορά του ονόματός μου από την Αννέτα και η παρουσίασή μου προς όλους ευχαριστώντας τα «Προμαχιώτικα Νέα» με κάνουν να κοκκινίσω νιώθοντας τα βλέμματα όλων στραμμένα επάνω μου.
Η αμηχανία μου αντικαθίσταται από χαρά και οικειότητα όταν γνωρίζω και συνομιλώ με τους συντελεστές της παράστασης και ομολογώ ότι με αιχμαλωτίζει η αμεσότητα και η γλυκύτητα των λόγων τους.
Παίρνοντας τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής προς τη βάση μου κι ενώ μου γαργαλούσε τα αυτιά το ηλεκτρικό μπλουζ του Chris Rea από το πλέυερ του αυτοκινήτου, αναλογίζομαι, το πόσες πολλές δυνατότητες υπάρχουν στην περιοχή μας, το πόσο μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, αν κάποιοι «τρελοί και γραφικοί» τολμήσουν και πόσο εύκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί μια Αναγέννηση, αν οι ιθύνοντες απεγκλωβιστούν από τον λήθαργό τους και στρέψουν το βλέμμα τους και σε άλλες μορφές έκφρασης και πολιτισμού, εκτός από τα της παράδοσης (που καλά είναι και αυτά αλλά με το σχετικό μέτρο) και δώσουν φτερά και σε άλλα ανήσυχα μυαλά για να πετάξουν ψηλά και να φωτίσουν τον ευλογημένο μας τόπο, μετατρέποντάς τους από "παγιδευμένους" σε δημιουργικούς.
Διηγήματα του Αντόν Τσέχοφ σε διασκευή, από την νεοσύστατη Θεατρική Ομάδα Περίκλειας.
Παίρνουν μέρος ( με αλφαβητική σειρά ):
Λίνα Αβράμη
Τάσος Βανούτσης
Γιάννης Γόδου
Χρήστος Κιούπης
Αννέτα Μιχαλοπούλου
Μαρία Παπαντωνίου
Ντίνα Πετρούση
Σούλα Σούση
Νίκος Σούσης
Δέσποινα Τσουλφαϊδου
Ελευθερία Χότζια
Σκηνοθετική επιμέλεια : Αννέτα Γόδου
Μουσική: Νίκος Μπούμπας