Ήταν πέρυσι το χειμώνα όταν ο Γελωτοποιός μπήκε στο μπακάλικο της γειτονιάς (επιχείρηση υπό εξαφάνιση) για να ψωνίσει. Ο μπακάλης, ένας νεαρός είκοσι πέντε χρονών, άρχισε να φωνάζει: «Ομορφάντρα μου, Ωνάση μου, μη με ξυπνάτε, ζω ένα όνειρο.»
Ο Γελωτοποιός σάστισε. Ήξερε ότι ο Π. είναι αιματώδης τύπος, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά που του έλεγε. Ο Π. του εξήγησε. Ήταν τα λόγια μιας διαφήμισης.
Την άνοιξη παρατήρησε στο ίντερνετ πολύ κόσμο να χρησιμοποιεί τη λέξη «tragic», σχεδόν όσο συχνά χρησιμοποιούσε και το «lol» ή τον άλλο νεολογισμό: «τρολιά». Ρώτησε για να μάθει τι ήταν αυτό το τόσο τραγικό που όλοι χρησιμοποιούσαν. Ήταν από μια διαφήμιση.
Στις αρχές του καλοκαιριού, μεσουρανούντος του ευρωπαϊκού κυπέλου ποδοσφαίρου, είδε να γίνεται λόγος σε πολλές ιστοσελίδες για κάποιον Πίου, ο οποίος, όπως συμπέρανε από τα συμφραζόμενα ο Γελωτοποιός, ήταν ποδοσφαιριστής.
Κάποια στιγμή, σε μια παρέα γνωστών που μιλούσαν για τα κατορθώματα της Ισπανίας, ρώτησε, όλο αφέλεια, σε ποια εθνική ομάδα έπαιζε ο Πίου.
Έγινε το ανέκδοτο της βραδιάς. Αφού σταματήσανε να γελάνε του εξήγησαν ότι ο Πίου ήταν ο «ήρωας» μια διαφήμισης.
Εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι ο Γελωτοποιός δεν παρακολουθεί τηλεόραση. Δεν το κάνει από εστετισμό ούτε μόνο επειδή γνωρίζει ότι η τηλεόραση είναι ένας κάδος με σκουπίδια.
Το κάνει επειδή είναι επιρρεπής στους εθισμούς και ξέρει ότι αν αρχίσει με μια «καλή» εκπομπή σύντομα θα βρεθεί να παρακολουθεί αηδιασμένος, αλλά χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, ώρες ατελείωτες τους επίπεδους τηλεοπτικούς ανθρώπους και τις εκατομμύρια «έξυπνες» διαφημίσεις ανάμεσα.
Άλλωστε όποιος υποστηρίζει ότι μπορεί να βλέπει τηλεόραση επιλεκτικά, μοιάζει με το πρεζόνι που λέει ότι μπορεί να ελέγξει την ηρωίνη... Έτσι και αρχίσεις δεν υπάρχει σωτηρία. Μόνο κατήφορος, πνευματικός και συναισθηματικός. Και μιλάω για την τηλεόραση.
Κάποιος είχε πει ότι αν θες να καταλάβεις το επίπεδο ενός λαού αρκεί να παρακολουθήσεις τις τηλεοπτικές εκπομπές που βλέπει. Δε συμφωνώ με αυτό. Η τηλεόραση παγκοσμίως και από τις απαρχές της –ειδικά όταν δημιουργήθηκαν τα ιδιωτικά κανάλια- είναι ο μέγιστος προαγωγός (νταβατζής) της παγκόσμιας υποκουλτούρας.
Οι τηλεοπτικές συχνότητες επιδρούν στον ανθρώπινο εγκέφαλο πιο πολύ από τα περιβόητα αέρια που μας ψεκάζουν με τα αεροπλάνα.
Η τηλεόραση διαμορφώνει τις συνειδήσεις και πλάθει τους ανθρώπους ακριβώς όπως τους θέλουν οι ιδιοκτήτες των καναλιών, οι οποίοι εκπροσωπούν τα συμφέροντα του 1% του πληθυσμού, αυτών που κάποτε λεγόντουσαν –για να χρησιμοποιήσουμε έναν παραγκωνισμένο όρο- κεφαλαιοκράτες.
Ακόμα και αν παρακολουθείς την πιο αξιοπρεπή εκπομπή –που δεν νομίζω να υπάρχουν και πολλές- όταν κάθε τόσο διακόπτεται για να δεις έναν tragic ομορφάντρα Πίου, που προσπαθεί να σε πείσει να αγοράσεις κάτι που δε χρειάζεσαι, χάνεις τον ειρμό και παραδίδεσαι άνευ όρων στην κοινωνία του «έχω, άρα υπάρχω».
Έχω, άρα υπάρχω... Μπορώ να έχω, άρα θέλω... Θέλω να έχω, άρα πρέπει και να μπορέσω...
Το μέσο είναι το μήνυμα και το μέσο είναι σκουπιδότοπος.
Η σύγχρονη ηθική, το postethic των καιρών μας, καθορίζεται από την τηλεόραση, τα ταμπλόιντς ή τις κατ’ επίφαση εφημερίδες, τη μουσική, τις ταινίες και τα βιβλία μιας χρήσης (τέχνη με ημερομηνία λήξης ενός έτους).
Η σύγχρονη ηθική είναι εκείνη του «νικητή και των χαμένων».
Απ’ τη στιγμή που ο θεός πέθανε, ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατατροπώθηκε, ο ανθρωπισμός καταχωρήθηκε ως μουσειακό είδος και οι ιδεολογίες εξαϋλώθηκαν, έμεινε ο ωφελιμισμός –το μόνο φιλοσοφικό σύστημα που δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ- να μας ορίζει ως ανθρώπους.
Δε σκεφτόμαστε πια με τους «παλαιολιθικούς» όρους του διαχωρισμού καλού και κακού, του σωστού και του λάθους, του κοινωνικού και του αντικοινωνικού, αλλά μόνο με τη διάκριση ανάμεσα στον νικητή και τους χαμένους.
Ο νικητής έγινε το μόνο πρότυπο, χωρίς να έχει καμιά σημασία πλέον, με ποιον τρόπο επικράτησε.
Θαυμάζουμε ακόμα και τον απατεώνα που κατάφερε όλα όσα υπόσχεται η τηλεόραση: Λεφτά, διασημότητα, ομορφιά, ταξίδια, πισίνα και ακριβά γούστα.
Δεν έχει καμία σημασία αν έφτασε ως εκεί πατώντας πάνω σε πτώματα, ανθρώπων και λαών.
Είναι καλύτερο να είσαι διακεκριμένος απατεώνας, παρά φτωχός πλην τίμιος άνθρωπος.
Κι αυτό είναι κάτι που οι γονείς διδάσκουν στα παιδιά τους από τη στιγμή που αρχίζουν να μιλάνε: «Πρέπει να τα καταφέρεις στη ζωή σου».
Και ποτέ δεν εννοούν να γίνουν –τα άμοιρα παιδιά τους- συνειδητοί πολίτες, άνθρωποι που συγκινούνται από την αδικία και παλεύουν για να την ανατρέψουν, άνθρωποι που αναζητούν την αυτογνωσία και την ευτυχία μέσω της προσφοράς, επιστήμονες που πασχίζουν για να προσφέρουν έργο στην ανθρωπότητα και τον πλανήτη, καλλιτέχνες που θα δημιουργήσουν έναν κόσμο μακροβιέστερο μιας τηλεοπτικής σεζόν.
Όχι. Το μόνο που έχει αξία πλέον είναι να επικρατήσεις, να είσαι νικητής. Η απλοϊκότητα και η κυνικότητα του δόγματος «winner or loser» έχει εμποτίσει την ύπαρξη μας.
Ο Σαρλό, ο αιώνια αποτυχημένος και φτωχός ανθρωπάκος, προκαλεί το θαυμασμό επειδή είναι δημιούργημα ενός εξόχως επιτυχημένου ανθρώπου, του Τσάρλι Τσάπλιν, όχι ως αλητάκος που μοιραζόταν τη μοίρα των όμοιων του.
Ο Δον Κιχώτης, ο ιππότης της ελεεινής μορφής, είναι παράδειγμα προς αποφυγή, αφού μέσα στην τρέλα του ζητούσε όσα δεν μπορούσαν να συμβούν.
Ο Δον Κορλεόνε είναι το πρότυπο της ζωής μας.
Ο Δον Κορλεόνε είναι ο Μωυσής του εικοστού πρώτου αιώνα, που κατέβηκε από το τηλεοπτικό όρος κρατώντας μόνο μία εντολή, χαραγμένη με times new roman γραμματοσειρά: «Win».
Σφάζοντας, αγοράζοντας και ξεπουλώντας: «Win».
Υποδουλώνοντας, αδιαφορώντας και γελοιοποιώντας: «Win».
Κοροϊδεύοντας, υποβαθμίζοντας και διαλύοντας: «Win».
Όντας, μη ζώντας και καταναλώνοντας: «Win».
Όμως αυτό το κυνικό win διαφέρει ελάχιστα από το τελικό fin.
Η νίκη μοιάζει πολύ με το τέλος, όταν γίνεται η μόνη ηθική, η μόνη επιλογή, ο μόνος στόχος.
Όταν γίνεται νίκη πάση θυσία.
Γιατί κανένας σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα (μαζικής ενημέρωσης).
Η ιστορία γράφεται στη Συρία.
Και σε κάθε Συρία όπου οι χαμένοι –τυλιγμένοι στα σάβανα- περιμένουν τους νικητές να σταματήσουν να παρακολουθούν διαφημίσεις, ενώ τρώνε ποπ-κορν και ψελλίζουνε: «Τragic».