ΟΙ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΒΟΥΤΥΡΑ
Ήταν εορτή κ΄ οι καμπάνες της εκκλησιάς που εόρταζε δεν είχαν πάψει όλη τη νύχτα να χτυπούνε.
Βγήκα αργά σχεδόν έξω. Δε θα πήγαινα ούτε στην εκκλησιά, ούτε να χαιρετήσω φίλο. Θα πήγαινα να προσκυνήσω έναν τάφο!
Η ημέρα ήτανε συννεφιασμένη, ψυχρή του Δεκέμβρη μέρα. Φυσούσε άνεμος δυνατός και παγωμένος…
Το νεκροταφείο ήταν έρημο. Σαν σκιές των ήχων ερχόντανε ίσαμε εκεί οι χτύποι της καμπάνας της εκκλησιάς που εόρταζε.
Οι σταυροί φύλαγαν τους νεκρούς κ΄ οι κλώνοι των δέντρων έκλιναν από πάνω μόνοι θλιμμένοι. Τα πουλάκια τούς νανούριζαν τον απέραντον ύπνο τους, τους τραγουδούσαν γλυκά τραγούδια της ζωής. Κι αυτοί ίσως θα πίστευαν ότι βρισκόντανε στο χαμένο για πάντα σπίτι, κοντά στους δικούς τους, κι άκουγαν τη φωνή των παιδιών, των αδερφών, συζύγων, γονιών…
Αλλοίμονο!…
Ένας κρότος ερχόταν από κει κοντά, από ένα εργοστάσιο.
Προχώρησα να γυρίσω στο νεκροταφείο, αφού είδα τον τάφο, που είχα πάει να προσκυνήσω, τάφο, που δεν τον σκίαζαν θλιμμένα δέντρα, ούτε οι κλώνοι άλλων δέντρων έγερναν θλιμμένοι κοιτάζοντας την πλάκα.
Τάφοι μαρμάρινοι, με προτομές, με γλυφές, με παραστάσεις δεξιά κι αριστερά, ήτανε στο δρομίσκο, που είχα πάρει. Βρισκόμουν μέσα στις πρώτες θέσεις. Άραγε η γη, που της ανοίγουν τα σωθικά της και ρίχνουν πάλι μέσα τα παιδιά της, έχει κι αυτή θέσεις;
Πρώτη, δεύτερη, τρίτη…
Κάποτε διέκοπταν τους μαρμαρένιους τάφους άλλοι τριγυρισμένοι με κάγκελα σιδερένια. Άλλοι πάλι με ξύλινα κάγκελα και πλήθος γλάστρες. Τα άνθη της χαράς και στη λύπη βρίσκονται, σα να βγάζει η χαρά τα λουλούδια που φορεί και να τα δίνει στη θλίψη.
Είχα περάσει τους μαρμαρένιους τάφους, ή την πρώτην θέση. Σ΄ αυτό το μέρος οι τάφοι ήσαν φτωχικοί. Πέρα διέκρινα τα κεραμίδια ενός μικρού σπιτιού.
Σ΄ ένα δέντρο, ένα άσπρο σακκούλι γεμάτο ήταν κρεμασμένο. Χωρίς να ιδώ, εμάντευσα τι είχε μέσα. Κ΄ ήταν σαν σακκούλι με φαΐ λησμονημένο κάποιου εργάτη.
Κοντά ένας τάφος είχε ανοιχτεί κ΄ ένα φέρετρο επρόβαλλε σα βάρκα τσακισμένη από κάποιο μακρινό ταξίδι, απ΄ το ταξίδι της Αχερουσίας!
Κ΄ ήτανε πλούσιο φέρετρο από καρυδιά.
Ο ταξιδιώτης ήταν γυναίκα. Τα ρούχα της, που δεν της είχε επιτρέψει ο Χάρος να πάρει μαζί της, ήταν ακέραια, από θαλασσί βαθύ ύφασμα, λεπτοϋφασμένο σαν από αράχνη. Σε μια άκρη του φερέτρου ήταν κάλτσες καφετιές τρυπητές…
Μόλις έστριψα έναν τάφο, που ο σταυρός του είχε ένα γύρο και και κροτούσε απ΄ τον άνεμο, στάθηκα. Τα δέντρα πριν μου κρύβανε το θέαμα. Είχα φθάσει στο μικρό σπιτάκι κ΄ είδα έξω απ΄ αυτό, σωρούς, σωρούς μεγάλους και ψηλούς κοκκάλων και χυμένη ζάχαρη, ή κάτι άλλο εμπόρευμα. Και κόκκαλα πλήθος, πλήθος στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο!…
– Πού είμαι δω; είπα.
Το σπιτάκι ήταν σαν τελωνείο έρημο, που απ΄ έξω άφησαν τα κιβώτιά τους χαμένοι ταξιδιώτες και έμποροι.
Ένα κιβώτιο ανοιχτό, πάνω απ΄ τ΄ άλλα, έδειχνε το περιεχόμενό του. Μια πλάτη, κρανίο, κόκκαλο ποδιού…
Άλλο πιο κάτω μισοκλεισμένο.
Εδιάβασα την επιγραφή του – Κωνσταντίνος, Αθανασία, Αδελφοί· – ένα κόκκαλο έβγαινε, σα να προσπαθούσε να σηκώσει το σκέπασμα.
Άλλο πιο πέρα, με λουκέτο σκουριασμένο. – Χριστόδουλος – η επιγραφή.
Έξω απ΄ το σωρό των κοκκάλων μια μασέλα με λίγα δόντια, παΐδια στραφτερά και σα γλυμμένα…
Ο κρότος του σταυρού με τον γύρο ακούστηκε πιο πολύ να ταράζει τη σιωπή την πένθιμη, σα νάθελε κάτι να πει τώρα, ή το παραμιλητό του να δυνάμωσε. Καθώς πρόσεξα σ΄ αυτόν τον κρότο, άκουσα κ΄ έναν άλλον να έρχεται από κει κάπου. Ήταν του εργοστασίου ο κρότος. Εργασία!…
Πάλι είδα τους σωρούς των κοκκάλων και ήταν σαν σωρός πετρών, που ρίχνουν απ΄ έξω απ΄ τις οικοδομές. Και ανακατωμένα όλα! Κρανία, πόδια, πλάτες, χέρια! Κόκκαλα ευτυχών, που υπήρξαν, και δυστυχών! ανθρώπων που γέλασαν πολύ και ήπιαν την ηδονή, με ανθρώπων κόκκαλα, που τους είχε πάντα η θλίψη δικούς της, που δε γνωρίσανε ποτέ το γέλιο!
– Γιατί τα ρίχνουν έτσι; σκέφτηκα.
Έξαφνα τρόμαξα.
Θα γεμίσει το νεκροταφείο, θα ξεχειλίσουν οι τοίχοι από τα κόκκαλα!…
– Ε, νεκροί! Ελάτε να τα πάρετε! Είναι οι αποσκευές σας! Να τι σας έμεινε ακόμα από τα τόσα!… Ένας σωρός κόκκαλα!… Ποιος είναι ο δικός σας;… Προσέξετε μην πάρετε ξένα!…-
Από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 1-1-1921, σ. 2.