Θάνατοι επώνυμοι, θάνατοι ανώνυμοι και η «πρόκληση» της ψηφιακής αθανασίας
Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο
Ο Ουμπέρτο Έκο. Ο Ντέιβιντ Μπόουι. Ο Πιερ Μπουλέζ. Ο Αντρέι Ζουλάφσκι. Ο Τζέιμς Λαστ. Αλλά κι ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Γιάννης Κυριακίδης, ο Γιάννης Καλαϊτζής, ο Παντελής Παντελίδης...
Αφότου μπήκε το '16, έχει πέσει τόσο μαζεμένο θανατικό, ώστε για τους προληπτικούς επάξια δικαιολογεί την ιδιότητά του ως δίσεκτο – κι ακόμα δεν βγήκε ο Φλεβάρης! Ο λόγος, βέβαια, καταρχάς για τους «επώνυμους» θανάτους – οι «ανώνυμοι» δεν πολυσυγκινούν ΜΜΕ και κοινή γνώμη, παρεκτός σε επιδημίες, πολέμους ή θεομηνίες, κι αυτό ανάλογα με τη ράτσα, τη φυλή, τη γεωγραφική περιοχή, την κοινωνική/οικονομική επιφάνεια τού ή των αποδημούντων αλλά και τις πολιτισμικές προσλαμβάνουσες του αποδέκτη.
Βουλιάζει ένα γιοτ στη Μύκονο, π.χ., γίνεται πρώτη είδηση, πνίγονται μερικές ντουζίνες νοματαίοι σε κάποιο τριτοκοσμικό σαπιοκάραβο, στα «ψιλά», με τη φυσικότητα αφήγησης καιρικού φαινομένου, όπως έφτασαν πια να θεωρούνται τα ναυάγια προσφύγων στο Αιγαίο. Σκοτώνεται ένα λαϊκό ίνδαλμα, αποθεώνεται κι ας «πήγαινε γυρεύοντας», που λένε, πεθαίνει ένας άστεγος στην Ομόνοια, δεν τον κλαίνε ούτε οι δικοί του. Αναμενόμενο, δυστυχώς – «Ο θάνατος είναι ένας σταρ», τραγουδούσαν οι Clash.
Δεν έχουν, βέβαια, όλοι οι διάσημοι την ίδια απήχηση. Το κοινό του ενός ελάχιστη υπόληψη μπορεί να τρέφει για τον Μεγαλοπρεπή Νεκρό του άλλου, δίχως αυτό να «ακυρώνει» κανέναν τους. Δεν κάνουνε οι πεθαμένοι την «αξιολόγηση» αλλά οι έτι ζωντανοί, με τις δικές του ο καθείς ευαισθησίες, ανάγκες και κριτήρια. Ως γνωστό, το μοιραίο είναι η μόνη μέχρι στιγμής πιστοποιημένη βεβαιότητα του ξιπασμένου μας είδους, η επίμονη εκείνη σκιά στο βάθος του ουρανού ακόμα και της λαμπρότερης μέρας. «Έχουμε ένα όριο, ένα πολύ αποθαρρυντικό, εξευτελιστικό όριο: τον θάνατο. Γι' αυτό μας αρέσουν όλα όσα υποθέτουμε πως δεν έχουν όριο ή τέλος» σημείωνε ο «παντογράφος» Ουμβέρτος. Χιλιετίες τώρα προσπαθούμε να το διασκεδάσουμε ή να το ξεγελάσουμε με τις θρησκείες, τις φιλοσοφίες, τις επιστήμες, τις τέχνες, τα μνημεία, τις τεχνολογίες, τις λογής δηθενιές μας, αλλά «δεν». Απρόβλεπτος, ψυχρός, κυνικός, αλλά ταυτόχρονα ειλικρινής, αμερόληπτος κι αμεσοδημοκρατικός, ο κυρ-Χάρος δεν κάνει εμφανισιακές, ταξικές, ιδεολογικές, ηθικές ή άλλες διακρίσεις, όπως μας θυμίζουν τα ξεκαρδιστικά (γιατί και τον Θάνατο ένα γέλιο τόνε θάβει, έστω προσωρινά) «Μαύρα» του Αρκά.
Οι παλιότερες κοινωνίες είχαν αναπτύξει μια αμεσότερη σχέση με το αναπόφευκτο. Υπήρξαν διανοητές και ασκητές που σύστηναν κιόλας τη διαρκή του μελέτη ως «παιδεία ζωής». Αφότου η νεωτερικότητα υιοθέτησε το ιδανικό της αέναης νεότητας, πένθος και θάνατος έγιναν πιο ιδιωτική υπόθεση κι εξορίστηκαν από τη δημόσια σφαίρα.
Ήταν η έλευση του Ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων που τα επανέφερε εκεί χάρη στη δημοτικότητα και στη δυνατότητα απεριόριστης αναπαραγωγής και σχολιασμού ενός προσώπου ή γεγονότος. Μας συμφιλίωσαν έτσι ξανά, τρόπον τινά, με το ανείπωτο, προσφέροντάς μας ταυτόχρονα τη μόνη πιστοποιημένη εκδοχή της αθανασίας: την ψηφιακή. Ό,τι υπήρξαμε μπορεί, θεωρητικά, να παραμείνει αποθηκευμένο για πάντα στο κυβερνοδιάστημα «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός». Γι' αυτό ίσως ελάχιστοι τολμάμε να διαγράψουμε ιστοσελίδες ή προφίλ εκλιπόντων φίλων ή συγγενών, που όσο περνούν τα χρόνια αυξάνονται, πολλοί μάλιστα ποστάρουμε στους τοίχους τους, «μιλάμε» μαζί τους – και είχα γελάσει πολύ με γνωστό ηθοποιό που απειλούσε ότι, αν κάνουν το ίδιο και σ' εκείνον, θα τους απαντήσει στ' αλήθεια!
Πολλοί δυσανασχέτησαν με τον αντίκτυπο που είχε (και που έλαβε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στο Ίντερνετ) ο απροσδόκητος χαμός του Παντελή Παντελίδη και το «πάνδημο» προσκύνημα στη σορό του. Γιατί τόσος θρήνος και κοπετός για έναν «μη σοβαρό» καλλιτέχνη της καψούρας που οδηγούσε ανεύθυνα ένα πανάκριβο αμάξι με τα γκάζια τέρμα και πιθανόν πιωμένος (υποθέσεις, βέβαια, τα τελευταία, καθώς τα αίτια δεν έχουν ακόμα εξακριβωθεί), που παραλίγο να πάρει μαζί τις δύο συνοδούς του, που χαρακτηρίστηκε μέχρι «Έλληνας Τζέιμς Ντιν». Θα ήταν, άραγε, το ίδιο απαξιωτικοί αν επρόκειτο για μια ροκ διασημότητα;
Ο Παντελίδης ήταν ένας ορίτζιναλ λαϊκός γόης, αυτοδίδακτος, αυτοδημιούργητος, που έζησε γρήγορα και πέθανε νέος. Δεν τραγούδησε παρά για αγάπες κι έρωτες, αλλά υπάρχει κάτι σημαντικότερο τελικά, ειδικά όταν όλα τα άλλα γύρω σου απογυμνώνονται; «Τίποτα. Μήτε αρκετή σοφία, εμπειρία – τίποτα. Μήτε Άγιο Δισκοπότηρο, μήτε Ύστατο Σατόρι, καμία τελική λύση. Μονάχα σύγκρουση.
Το μόνο που μπορεί ν' ανακουφίσει τη σύγκρουση είναι η Αγάπη. Τι να 'ναι η αγάπη; Το πιο φυσικό παυσίπονο. Αυτό είναι. Η ΑΓΑΠΗ» ήταν τα τελευταία λόγια που έγραψε ο Ουίλιαμ Μπάροουζ στο ημερολόγιό του. Δεν ξέρω πόσοι fan του Παντελίδη έχουν διαβάσει το Γυμνό Γεύμα και πόσοι λάτρεις του Γουλιέλμου «τα σπάνε» με το «Αλεξίσφαιρο Γιλέκο», αλλά στο ίδιο συμπέρασμα, νομίζω, θα κατέληγαν, έστω και από φαινομενικά εντελώς διαφορετικούς δρόμους.
Πηγή: www.lifo.gr