Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
ΠΡΟΜΑΧΟΙ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015
27 Οκτωβρίου 2015
Είναι ο οξύς μεταλλικός ήχος της καμπάνας από το πανύψηλο καμπαναριό του Αη Δημήτρη, που σε καλεί στην Θεία μυσταγωγία και οι στεντόρειες ψαλμωδίες των καλλίφωνων ψαλτάδων, που δονούν την πρωινή ατμόσφαιρα.
Είναι οι μαυροντυμένες γιαγιάδες με τα μπαστουνάκια στο ένα χέρι και την πετσετούλα με την "λειτουργιά" στο άλλο, που κατευθύνονται αγκομαχώντας στην ανηφόρα προς το Ναό.
Είναι η περίτεχνα σημαιοστολισμένη πλατεία του κεφαλοχωριού, με δεκάδες μικρές γαλανόλευκες και Δικέφαλους Βυζαντινούς, ανάμεσα στα μαύρα φωτιστικά του πλακόστρωτου περιβάλλοντος και ο μακρόσυρτος ήχος του πλαστικού με κάθε φύσημα του ασθενούς ανέμου.
Είναι τα συμπαθή αδέσποτα τετράποδα, που ξεδιψούν στο πετρόχτιστο κεντρικό συντριβάνι με τους τρεις πίδακες και η δεσποτική φωνή του περαστικού ηλικιωμένου "ουστ" που τα διώχνει βρίζοντας και ξεροβήχοντας με το σέρτικο τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του και το κιτρινισμένο από τη νικοτίνη μουστάκι του.
Είναι τα αγουροξυπνημένα Λυκειόπαιδα, που τρέχουν ξοπίσω από το λεωφορείο, που ήρθε νωρίς σήμερα και όντας ξενυχτησμένα από τη χθεσινή εορταστική τους έξοδο, αλαφιασμένα με το κινητό σαν επέκταση του χεριού τους, να ειδοποιούν τους συμμαθητές τους για την αναχώρηση προς την πόλη.
Είναι τα θηριώδη τετρακίνητα αγροτικά αυτοκίνητα των υλοτόμων, καταλασπωμένα από τους κακοτράχαλους δασικούς δρόμους, με τα μπετόνια των καυσίμων και τα φρεσκοακονισμένα αλυσοπρίονα στις καρότσες, που γεμίζουν από χαμογελαστούς βιοπαλαιστές κατευθυνόμενοι στις συστάδες κρατώντας στα χέρια τον πρωινό τους καφέ στα πλαστικά τους κυπελλάκια.
Είναι η πρωινή παρέα των συνταξιούχων παππούδων στις ψάθινες καρέκλες, κάτω από τον γεροπλάτανο και η καθιερωμένη "ξερή" που φαντάζει ατέλειωτη, αφού διεξάγεται επί χρόνια χωρίς να αναδείξει νικητή και οι ενοχλητικοί θεατές, που σχολιάζουν περιπαιχτικά από έξω, υποδεικνύοντας στους παίκτες ποιο φύλλο να πετάξουν στο τραπέζι.
Είναι ο νεαρός υπάλληλος, που τεντώνει το υποτυπώδες ράμμα στον δρόμο όπου θα γίνει η αυριανή παρέλαση, προσπαθώντας να βάψει τις τρεις άσπρες γραμμές όσο πιο ίσια μπορεί, σκορπώντας άτσαλα την νερωμένη ασβεστομπογιά.
Είναι οι προκομένες μανάδες, που ξεσκονίζουν και αερίζουν την παραδοσιακή φορεσιά των παιδιών τους, σιδερώνοντάς την και κρεμώντας την στην κρεμάστρα, έτοιμη για την απογευματινή χορευτική εκδήλωση.
Είναι ο ελκυστικός πάγκος, που από νωρίς στήνεται από κάποιο ζευγάρι από κάποια χώρα της Αφρικής, γεμάτος με φανταχτερά παιχνιδάκια, πόλος έλξης μικρών πελατών και "φόβος και τρόμος" των παππούδων, που τραβούν από το χέρι οι πιτσιρικάδες κλαίγοντας και απαιτώντας κάποιο δωράκι.
Είναι τα τεράστια φορτηγά τροφοδοσίας που τρέχουν με ιλιγγιώδη ρυθμό να προλάβουν να εφοδιάσουν τα εμπορικά καταστήματα του χωριού.
Είναι η βασανιστική αναμονή των μικρών, να χορέψουν, να παρελάσουν, να γιορτάσουν την διπλή γιορτή, Εκκλησίας και Πατρίδας.
Μα πάνω από όλα είναι η Ιερή Άγια αύρα, που ο προστάτης μας αναδύει, αγκαλιάζοντας με τη σκέπη Του ευλογώντας τα μαρτυρικά μας χώματα, δίνοντας πίστη, δύναμη και κουράγιο στους φιλότιμους κατοίκους, να παραμείνουν εδώ, στις εστίες των προγόνων, να κρατήσουν ψηλά τη Γαλανόλευκη και άσβεστο το καντήλι της Ορθοδοξίας στο έσχατο σημείο της Ελληνικής Μακεδονίας μας.