"....Εκείνο το απόγευμα ο πατέρας μου γύρισε νωρίς από τα χωράφια και το βλέμμα του φαινόταν ανήσυχο και διακρινόταν μια αγωνία στο ηλιοψημένο πρόσωπό του.
Αφού έτρεξα και τον βοήθησα να τακτοποιήσει τα δυο μουλάρια στο "ίσμπε" και να τοποθετήσει τα σαμάρια σε ένα πεζουλάκι, τον έπιασα από το χέρι και τον ακολούθησα στην διπλανή βρύση με το τρεχούμενο νεράκι, να πλύνει τον ιδρώτα της ημέρας.
Τον ρώτησα τι συμβαίνει και ήρθε νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα, αλλά αυτός κάνοντας έναν μορφασμό αδιευκρίνιστο, με πήρε στα στιβαρά του χέρια και χαμογελώντας με οδήγησε στην κουζίνα, όπου η "τάρνα" κόχλαζε στο μαυρισμένο από τη φωτιά τηγάνι. Αφού έριξε λίγο φρεσκοαρμεγμένο γάλα, μου έδωσε ένα κουτάλι και καθίσαμε μαζί δίπλα δίπλα, τρώγοντας σιωπηλά.
Είχε πάρει να σουρουπώνει και τα λιγοστά φώτα του χωριού άρχισαν να ανάβουν, ενώ οι κίτρινες λάμπες πυρακτώνονταν από το ρεύμα του υδροηλεκτρικού σταθμού της Μπιτσκίας, κάνοντας κάποια σπιτάκια, που διέθεταν ηλεκτρισμό, να φαντάζουν σαν παλατάκια, μέσα στη σκοτεινιά που απλώνονταν τριγύρω.
Αφού τελείωσα γρήγορα γρήγορα το φαγητό μου, πήρα στα παιδικά μου χεράκια ένα φρέσκο αγγουράκι, που έφερε ο πατέρας από τον κήπο και κόβωντας την άκρη του που πίκριζε, έριξα λίγο χοντρό αλάτι και ροκανίζοντάς το σαν ποντικάκι, ανέβηκα στην πάνω "ντιβινά" από την μεγάλη ξύλινη σκάλα μας.
Περνώντας την "πουλάτα", μπήκα στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού και αφού επιθεώρησα τον χώρο και έλεγξα ότι όλα είναι στη θέση τους, έστρωσα το νυφιάτικο κρεβάτι, που υπήρχε στο κέντρο του ρίχνοντας ένα πολύχρωμο υφαντό κιλίμι με κόκκινα τριαντάφυλλα και πεταλούδες στον περίγυρο, κατέβηκα ξανά κάτω.
Στο δωμάτιο λοιπόν αυτό, φιλοξενούσαμε επί έναν μήνα ένα νιόπαντρο ζευγάρι.
Ήταν συγχωριανοί μας, αλλά λόγω των πολύ δύσκολων συνθηκών, αναγκάζονταν, όπως και πολλοί άλλοι χωριανοί μας, να έρχονται κάθε βράδυ στο δικό μας σπίτι για να βρίσκουν καταφύγιο.
Οι εχθροί, περικύκλωναν κάθε βράδυ το χωριό μας, θέλοντας να το καταλάβουν, όμως οι κάτοικοι, αντιστέκονταν με ότι μέσα διέθεταν και δεν υποδουλώνονταν.
Το σπίτι μας ήταν χτισμένο με πολύ γερά θεμέλια, ενώ τα πετροντούβαρα, που το περιέκλυαν, ήταν πάχους ενός μέτρου και άντεχε σθεναρά στις οβίδες, που κατά καιρούς εξαπέλυαν οι επίδοξοι κατακτητές από τα γύρω ορεινά.
Μάλιστα σε μια γωνιά του σπιτιού μας, στο ημιυπόγειο, είχαμε κατασκευάσει ένα αυτοσχέδιο καταφύγιο, στο οποίο μαζευόντουσαν περί τα πενήντα άτομα, όταν βομβαρδιζόταν το χωριό.
Η δε σκεπή, ήταν ενισχυμένη από πολύ χοντρά ντερέκια γάβρας, μπλεγμένα σταυρωτά και μας έδιναν μια σχετική αίσθηση ασφάλειας.
Τα αλυχτίσματα των σκυλιών και τα βελάσματα των αιγοπροβάτων σταμάτησαν ξαφνικά, ενώ σαν από μαγεία, όλα τα φώτα έσβησαν και μια νεκρική σιγή απλώθηκε στον οικισμό.
Στη στιγμή, αδιόρατες ανθρώπινες φιγούρες, άρχισαν να κινούνται προς την αυλή μας και σε λίγα λεπτά, το καταφύγιο του σπιτιού μας γέμισε από γυναικόπαιδα. Μητεράδες, κρατώντας αγκαλιά τα παιδάκια τους και γιαγιάδες κρατώντας κάποια υφαντά σκεπάσματα, στριμώχνονταν στο ημιυπόγειο, ενώ μια γριούλα με τρεμάμενα χέρια, αγκάλιαζε ένα εικόνισμα της Παναγίας. Μπορούσα να διακρίνω μέσα στην εκκωφαντική ησυχία κάποιες άναρθρες φράσεις που μουρμούριζε "Γκόσπουτ ντα τσούβε" και τέτοια λόγια ικετευτικά.
Μια λάμπα πετρελαίου, χωμένη σε μια καμάρα, φώτιζε τον χώρο και το κίτρινο φως που απλωνόταν στον χώρο, μου δημιουργούσε ένα περίεργο δέος. πέρα από τον ανθρώπινο φόβο για το τι θα συμβεί.
Σε μια γωνία του Βυζαντινού, θαρρείς, εκκλησιάσματος, στέκεται το νιόπαντρο ζευγάρι, με την νύφη να κάθεται υπομονετικά σε ένα ξύλινο σκαμνάκι, τον δε γαμπρό να της κρατά τρυφερά το χέρι, ψυθιρίζοντάς της, ποιος ξέρει τι λόγια, στο αυτί της για να την καθησυχάσει.
Ένας μακρινός πολύ δυνατός κρότος, κάνει όλους μας να ανασκυρτίσουμε και ασυναίσθητα, στριμωχνόμαστε όλοι ο ένας πάνω στον άλλον.
Λίγα λεπτά αργότερα, η βαριά ξύλινη πόρτα ανοίγει και ένας ψηλός ξερακιανός άντρας ξεπροβάλλει και μας πληροφορεί ότι "οι εχθροί έβαλαν φωτιά στην "βουντινίτσα" της Μπιτσκίας και μαζί και στον υδροηλεκτρικό σταθμό".
Αφού μας προειδοποίησε ότι απόψε θα δεχτούμε σφοδρή επίθεση και μας προέτρεψε να παραμείνουμε στη θέση μας, αποχώρησε για να πάει στο πόστο του, μαζί με τους άλλους υπερασπιστές του χωριού.
Κάποιοι μακρινού πυροβολισμοί διέκοπταν την βραδινή ηρεμία, ενώ κάπου κάπου, δυνατοί κρότοι όλμων, μας έκαναν να αναπηδάμε από τρόμο.
Σε μια στιγμή, ένας τρομερός ήχος που συνοδεύονταν από τεράστια λάμψη, έκανε το έδαφος να ταρακουνηθεί και τα αυτιά μου βούλωσαν από την μεγάλη ένταση.
Τα μικρά παιδιά άρχισαν να κλαίνε και οι μανάδες μάταια αγωνίζονταν να τα ηρεμήσουν, κουνώντας τα πέρα δώθε στις αγκαλιές τους.
"Σίγουρα η μπόμπα έπεσε επάνω στο σπίτι" είπε κάποιος από το πλήθος κι όλοι έκαναν το σταυρό τους.
Η οχλοβοή των πυρών συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ώσπου κατά τις πρωινές πλέον ώρες, ο ίδιος άντρας με αναμαλλιασμένο κεφάλι και κάποιες μουντζούρες στο πρόσωπό του, μάλλον από το μπαρούτι των πυροβολισμών, μας ανακοίνωσε ότι, "τελείωσε η μάχη και τους διώξαμε τους άτιμους" και το χωριό μας δεν παραδόθηκε.
Βγαίνοντας από το λαγούμι μας και με τις πρώτες ακτίνες του ηλίου να ξεπροβάλλουν στα ανατολικά βράχια της "Μπάϊνας", το βλέμμα μας έπεσε κατευθείαν στην σκεπή του σπιτιού που μας φιλοξένησε.
Μια τεράστια τρύπα διαφαινόταν στα τούρκικα κεραμίδια της, ενώ ασυναίσθητα τα βήματα πολλών από εμάς, μας οδήγησαν στον πάνω όροφο να δούμε τι συνέβη.
Τρέχοντας, μπήκαμε στο νυφιάτικο δωμάτιο και αντικρίσαμε ένα σκηνικό που δεν το ξεχνάω, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Μια μεγάλη τρύπα είχε ανοίξει, στο ενισχυμένο με τους τεράστιους κορμούς ταβάνι διαλύοντάς τους σαν τσιγαρόχαρτα, ενώ ένα κατάμαυρο κομμάτι οβίδας, αυτής που έκανε όλη τη ζημιά, ήταν προσγειωμένο στο κέντρο του κρεβατιού, ακριβώς επάνω στα κόκκινα τριαντάφυλλα του σκεπάσματος που είχα στρώσει, ενώ οι πεταλούδες παρέμειναν ανέπαφες.
Όλοι όσοι ήμασταν εκεί, ασυναίσθητα στρέψαμε τα γουρλωμένα μάτια μας προς τους νεόνυμφους, ενώ η μπάμπου Μαρία, κρατώντας σφιχτά το εικόνισμα της Παναγιάς μονολογούσε:
"Γκόσπουντι σπουλάϊτι - Γκόσπουντι σπουλάϊτι".........."
Εμπνευσμένο από αφήγηση πραγματικών γεγονότων.
Επεξηγήσεις:
"ίσμπε"---Στάβλος
"τάρνα"---τραχανάς
Μπιτσκίας---περιοχή παραποτάμια στα βόρεια του χωριού
"ντιβινά"---ξύλινο πάτωμα - χαγιάτι
"πουλάτα"---ξύλινο πάτωμα
"ντερέκια"---ξύλινα δοκάρια
"Γκόσπουτ ντα τσούβε"---ο Θεός να φυλάει
"βουντινίτσα"---νερόμυλος
"Μπάϊνα"---περιοχή στα ανατολικά του χωριού
"Γκόσπουντι σπουλάϊτι"---ευχαριστώ Θεέ μου