Πάμε όμορφε μου, εκεί που λένε οι ποιητές πως ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας, στη Γαύδο και στην Αμοργό, στη Σίφνο, στη Φολέγανδρο, με ένα παλιό παπάκι να διασχίσουμε το καλοκαίρι να τους ξεχάσουμε όλους στου πρωινού ήλιου την παρέλαση. Χωρίς λεφτά, χωρίς μαγιό και χωρίς έθνη, πατρίδα μας θα είναι τα πλοία που φεύγουν φωτισμένα απ’ τον Πειραιά, σύνορα μας οι λαδιές σε χάρτινα τραπεζομάντηλα, κράτος τα ιδρωμένα μας σεντόνια σε νοικιασμένα δωμάτια, εθνικός μας ύμνος τα ροδάκια της βαλίτσας στην προκυμαία.
Πάμε όμορφε μου, γιατί κάτω από μια ελιά στη Δονούσα θα είμαστε για πάντα νέοι και ωραίοι σαν ήρωες νεορεαλιστικής ταινίας του ‘40, μακριά από νομοσχέδια και τροπολογίες, εκεί που η καρδιά δε βολεύεται παρά μόνο στο δίκιο (κι ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο). Πάμε, γιατί τα μάτια σου είναι πιο γαλάζια από τη θάλασσα στη Ζάκυνθο και στη Νίσυρο θα δίνουμε φιλιά ανακατεμένα με άμμο και αντηλιακό, στην Κάρπαθο θα σε βρέχω με ένα λάστιχο και στην Ανάφη θα κυνηγάμε τζιτζίκια και θα λιαζόμαστε ανάσκελα στον ήλιο με τα κεφάλια κολλημένα.
Κι αν πάλι μείνουμε στην Αθήνα, τα πρωινά με καύσωνα θα τα περνάμε στα σκαλάκια της Ασκληπιού κάνοντας πρόβες όλα τα κομμένα φιλιά από το Σινεμά ο Παράδεισος, θα γλύφω κρέμα παγωτό από τη μύτη σου και με σφεντόνες θα ρίχνουμε στους περαστικούς ποιήματα του Αναγνωστάκη. Κι όταν πάλι δεν θα ‘χουμε μία, θα διαδηλώνουμε οι δυο μας μόνοι στην Πατησίων ή θα πετάμε πέτρες στα φεριμπότ που φεύγουν για Σαλαμίνα και θα γράφουμε ποιήματα στις καμινάδες των πλοίων. Τα απογεύματα θα γυρνάμε πάλι στις λεωφόρους με μπουκάλια μπύρας στο χέρι κι από ταράτσες στην Αχαρνών θα καίμε χάρτες νησιών και θα ρίχνουμε ροχάλες στους φασίστες ή θα πίνουμε ούζα στο Αγκίστρι με τον Μάσσιμο Τροΐζι κι απ’ το στόμα του θα βγαίνουν γιασεμιά. Μόνο πάμε, όμορφε μου.
Τα βράδια στα νησιά θα γυρνάμε με το παπάκι μου κάτω απ’ τα αστέρια, με ένα φλασκί τσίπουρο στην τσέπη και με τα χέρια ανοιχτά στο πίσω κάθισμα θα μιλάμε μόνο τη γλώσσα των εντόμων και θα χαρτογραφούμε τα πηγάδια της αβύσσου. Και θα ακούμε σουρωμένοι Μανώλη Αγγελόπουλο-τα φιλιά σου είναι φωτιά-κι όταν σου διαβάζω ποιήματα της Γλυκερίας Μπασδέκη θα είναι σαν να παίζουμε μαξιλαροπόλεμο και ζαχαρωτά θα πέφτουν απ’ το ταβάνι, γιατί δυο στιγμές μαζί σου στη μέση του Αιγαίου θα ‘ναι οι δικές μου χειροβομβίδες στις μάχες που έρχονται.
Κι όταν ο ήλιος με αλαζονεία τα πρόσωπα μας τσουρουφλίσει, τότε θα σε θέλω πιο πολύ κι από όσο ο Μάριο Ρουόπολο την Μπεατρίτσε Ρούσο. Κι αν στο τέλος χάσουμε το καράβι της επιστροφής, ακόμα καλύτερα, εμείς με ένα ρεσάλτο στους φάρους των νησιών θα τα μάθουμε όλα από την αρχή, όπως μαθαίνουν την αντίσταση τα παιδιά στα Δελφινάκια του Αμβρακικού. Και κάθε μέρα θα σε θέλω και περισσότερο, κι η πείνα μου για ‘σένα δεν θα έχει τελειωμό. Όμορφε μου.
ΠΗΓΗ...http://www.ramnousia.com