Η συγκλονιστική μαρτυρία της Παναΐλας Παπαδοπούλου, από τους επιζήσαντες της Γενοκτονίας
Του Ιορδάνη Θεοδωρίδη
Η Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου, ήταν στους επιζήσαντες του μεγάλου ποντιακού ξεριζωμού. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Μονολίθι του νομού Κιλκίς το 1922, με συγχωριανούς από την Πάφρα και κοντοχωριανούς από το Αλατσάμ. Ανήκε στους λεγόμενους «τουρκόφωνους» Ποντίους του δυτικού Πόντου – ανθρώπους που η βία των ντερεμπέηδων και των αγάδων οδήγησε στην απώλεια της ελληνικής λαλιάς, μα όχι και της ρωμέικης συνείδησης. Στην βία αυτή, ο δυτικός ο Πόντος είχε αντιδράσει με αντάρτικο, δεκαετίες πριν τον ξεριζωμό. Από πατέρα σε γιο πέρναγε το μήνυμα:
«Bιz yunanli iz - Είμαστε Έλληνες.
Bιz rum iz – είμαστε Ρωμιοί».
Προς το τέλος της ζωής της, τη δεκαετία του ’80, η Παναγιώτα διαμαρτυρόταν για συχνούς πονοκεφάλους. Τα ενοχλήματα επιδεινώνονταν σε ένταση και συχνότητα. Ο ακτινολογικός έλεγχος εντόπισε ένα σκιερό μόρφωμα κάτω απ’ το ινιακό οστούν. Θα μπορούσε να είναι και σφαίρα από πυροβόλο. Ο οικογενειακός γιατρός, επισκέφθηκε την Παναγιώτα με την ακτινογραφία ανά χείρας. Στην ερώτηση πώς εξηγείται το εύρημα της ακτινολογικής εξέτασης, η Παναγιώτα πήρε στα χέρια με συγκίνηση την Αγία Γραφή του ιερέα παππού της –βιβλίο γραμμένο στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς τους χαρακτήρες– και ανέσυρε με ευλάβεια τις μνήμες των παιδικών της χρόνων.
«Η μάνα μου η Σαββατού, είχε μείνει με τις τέσσερις θυγατέρες της – την Κυριακή, την Ευλαμπία, την Ευανθία και μένα. Γνώριζα για τους Τσέτες, τους ληστοσυμμορίτες. Μιλούσαν οι μεγαλύτεροι κι εγώ κρυφάκουγα. Άκουσα τη μάνα να παρακαλεί μια γειτόνισσα Τουρκάλα φίλη να με προστατέψει για λίγες μέρες εωσότου απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Το ίδιο είχαν κάνει κι άλλοι Τούρκοι γείτονες για τα παιδιά. Της είπε πως ήμουνα μικρή και αδύνατη και πως δεν θ’ άντεχα τις κακουχίες.
Οι υπόλοιποι θα παίρναν τα βουνά με τους χωριανούς. Ήδη είχαν προετοιμαστεί με ό,τι μπορούσε και είχε τη δυνατότητα να κουβαλήσει ο καθένας. Εγώ κρύφτηκα στον αχυρώνα της Τουρκάλας γειτόνισσας. Αντιλήφθηκα ότι με έψαχνε. Ήταν σούρουπο, να νυχτώσει, όταν έξω από το χωριό Γκιόλμπελεν της περιοχής Γεραλντί στην Πάφρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Αντάρτες του χωριού ακροβολισμένοι, έριχναν βολές για να καθυστερήσουν τους Τσέτες. Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων περίπου, ξεκίναγαν οι πρόποδες των βουνών. Άδειασε το χωριό κι οι αντάρτες ακολούθησαν. Οι Τσέτες βρίσκονταν παντού. Τα ελληνικά σπίτια γίνονταν φύλλο και φτερό. Τα σπίτια των μουσουλμάνων μέναν άθικτα – το ίδιο κι ο αχυρώνας. Εκείνος με προστάτεψε. Έτρεμα από το φόβο και το κρύο.
Όταν δεν ακουγόταν πια, ούτε ο ήχος του αγέρα, πήρα τη μεγάλη απόφαση να ενωθώ με τους δικούς μας. Τα μονοπάτια γνώριμα – μαζεύαμε φουντούκια στα μέρη εκείνα. Ξεγλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτρεχα. Κροκάλες και βατόμουρα γεμάτος ο τόπος. Το πρόσωπο, τα πόδια, τα χέρια, μέσα στα αίματα. Τους πρόλαβα ανηφορίζοντας τους πρόποδες του βουνού.
Οι Τσέτες δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη λεία τους μετά απ’ την άλωση των σπιτιών μας. Θέλαν χρυσάφι, αίμα για να χορτάσουν την ακόρεστη λύσσα τους. Ήθελαν σάρκες νεαρών κοριτσιών. Νέοι πυροβολισμοί και συγχρόνως η προσταγή από τους συνοδούς αντάρτες: «Γρήγορα στο βουνό!». Είχαν το λημέρι τους προστατευμένο. Η Κυριακή κι η Ευλαμπία 4–5 βήματα μπροστά, εμείς πιο πίσω, στη μέση εγώ, η Ευανθία δεξιά μου και η μάνα Σαββατού αριστερά κρατώντας το χέρι μου.
Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και μούδιασμα στο βραχίονα του αριστερού χεριού απ’ όπου άρχισαν να τρέχουν αίματα. Η μάνα έβγαλε τη μαντήλα της και περιτύλιξε πιεστικά το σημείο του τραύματος στο χέρι. Για το χτύπημα στο κεφάλι ούτε λόγος. «Βιάσου! Βιάσου!». Δεν έπεσα, δεν ζαλίστηκα. Φοβόμουν. Οι Τσέτες, αυτές οι ύαινες θα μας πιάσουν, θα μας βιάσουν και θα μας κόψουν τα κεφάλια! Ο φόβος αυτός είχε αντικαταστήσει οποιονδήποτε πόνο. Πλησιάζοντας το λημέρι, πυροβολισμοί των ανταρτών κράτησαν σε απόσταση τους Τσέτες και αναχαίτισαν το μακάβριο κυνηγητό τους. Σ’ ένα μικρό ξέφωτο του δάσους ξαποστάσαμε, κουλουριασμένες στην αγκαλιά της μάνας Σαββατούς. Πιότερος πόνος στο κεφάλι τώρα. Έβαλα τα δάχτυλά μου και ήταν λουσμένα στο πηχτό αίμα».
Πλούσια, καστανόξανθα μαλλιά, άπλυτα, αχτένιστα, ρίχνονταν στη μέση. Ανήσυχη η μάνα διαχώρισε την πυκνότητα των μαλλιών και αντίκρισε το σημείο του τραύματος. Πλύσιμο με νερό απ’ την κοντινή πηγή, λίγα μασημένα φυλλαράκια της γύρω χλόης και λίγο ταμπάκο (καπνός ξερός ψιλοκομμένος), λειτούργησαν ως αιμοστατικός και πιεστικός μηχανισμός στα δύο τραύματα. Γύρω απ’ το τραύμα, αναπτύχθηκε ουλώδης ιστός. Δεν τρώθηκε ζωτικό όργανο του εγκεφάλου. Τυχερή η Παναγιώτα και στο τραύμα του χεριού. Υποδερμικό και διαμπερές, χωρίς ν’ αγγίξει οστό, αρτηρία, φλέβα ή νεύρο.
«Μέρες και νύχτες στο χιόνι και το κρύο, πεινασμένοι, κυνηγημένοι, ίδια αγρίμια με προστάτες τους αντάρτες μας. Δύο χρόνια περίπου. Επιτέλους καταγραφήκαμε ως ανταλλάξιμοι στους καταλόγους. Παραδώσαμε τα όπλα, αλλά οι συμφωνίες με τις τουρκικές αρχές δεν τηρούνταν…».
Το χωριό προχωρούσε σαν καραβάνι προς δυσμάς ώστε να φτάσει στα παράλια, συνοδευόμενο απ’ τους Τσέτες που τώρα είχαν αναλάβει καθήκοντα χωροφυλάκων.
«Πνιγμένοι στη σκόνη, στεγνά τα χείλη. Η Ευλαμπία ξαφνικά απομακρύνθηκε, ακούστηκε η προσταγή «τουρ–τουρ! Σταμάτα!». Τρομαγμένη έτρεξε να προφυλαχτεί πίσω από μία συστάδα θάμνων. Την πρόλαβαν δυο Τσέτες. Από τους υποκόπανους των όπλων τους βρέθηκε στο χώμα λιπόθυμη. Τη βίασαν. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Τη δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Ακίνητο το καραβάνι. Οι άλλοι ληστές είχαν παρατεταμένα τα όπλα. Έτσι τηρούσαν τις συμφωνίες οι Τσέτες. Είπαν πως ήταν για παραδειγματισμό. Συγκεντρώθηκε μπαχτσίσι από τους συγχωριανούς για να δοθεί άδεια για την ταφή της Ευλαμπίας στο σημείο της δολοφονίας. Ήταν 13 ετών…
Επιτέλους φτάσαμε στις ακτές της Μ. Ασίας. Δεν είχαμε κάρο. Με χίλιες δυσκολίες βρέθηκε μεταγωγικό μικρό βαπόρι για να περάσουμε στις ακτές της Ανατολικής Θράκης. Είχαμε επιβιβαστεί στο μεταγωγικό. Για μια στιγμή η Κυριακή εξαφανίστηκε. Δεν τη βλέπαμε. Φωνάξαμε όλες μας δυνατά και πιο δυνατά το όνομά της. Το μεταγωγικό είχε ήδη αναχωρήσει. Είχαμε την ελπίδα ότι θα συναντηθούμε στις ακτές της Θράκης. Οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Έτσι χάσαμε την Κυριακή Παπαδοπούλου, τη μεγαλύτερη αδερφή μας. Ήτανε 15 ετών».
Αυτή ήταν η διήγηση της Παναγιώτας Παπαδοπούλου. Για την εύρεση της αδελφής της, Κυριακής, επιχειρήθηκαν αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού, απ’ το ’50 ως το ’80, αλλά δεν τελεσφόρησαν. Ο πατέρας τους, Σάββας Παπαδόπουλος, στάλθηκε στα τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) στην περιοχή του Άκτσαλε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο παππούς της, ο ιερέας “παπασήν Σάββα”, όπως τον αποκαλούσαν στην περιοχή, απαγχονίστηκε από τους ληστές του Τοπάλ Οσμάν.
Η αναφορά στα τραγικά συμβάντα της ζωής των Ελλήνων του Πόντου και εν γένει της Μ. Ασίας της περιόδου 1900 – 1924, δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πάσης προέλευσης πατριδοκάπηλους εθνοσωτήρες. Ο Θεός στις εγκληματικές ενέργειες των δημιουργημάτων του, απανταχού της γης, δε συμμετέχει. Υπάρχουν όμως λέξεις για να αποδώσουν γεγονότα σαν αυτά;
Ο υπογράφων είναι εγγονός της Παναγιώτας και του Ανέστη Αλεξανδρίδη. Η ζωή τα έφερε να είναι και ο θεράπων ιατρός της. Η μητέρα του η Ευλαμπία, φέρει το όνομα της δολοφονημένης θείας της. Η Αγία Γραφή του προπάππου “παπασήν Σάββα” κοσμεί τη βιβλιοθήκη της οικογένειάς του, με διαφυλαγμένη αναλλοίωτη την ιστορική μνήμη και την ελληνική συνείδηση.
* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό - αφιέρωμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.