Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020
«Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» - Γιώργος Σεφέρης
― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.
― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.
― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.
― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.
― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.
― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.
― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.
― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη '38
Γιώργος Σεφέρης
(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1974)
Μ.Βαμβουνάκη - Τρόμος και πόθος μοναξιάς
"Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ' την ανικανότητά του να καθίσει σ' ένα δωμάτιο μόνος και σιωπηλός." Πασκάλ.
Στους καιρούς μας, η μοναξιά θεωρείται απειλή, ήττα. Στο όνομα τούτου του τρόμου, αποφασίζονται και οι βαρύτεροι συμβιβασμοί. Συμβιβασμοί στη συντροφιά, στη δουλειά, στους φίλους, στις ιδεολογίες, στο γάμο.
Υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν να κοιμούνται με τον εχθρό τους, να μοιράζονται την κάθε μέρα τους με κάποιον που περιφρονούν, που τους μειώνει, τους αποδιοργανώνει το χαρακτήρα, παρά να ζήσουν, έστω και για ένα διάστημα, μόνοι.
Λέγεται ότι «φόβος μοναξιάς είναι φόβος εαυτού» ίσως και γι' αυτό είναι τόσο ισχυρός, ολοκληρωτικός φόβος. Όταν ο ίδιος ο εαυτός μας, μας είναι άγνωστος, απωθημένος, παραποιημένος και ξένος, τον αποφεύγουμε.
Υπάρχουν άνθρωποι που μπορείς να ζεις μέσα τους χωρίς να ζεις μαζί τους. Όπως και άνθρωποι που ενώ ζεις μαζί τους είναι αδύνατον να ζεις μέσα τους, έγραφε ο Γκαίτε.
Με άλλα λόγια, μέσα σε πολυμελή οικογένεια, μέσα σε φασαριόζικη παρέα που γλεντοκοπά, μέσα σε μια ομάδα που εκδράμει, η εσωτερική μοναξιά, η αληθινή γνήσια μοναξιά ενός μέλους μπορεί να φτάνει στην απελπισία. Δεν είναι όλοι γεννημένοι για να παντρευτούν, δεν είναι όλοι γεννημένοι για να γεννούν παιδιά. Κοινωνικός δεν είναι ο κοσμικός. Κοινωνικός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να συμπαθήσει τον άλλο. Να τον ακούσει με βαθιά προσοχή, να του ανοίξει την καρδιά του. Την κοινωνικότητα την ορίζει η ικανότητα της συμπάθειας και της αλληλοκατανόησης, ενώ την κοσμικότητα η σωματική συνύπαρξη για κάποιου είδους υλική συνεργασία: για να φωτογραφηθούμε, για παράδειγμα, σε κάποιο κοσμικό περιοδικό ή για να ανταλλάσσουμε επισκέψεις με σκοπό να παραμείνουμε σε ένα επίπεδο μελών καλής οικονομικής τάξεως κ.λπ.
«Αν και έχω χρόνια να σε δω, δεν έλειψες ποτέ από τη ζωή μου», έγραψε κάποιος σε παλιό του δάσκαλο.
Αυτές όμως είναι εμπειρίες που μόνο οι θαρραλέοι της μοναξιάς μπορούν να χαρούν. Γιατί η μοναξιά σου ασκεί το κουράγιο, σου εκλεπτύνει τη διαίσθηση, σου στερεώνει την αυτάρκεια και τη σεμνότητα που καταλήγει να επιλέγει κάθε σοβαρός άνθρωπος. Γιατί η μοναξιά είναι το σχολειό της αυτογνωσίας. Και όπως λέει ο Λάο-Τσε: «Αν όλο τον κόσμο γνωρίσεις, γνώρισες πολλά. Αν γνωρίσεις τον εαυτό σου, τα έμαθες όλα».
Προσέξτε ότι οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν βλέμμα βαθύ, ικανό να περιπλανηθεί συγκεκριμένο μέσα στον βαθύ τους εαυτό και μέσα στον βαθύ άλλον που κοιτάζουν. Δείχνουν να γνωρίζουν κάτι παραπάνω απ' όλους όσοι ολημερίς τρέχουν κι ανακατώνονται σε ατελείωτες απασχολήσεις, φλυαρίες και παρέες.
Οι άνθρωποι που δεν αντέχουν τη μοναξιά, είναι εκείνοι που κάνουν τις χειρότερες σχέσεις. Με τους φίλους, με τα παιδιά τους, και κυρίως με τον ερωτικό τους σύντροφο. Αντιθέτως, εκείνοι που τα έχουν βρει με την ψυχή τους, καταφέρνουν τους πιο πλούσιους δεσμούς. Αγαπούν και είναι σε θέση να νοιάζονται.
Κάποιος ρώτησε ένα σοφό γέρο: «Μα γιατί δεν μπορώ τελικά να κρατήσω ένα φίλο κοντά μου, αφού το θέλω τόσο πολύ;» Και ο σοφός του απάντησε: «Ακριβώς επειδή το θες πάρα πολύ». Η λαχτάρα για σχέση φαρμακώνεται από τη λαχτάρα για ταύτιση, για εξάρτηση, για προβολές, για ρούφηγμα, για χρήση εντέλει. Με τέτοιες ανάγκες για στόχους, δε συνδέεσαι. Συνεργάζεσαι μόνο για να ανταλλάσσεις αρρώστιες, παθογόνους ερεθισμούς και προφάσεις. Για να αποφεύγεις την πραγματικότητά σου που τρέμεις. Τέτοιες διαθέσεις σύντομα γίνονται αντιληπτές και κάνουν τον άλλον να ασφυκτιά και να απομακρύνεται.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο παλιάτσος και η Άνιμα» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΠΗΓΗ...http://sxeseis-kai-sunaisthimata.com
Αγάπησα τους μοναχικούς με το στυφό χαμόγελο… - Αλκυόνη Παπαδάκη
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.
«Να σου δώσω έρωτα;» - Ρόμπερτ Ροζντέστβενσκι
- Να σου δώσω έρωτα;
- Δώσε μου!
- Είναι βρώμικος...
- Δώσ' τον μου βρωμισμένο !
- Να μαντέψω θέλω...
- Μάντεψε.
- Θέλω να ρωτήσω ακόμη...
- Ρώτησε!
- Ας υποθέσουμε ότι χτυπώ...
- Θα σου ανοίξω!
- Ας υποθέσουμε ότι σε καλώ ...
- Θα έρθω!
- Κι αν σε περιμένει συμφορά;
- Στη συμφορά!
- Κι αν σε ξεγελάσω;
- Θα σε συγχωρήσω!
- «Τραγούδα!» θα σε προστάξω...
- Θα τραγουδήσω!
- Κλείσε την πόρτα σου στον φίλο...
- Θα την κλείσω!
- Θα σου πω: σκότωσε!
- Θα σκοτώσω!
- Θα σου πω: πέθανε!
- Θα πεθάνω!
- Κι αν πνιγώ;
- Θα σε σώσω!
- Κι αν πονάς;
- Θα υπομένω!
- Κι αν άξαφνα – τοίχος;
- Θα τον μεταφέρω!
- Κι αν – κόμπος;
- Θα τον κόψω!
- Κι αν εκατό κόμποι;
- Και τους εκατό!
- Να σου δώσω έρωτα;
- Έρωτα!
- Δεν πρόκειται!
- Γιατί;
- Γιατί δεν αγαπώ τους σκλάβους.
1969
Robert Rozhdestvensky, Ποιητής
20 Ιουνίου 1932 - 19 Αυγούστου 1994
Τι είμαι; Καλός ή κακός;
Κάθε παιδί, από τη στιγμή που γεννιέται, τίθεται υπό κρίση. «Τα καλά παιδιά δεν κάνουν έτσι», ή «Τα καλά παιδιά δε θυμώνουν, δε γκρινιάζουν, δεν παραπονιούνται» ή «δεν κάνουν ο,τιδήποτε εν γένει προκαλεί δυσφορία». Κι αυτή είναι η πιο ευνοϊκή συνθήκη, για να δημιουργήσει μια αγωνία στον καθένα μας, για το πώς οι σημαντικοί άνθρωποι γύρω μας χαρακτηρίζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις πράξεις μας.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα παιδί καλό ή κακό; Ίσως χρειάζεται για αρχή να αναρωτηθούμεμ ποιες στάσεις ή συμπεριφορές εντάσσονται στη μία ή την άλλη κατηγορία. Συνηθίζουμε να συγχέουμε την καλοσύνη με την ανεκτικότητα και την κακία με τη δυσφορία.
Εύκολα είμαστε σε θέση να κρίνουμε αρνητικά ο,τιδήποτε μας είναι δύσκολο να διαχειριστούμε ή απαιτεί περισσότερη ενέργεια. Ή ακόμα περισσότερο ο,τιδήποτε μας δυσφορεί, επειδή αγγίζει μια δική μας αφρόντιστη πληγή.
Μπερδευτήκαμε ανάμεσα σε καλοσύνες και κακίες, βιαστήκαμε να ταιριάξουμε τις συμπεριφορές μας και τα συναισθήματα ή ο,τιδήποτε βιώνουμε σε κάθετι που βγάζει νόημα ή έχει μια λογική εξήγηση. Ανησυχήσαμε μήπως αυτό που κάναμε, νιώσαμε, σκεφτήκαμε ανταποκρίνεται σε αυτό το άκαμπτο κομμάτι, που λέγεται εαυτός. Τρέξαμε να προλάβουμε τις αναπάντεχες επιδράσεις των κινήτρων μας, που σαν αδέσποτα σκυλιά, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ταιριάξουν σε μια κοινωνία άδικη για ανθρώπους, που δεν ταίριαξαν σε αυτή.
Λαχανιάσαμε να αναρωτιόμαστε τι στο καλό (ή κακό) συμβαίνει κάθε τόσο, που ένα σκυθρωπό πρόσωπο υπονοεί όσα θέλει να πει, κι εμείς μέσα στην επιρρέπειά μας σιγουρευτήκαμε πως φταίμε.
Σκέψου πόσο θυμό άραγε κρύβει η αγωνία να αποδείξουμε, πως είμαστε καλοί. Τόσος θυμός, που είναι ικανός να ανεβάσει τους χτύπους της καρδιάς και να κάνει το αίμα να κοχλάσει σαν να μη χωρά κάτω από το δέρμα. Ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, φτάνει στο κεφάλι και εύχεται να μην το εμπόδιζε τίποτα από μια ανεξέλεγκτη, μα τόσο απελευθερωτική πορεία. Πόσο εγκλωβιστικό το δέρμα που γίνεται φορές, σαν τα όρια που μόνοι μας βάζουμε στον εαυτό μας. Τόσο περιοριστικό, όσο κάθε καλοσύνη ή κακία. Που ξαφνικά γίνεται λάβαρο και σε ακολουθεί, ακόμα κι αν δεν το βλέπεις. Είναι τόσο καλά βυθισμένο στο πετσί σου, που δεν τολμάς να το πειράξεις. Στέκει καλά σαν επανάσταση, αλλά μάλλον αιχμαλωσία θυμίζει. Βαραίνει το νου και το στομάχι, γίνεται λαβύρινθος, που τέρμα δεν έχει, καθώς τον μίτο τον αρπάξανε και κάθε δρόμος είναι αδιέξοδο. Με τοίχους τόσο ψηλά, που μόνο αν σηκώσεις το κεφάλι, θα δεις τα σύννεφα, μα κι όταν προσπαθήσεις, θα έχεις το λάβαρο να σου θυμίζει πως, όχι, δεν είσαι κύριος των κινήσεών σου.
Μη! Μη διανοηθείς να πιστέψεις, πως μπορείς να κάνεις αλλιώς από αυτό που σου διδάξανε, γιατί αλλιώς σε ξεγράψανε. Και σου χρειάζεται να ξέρεις, πως αξίζεις το ίδιο, όπως όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι γύρω σου.
Ταλαντεύεται ο αυχένας, γιατί κουράστηκε. Το κόκκαλα διαμαρτύρονται και η πλάτη δεν αντέχει άλλο. Πόσο να αντέξει κι αυτή την αγωνία της έγκρισης; Πάντα κάποιος πρέπει να είναι εκεί να εγκρίνει πώς νιώθεις, τι σκέφτεσαι, τι τολμάς να κάνεις. Τι επιτρέπεται και τι όχι με βάση εκείνες τις συνθήκες, που σου επιτρέπουν να υπάρχεις. Συνθήκες, που συνηγορούν στην ευκολία των άλλων, που δεν ταράζουν την ησυχία τους ή δεν τους ξεβολεύουν από τις καρέκλες τους. Συνθήκες, που εκ των προτέρων, οι γύρω σου αποφάσισαν, πως είναι ιδανικές για εσένα, χωρίς φυσικά να ερωτηθείς, στις οποίες ξέχασαν να υπολογίσουν το πόσο μοναδικός είσαι ή πόσο μοναδικά νιώθεις. Άνθρωποι και περιστάσεις, που ξέχασαν να σου θυμίσουν το πόσο τέλειος είσαι ακριβώς έτσι, δίχως να αλλάξεις τίποτα. Τέλειος όχι για όλους, αλλά για εκείνους, τους δικούς σου σημαντικούς, γιατί ακριβώς ξεκινάς να αναπτύσσεσαι δίχως εμπόδια στο διάβα σου. Εμπόδια, που στα καθορίζουν οι άλλοι και όχι οι δυσκολίες που συναντάς.
Μια κιθάρα είμαστε όλοι μας. Και χορδές θα σπάσουν και θα χρειαστεί να την κουρδίσουμε και να την παρατήσουμε για λίγο κι έπειτα πάλι ξανά, θα την πιάσουμε όταν νιώσουμε, πως έχουμε κάτι μελωδικό να πούμε. Ξεχνάμε να θυμηθούμε, πως ακόμα και οι πιο άγριες μελωδίες, είναι φτιαγμένες από τη δική μας κιθάρα και είναι αυτό που τις κάνει μοναδικές, ακόμα κι αν κάποια αυτιά δυσφορούν ή έχουν μάθει σε αλλιώτικες νότες. Ακόμα κι αν κάποιοι προσπαθούν να σε πείσουν για το ρεπερτόριο ή την ένταση που οφείλεις να παίζεις. Δεν υπάρχει καλό και κακό τραγούδι. Υπάρχουν μελωδίες που άλλοτε μας αναστατώνουν ή μας ευχαριστούν, μας χαλαρώνουν ή μας κινητοποιούν.
Πόσο μελωδικός θα ήταν ο κόσμος, αν προσπαθούσαμε για λίγο να επιτρέψουμε στους ήχους μας να παίξουν, δίχως προϋποθέσεις, δίχως πεντάγραμμα;
Βασίλειος Ν. Κιοσσές
Ψυχολόγος – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
ΠΗΓΗ...http://www.animartists.com
Ηρωική έξοδος;
Ημέρα 1η
Αλλοπαρμένα ξωτικά γελούσανε στις παρυφές της νύχτας. Εγώ και οι άλλοι που δεν ήμουν παίζαμε σκοτεινό δωμάτιο. Ηλεκτροφόρες αγκαλιές με κλείνανε από παντού. Κρύφτηκα κυνηγώντας τον σφυγμό πάνω σε φλέβες αδειανές. Ο χρόνος εκτός σε λίγο θα γινόταν μέλλον.
Ημέρα 2η
Από τα χείλη μου έσταζε καμένο γάλα. Το φίδι που σερνόταν κάτω απ’ το χαλί είχε ραγίσει. Κλώτσησα το φωτιστικό δαπέδου και το έριξα. Η λάμπα έγινε κομμάτια. Το βολφράμιο έμεινε πυρακτωμένο. Σαν σήμα κινδύνου για τον κόσμο που βουλιάζει. Μια μπαλαρίνα χόρευε πάνω από τα κύματα. Με μάτια ακυβέρνητα. Και πέλματα από νερό. Έπιασα την ηλεκτρική κιθάρα. Προσπάθησα να συγχρονίσω τις νότες με τα βήματά της. Και έγινα σκιά που η μέρα την τρομάζει.
Ημέρα 3η
Ξήλωσα την τελευταία σελίδα από τα παιδικά μου παραμύθια. Ζωγράφισα στον τοίχο ερωδιούς. Πήδηξα πάνω στον πιο γρήγορο. Και έφυγα.
Ημέρα 4η
Αυτοεξορίστηκα εκεί που τρύπωσα κρυφά σ’ ένα απ’ τα δειλινά της μπαλαρίνας. Οι μέρες χαρίζανε τις ώρες τους στις νύχτες. Μα αυτή μου έλεγε πως περιμένει την Πρωτομαγιά. Με μία κίνηση απρόβλεπτη, έριξε τα πιόνια απ’ τη σκακιέρα της ζωής μου. Τα νύχια της αναστάτωσαν το αξύριστό μου πρόσωπο. Η λησμονιά φυλλορροούσε στο άκουσμα των στεναγμών μας. Και τα βρεγμένα αγγίγματα ήταν η πιο γλυκιά πατρίδα.
Μας πήρε ο ύπνος αγκαλιά. Ονειρευτήκαμε ότι πετάμε πάνω απ’ τη φωτισμένη πόλη. Άφησε το χέρι μου πριν μάθουμε τι να ’ναι αυτό που μας ποτίζει τα φτερά. Συνέχισε να χορεύει μόνη πάνω από τα κύματα. Σαν την ανατολή που όλο μας αφήνει. Σαν ένα άρωμα από στίχους που μου καίνε το χαρτί. Τα πιόνια προχωρήσανε ξανά προς τη σκακιέρα. Το βήμα τους έκανε ό,τι απέμεινε από το σκηνικό του κόσμου να ζαρώνει.
Ημέρα 5η
Πόνταρα αυτά που κέρδισα ξανά στη φαντασία. Νανούρισα τη λογική υμνώντας με ξεκούρδιστη φωνή τα περασμένα. «Γιατί ό,τι βρέθηκε είναι τέρμα κι ό,τι χάθηκε είναι πληγή» που τραγουδούσε και ο Θάνος βγάζοντας όλο το σκοτάδι που θα μπορούσε ένα σώμα να χωρέσει. Ξάπλωσα πλάι στα όνειρα που έχασαν το δρόμο τους. Κι έμεινα εκεί ν’ αναρωτιέμαι:
Ποιο πάθος θα με ταξιδεύει αύριο;
_
γράφει ο Χρήστος Κάρτας
ΠΗΓΗ...https://tovivlio.net
Μοιάζει......
Μοιάζει με δυο χέρια ενωμένα και ας μην αγγίζονται. Με σκέψεις που περπατούν παρέα σε διαφορετικά μονοπάτια. Με δυο σώματα ενωμένα και ας μην πλησιάζονται. Με αντικριστά βλέμματα που όμως δεν κοιτάζονται. Με ίδια μουσική παιγμένη σε διαφορετικούς σταθμούς.
Μοιάζει με δυο σταγόνες της βροχής που δραπετεύουν από τα σύννεφα με λαχτάρα να βρεθούν, όμως βρίσκονται παράλληλα, μέχρι που ακουμπούν στη γη και εκεί χάνονται για πάντα. Ενίοτε βέβαια έχουν φίλο και εχθρό τον άνεμο, τις ενώνει για λίγο τόσο όσο η λαχτάρα τους να δυναμώνει και όταν προσγειώνονται δημιουργούν πλημμύρες, με την ελπίδα ότι θα αγγιχτούν ξανά.
Μοιάζει με το φως του ξημερώματος που απαλά έρχεται να σου πει ξημερώνει, νέα μέρα ξεκινά και το φως δυναμώνει, ίσως και να σε τυφλώσει αν κοιτάξεις απότομα, αλλά τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να το κρύψει ακόμα και αν κλείσεις καλά τα πατζουρόφυλλα θα τρυπώνει από τις χαραμάδρες. Με το καυτό νερό που έρχεται να ζεστάνει, να απαλύνει και να ξεκουράσει μετά από μία κρύα και κουραστική μέρα.
Μοιάζει σα να χάνεσαι και να πετάς στο κενό ζώντας τα πάντα εκεί σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, σαν σε αστρική προβολή βγαίνουμε από τα σώματά μας και κάπου, κάπως, παρέα ζούμε όλα όσα εδώ δεν επιτρέπονται.
Μοιάζει σαν το γέλιο να τα έχει βρει με τη θλίψη, σαν η αλήθεια και το ψέμα να είναι ένα, σα να μην υπάρχει ξυπνάω και κοιμάμαι. Σα να μηδενίζονται οι αποστάσεις και όμως να μη φτάνουμε ποτέ.
Όμως είναι μόνο: ένα «μου λείπεις» και φτιάχνω το παραμύθι μου, να σε ζω μέσα από αυτό.
και
Ένα «αρνούμαι την αλήθεια να δεχτώ», ότι πάλι χώρια θα είμαστε εσύ κι εγώ.
Τα παιδιά του μέσου όρου
«Είμαι η Στέλλα Τ. και πηγαίνω στην Ε΄Δημοτικού. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το σχολείο. Το μόνο που με ενθουσιάζει σε αυτό είναι οι φίλοι μου. Έχω πολλούς φίλους και περνάμε καλά. Κατά τα άλλα το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι βαριέμαι. Βαριέμαι να διαβάσω. Δεν είναι ότι δεν θέλω να μάθω. Απλά δεν θέλω να μάθω αυτά που μου λένε ότι πρέπει.
Κάθε φορά που έρχεται η στιγμή να πάρουμε ελέγχους στο σπίτι ζούμε στιγμές μεγαλείου. «Αφηρημένη», «δεν δείχνει ενδιαφέρον», « Το μυαλό της είναι αλλού», αυτά ακούει η μαμά μου από τη δασκάλα και της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, όπως λέει, αν και εγώ το χρώμα της μια χαρά το βρίσκω. Κοκκινίλες πουθενά!
«Μα καλά βρε παιδί μου, τι θα κάνεις εσύ στη ζωή σου;» και τότε της δίνω την απάντηση που πρέπει μαζί με την πίεση να της ανεβάζει και άλλα πράγματα, αλλά δεν είμαι και γιατρός για να τα προσδιορίσω: «Μπαλαρίνα». Λατρεύω το χορό. Είμαι πολύ καλή απ’ ό,τι λέει η μαντάμ Σόφη. Από πέρυσι, μάλιστα, με έβαλαν στο τμήμα με τα πιο προχωρημένα παιδιά. Πολύ δουλειά, πολύ κούραση, αλλά μου αρέσει.
Τι φταίω εγώ που δεν έχει το σχολείο μάθημα χορού, να πάρω όλα τα άριστα του κόσμου; Και η Λυδία η φίλη μου, δεν είναι και εκείνη πολύ καλή μαθήτρια. Αλλά το καλοκαίρι κέρδισε σε ένα πανευρωπαϊκό διαγωνισμό σκάκι τη δεύτερη θέση. Είναι δύσκολο το σκάκι εγώ ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω αυτό το παιχνίδι…»
Πόσα άραγε παιδιά φοιτούν στα σχολεία μας που τα ταλέντα τους και οι ικανότητές τους χάνονται σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κυνηγάει την επιτυχία του μέσου όρου; Πόσοι μαθητές έχουν δεξιότητες που καταπνίγονται και ακυρώνονται σε ένα πλαίσιο που επιβραβεύει μόνο επιτυχίες σε μαθηματικά, γλώσσα και γεωγραφίες;
Θα μου πείτε, πολύ λογικά, ότι το σχολείο δεν μπορεί να έχει τόσες εκπαιδευτικές ενότητες; Σωστό και δίκαιο. Θα έπρεπε όμως να είχε έναν άλλο τρόπο προαγωγής της μάθησης και αξιολόγησής της.
Με την παρούσα κατάσταση, βάζουμε στην άκρη ένα ταλέντο σε οποιοδήποτε τομέα, το υποβαθμίζουμε και κρίνουμε και κατακρίνουμε, βάσει των επιδόσεων στα μαθήματα που διδάσκονται στο σχολείο. Είναι τόση η επένδυση που κάνουμε στην αξία της μάθησης στο σχολείο, που τυφλωνόμαστε από αυτή και αφήνουμε τα παιδιά μας να μαραζώνουν γιατί δεν καταλαβαίνουν τις εξισώσεις ή τη διαφορά του επιθετικού προσδιορισμού από το κατηγορούμενο.
Είναι λίγο σαν την ιστορία με το σχολείο των ζώων που φοιτούσε ένα παπί, το οποίο κολυμπούσε με τρομερή δεξιοτεχνία και ταχύτητα και ένας λαγός που έτρεχε σαν τον άνεμο. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, που περιελάμβανε την παρακολούθηση όλων των μαθημάτων, το παπί δεν μπορούσε να κολυμπήσει πλέον τόσο καλά γιατί οι μεμβράνες των ποδιών του είχαν φθαρεί από το υποχρεωτικό για την τάξη του μάθημα τρεξίματος και ο λαγός κατήντησε πιο αργός από χελώνα γιατί τα πόδια του καταπονήθηκαν από το υποχρεωτικό μάθημα κολύμβησης.
Δεν απαιτώ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα περιλαμβάνει στο αναλυτικό του πρόγραμμα, μπαλέτο, μουσική, αθλητισμό, τέχνες κλπ κλπ. Απαιτώ όμως ένας σχολείο που δεν θα κατακερματίζει την αυτοεκτίμηση των παιδιών μόνο και μόνο επειδή δεν ενδίδουν σε ένα πρόγραμμα που απευθύνεται στο μέσο όρο.
Οι άνθρωποι, δεν είναι μέσοι όροι. Τα παιδιά καταρρακώνονται και ματαιώνονται, όταν αντιμετωπίζονται με αυτό τον τρόπο. Όμως ο ορυμαγδός μιας κοινωνίας, και συγκεκριμένα της ελληνικής, που θέλει τον άριστο μαθητή και το καλό παιδί, δίνοντας έμφαση στις σχολικές επιτυχίες και αδιαφορώντας για τις άλλες ικανότητες των παιδιών, το μόνο που καταφέρνει είναι να διαλύει την αυτοεκτίμηση τους.
Ουδείς αναμάρτητος, ούτε η γράφουσα, αλλά είναι καλό να έχουμε κάπου στο πίσω μέρος του κεφαλιού μας την περίπτωση αυτή που το σχολείο θέλει να αναπτύξουμε συγκεκριμένες μόνο δεξιότητες. Να λάβουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Ας δώσουμε όμως στα παιδιά μας τη σημασία και το ενδιαφέρον για τις πραγματικές ικανότητές τους και ας τα βοηθήσουμε, όπως μπορούμε, να μην γίνουν ένα παπί που κολυμπάει μέτρια και τρέχει εξίσου μέτρια, και ένας λαγός που κάνει ακριβώς… το ίδιο.
Αλεξία Μπακοπούλου
ΠΗΓΗ...http://www.themamagers.gr
Αυτόν που στέκει δίπλα σου μην τον θεωρείς δεδομένο. Σεβάσου τον.
Της Στεύης Τσούτση.
Είναι και κάποιοι άνθρωποι που τους έχεις πάντα για δεδομένους.
Στέκουν εκεί να σε ακούσουν, να σε στηρίξουν, να σε συμβουλεύσουν.
Είναι αυτοί που θα σε κρατήσουν να μην πέσεις, θα σε βοηθήσουν να μη βουλιάξεις.
Πάντα εκεί, πάντα δυνατοί για τις αδύνατες στιγμές σου.
Πάντα οι κυματοθραύστες σου στα ζόρια, τα εξιλαστήρια θύματα στα άδικά σου. Κι έχεις πολλά άδικα.
Γιατί τους ανθρώπους που θεωρείς δεδομένους δεν τους πολυσέβεσαι. Μπορεί να μη σου αρέσει να το ακούς αυτό αλλά είναι η αλήθεια.
Δεν τους σέβεσαι φίλε. Τους φωνάζεις, τους αδικείς, ξεσπάς πάνω τους τα ζόρια σου. Γίνεσαι απότομος, σκληρός. Ζητάς ολοένα και περισσότερα.
Ναι, εγωιστής γίνεσαι. Ακριβώς επειδή τους θεωρείς δεδομένους.
Και μες τη σιγουριά σου αυτή, ξεχνάς το βασικό.
Κανείς άνθρωπος, ποτέ, δεν είναι δεδομένος. Όλοι μπορούν να εκλείψουν από τη μια στιγμή στην άλλη, ιδίως όταν δεν έχουν το σεβασμό που πρέπει στον καθένα τους.
Ναι φίλε. Σεβασμό θέλει αυτός που σου στέκεται. Μήτε λεφτά, μήτε διάκριση, μήτε τίποτα.
Σ’αγαπά και σου στέκεται. Και θέλει το καλό σου. Αγάπα τον κι εσύ και μη μοιράζεις διαόλους. Μην του φορτώνεις τα άδικά σου, μη φέρεσαι σα να είσαι βέβαιος ότι θα είναι πάντα εκεί.
Γιατί μπορεί να έρθει μέρα που να μην είναι.
Μπορεί να γυρίσει μια μέρα και να σου ρίξει πέντε φάσκελα. Να σε παρατήσει.
Και καλά θα κάνει, εδώ που τα λέμε, αν δεν τον σέβεσαι. Καλά θα κάνει αν βλέπει ότι τον έχεις στανταράκι και γι’αυτό του “πεταματού” όπως λέει κι ο λαός.
Σεβασμό κι αγάπη θέλουν οι άνθρωποι που στέκουν δίπλα μας. Είναι νόμος.
Άσε τους εγωισμούς στην άκρη. Δεν είσαι τίποτα το σπέσιαλ για να μπορείς να φέρεσαι άσχημα. Κανείς δε σου δίνει το δικαίωμα, μην το παίρνεις από μόνος σου.
Πάρε ό,τι έχει να σου δώσει ο άλλος και πες ευχαριστώ. Κι ας είναι χωρίς λόγια. Ας είναι με ένα χαμόγελο, με ένα σφίξιμο του χεριού. Ας είναι ό,τι νάναι αρκεί να έρχεται από την καρδιά σου.
Αυτοί οι άνθρωποι που στέκουν δίπλα σου από αγάπη, δε θα σου ζητήσουν ποτέ ψωμί. Αρκούνται και σε ψίχουλα. Μην τους τα στερείς.
Σκέψου λίγο κι αυτούς, όχι μόνο την πάρτη σου…
ΠΗΓΗ...http://www.anapnoes.gr
Να φοβάσαι τη στιγμή που θα σκοτώσεις την αγάπη για να μην την δεις να πεθαίνει
Λένε πως η αγάπη στο τέλος πάντα κερδίζει. Λένε πως τίποτα και κανένα κακό δεν μπορεί να την νικήσει. Επίσης λένε πως η Κοκκινοσκουφίτσα ξεγέλασε τον λύκο και πως η Χιονάτη ήταν παρθένα σε ένα σπίτι με εφτά άντρες.
Το «κακό» πάντα κερδίζει, deal with it.
Δες το λογικά, για να θέλει κάποιος να κάνει κακό κάτι πάει στραβά μαζί του. Μπορεί να είναι υπέρμετρα εγωιστής, μπορεί να μην στέκει στα λογικά του, μπορεί απλά να είναι… κακός ή μπορεί όλα τα παραπάνω.
Δεν πιστεύω στην εκδίκηση όμως πολλοί πιστεύουν. Λες κι ο πόνος διώχνει τον πόνο, το ένα δάκρυ στεγνώνει το άλλο κ.ο.κ. Ποτέ δεν κατάλαβα τους ανθρώπους που αισθάνονται όμορφα όταν εκδικούνται. Κατανοώ τα ένστικτα όμως αδυνατώ να πιάσω το συναίσθημα. Τι άρρωστη ικανοποίηση είναι αυτή; Πως ο πόνος τους άλλου διώχνει τον δικό σου; Πως γίνεσαι καλά αν ο άλλος πονάει περισσότερο;
Ίσως έχει να κάνει με την αδυναμία να αγαπήσουν οτιδήποτε. Ίσως η αδυναμία αυτή καλύπτεται με το μεγαλοφυές: «πονάω λιγότερο από τον άλλο άρα δεν πονάω». Γενικότερα το έχουν αυτό πολλοί άνθρωποι. Όποιος δεν μπορεί τα καλύτερα αρκείται στο να εντοπίζει τα χειρότερα και στερεώνει πάνω τους τον θρόνο της μετρίως μέτριας υπεργαματοσύνης του.
Άρρωστος εγωισμός από άρρωστους ανθρώπους που όσο και να θες δεν τους παλεύεις.
Γενικότερα το κακό δεν το παλεύεις. Σκέψου ό,τι ξέρεις, ό,τι νιώθεις, ό,τι αισθάνεσαι, όλους τους ηθικούς και ψυχικούς φραγμούς που σου φωνάζουν πως κάποια πράγματα απλά δεν πρέπει να τα κάνεις.
Τα σκέφτηκες;
Ωραια, ξέχασε τα όλα τώρα και βάλε στην θέση τους 3 χιλιάδες τόνους άρρωστου εγωισμού και σκατοψυχιάς.
Έβαλες; Μπράβο! το ‘χεις.
Τώρα αφενός με βγάζεις απο την δύσκολη θέση να το παίξω για άλλη μια φορά ξερόλας αφεταίρου μπορείς μόνος σου ακριβώς να καταλάβεις γιατί το κακό είναι ανίκητο και στην πράξη η αγάπη πάντα χάνει.
Άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να νιώσουν, να αγαπήσουν, δεν γίνεται να επιδιώκουν τον πόνο κάποιου άλλου. Δεν μπορεί να χαίρονται με τίποτα λιγότερο από αυτό το θαύμα που νιώθουν στα στήθη τους.
Επίσης έχουν αδύνατα σημεία τα οποία κατά μια τραγική ειρωνία (ω ναι, το σύμπαν έχει χιούμορ, για την ακρίβεια μαύρο) είναι η ίδια η δύναμη τους: Οι άνθρωποι που αγαπούν και ο,τι έχει να κάνει με αυτούς.
Βλέπεις όταν αγαπάς κάποιον αγαπάς με ένα περίεργο έμμεσο τρόπο κι ότι υπάρχει και κινείται γύρω του, τα ελαττώματα του, τα ψεγάδια του, τους ανθρώπους του, τα προβλήματα του. Επίσης όταν αγαπάς κάποιον τρέμεις γι’αυτόν. Κι όποιος μπαίνει στον αγώνα φοβισμένος τι κάνει; ΧΑΝΕΙ!
Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή ότι πολλές φορές η αγάπη χάνει από τον ίδιο της τον εαυτό!
Ποιός είπε ότι η αγάπη φέρνει πάντα γέλιο; Μάλλον ο ίδιος που είπε ότι όλα τα νικά. Ένα νόμπελ μην ξεχάσουμε να δώσουμε στον άνθρωπο μην πάει ανεπιβράβευτη τόση σοφία.
Η αγάπη πάντα χάνει. Η αγάπη είναι αδυναμία, χωρίς να είναι κακό να έχεις αδυναμίες.
Η αγάπη είναι θάνατος κι ανάσταση τυλιγμένα στην συσκευασία του πιο όμορφου και ακριβού δώρου που φτιάχτηκε ποτέ.
Η αγάπη αν πήγαινε Λύκειο στην Αμερική θα κυκλοφορούσε με tattoo στο κούτελο ένα L ΝΑΑΑΑ (με το συμπάθειο).
Η αγάπη είναι looser αλλά αντέχει, δύσκολα πεθαίνει, μαζεύει τα κομμάτια της, γλύφει τις πληγές της και ξαναπαίζει. Και ξαναχάνει, και ξαναπαίζει. Παίζει κι ας ξέρει πως είναι τρωτή.
Μην φοβάσαι να χάσεις, η παρτίδα έχει πολλά παιχνίδια. Να φοβάσαι την στιγμή που δεν θα θες να παίξεις για να μην χάσεις. Να φοβάσαι την στιγμή που θα την σκοτώσεις εσύ για να μην την δεις να κινδυνεύει να πεθάνει.
Αγάπα, γέλα, κλάψε, τσαλακώσου, βούτα στα σκατά και βγες κολυμπώντας στους αφρούς!
Χάσε, αλλά μην τους αφήσεις να σε σκοτώσουν, κράτα ό,τι νιώθεις ζωντανό για να’χεις να ξαναπαίξεις!
via Kostis ♥