3:52:00 μ.μ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
«Ηταν μια φορά μια γυναίκα που ζούσε με τη μοναχοκόρη της σ’ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη ενός χωριού.Μια μέρα, το κορίτσι είχε μείνει στο σπίτι να παλεύει με τη λάτρα, ενώ η μάνα δούλευε έξω στα χωράφια. Έξαφνα, έπιασε καλοκαιρινή καταιγίδα και αυτή έτρεξε κάτω από ένα δέντρο να προφυλαχτεί, κι εκεί σαν πύρινο τσεκούρι τη χτύπησε κεραυνός. Έπεσε σαν κούτσουρο και δεν σηκώθηκε ποτέ.
Το κορίτσι ήταν απαρηγόρητο.Έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα και παρακαλούσε τον ουρανό για ένα μόνο πράγμα: Να ξαναδεί τη μάνα της, ας ήταν και στ’όνειρό της. Δε πήγαινε στο πηγάδι να φέρει νερό, δεν ζύμωνε, δεν σκούπιζε. Ζούσε από τη συμπόνια των χωριανών που της έφερναν πού και πού μια στάμνα νερό, ένα πιάτο φαϊ και το χαμηλό σπιτάκι της σκεπαζόταν μέρα με τη μέρα με μια σκόνη πηχτή και πικρή. Και πέρναγε ο καιρός μέσα σε θρήνους και δάκρυα και σιωπή…
Ώσπου, μια νύχτα παράξενη, χωρίς φεγγάρι και χωρίς αστέρια, χωρίς ήχους και χωρίς σκιές, το κορίτσι είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε πως βρέθηκε σ’ ένα άγνωστο χωριό. Ήταν ένας τόπος ήσυχος, με μικρά χαμηλά σπιτάκια ασπρισμένα με ασβέστη και στις αυλές τους είχε γλάστρες με βασιλικούς, ματζουράνες, χρυσάνθεμα, γεράνια…Και παντού άνθρωποι ήσυχοι, με ήμερη ματιά. Γυναίκες λιάζονταν στον ήλιο, πίνοντας δροσερούς χυμούς, ή κεντούσαν στη σκιά παράξενα τοπία πάνω σε λινά τραπεζομάντηλα και μεταξωτά στρωσίδια. Άντρες παίζανε τάβλι στο καφενείο ή πίνανε ρακί, τρώγοντας μαλακά σταρένια παξιμάδια, αλειμμένα με λάδι, αλάτι και θυμάρι. Παιδιά παίζανε κρυφτό ή κουτσό, μασουλώντας ζεστό ψωμί αλειμμένο κατσικίσιο βούτυρο και πασπαλισμένο ζάχαρη. Κι άξαφνα, είδε από μακριά να έρχεται η μάνα της. Ήταν διπλωμένη στα δύο, σκυμμένη από το βάρος δύο τεράστιων πιθαριών που κουβαλούσε στην πλάτη. Το κορίτσι έτρεξε προς το μέρος της φωνάζοντας:
-Μανούλα, στάσου, άσε με να σε βοηθήσω!
Η γυναίκα στάθηκε και χωρίς ν’αφήσει καταγής τα πιθάρια της, αποκρίθηκε με σκοτεινή ματιά.
-Κόρη μου, κακή μου κόρη, γίνε καλή σαν πρώτα. Λυπήσου με. Αν θέλεις να με βοηθήσεις, σταμάτα να κλαις και ζήσε! Δεν βλέπεις πως κουβαλάω ολημερίς και ολονυχτίς τα δικά σου δάκρυα;
Το κορίτσι ξύπνησε αλαφιασμένο και μ’ανοιχτά τα βλέφαρα περίμενε την αυγή. Με το ξημέρωμα, πήγε στο πηγάδι για νερό, ύστερα πότισε τα ξερά γεράνια στα περβάζια, έπιασε να διώχνη από παντού τη σκόνη, έπλυνε τα παράθυρα, έπλυνε το δάπεδο μέσα κι έξω από το σπίτι, πλύθηκε κι αυτή και ντύθηκε με ρούχα καθαρά. Ύστερα, άναψε το φούρνο, φυσώντας για να πάρει η φωτιά κι απέ, σιγοτραγουδώντας, έβαλε να ζυμώσει.»
Λιλή Λαμπρέλλη, «Δέκα συν ένα παραμύθια σοφίας για καιρούς κρίσης και άλλων δεινών», εκδόσεις Πατάκη