9:00:00 π.μ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΛΑΜΑΝΗΣ
Ο Ομάρ το έσκασε νύχτα από το σπίτι του.
Το προηγούμενο απόγευμα στην αυλή είχε εκμυστηρευτεί στη κατά μια ώρα μικρότερη αδελφή του τι σκόπευε να κάνει. Εκείνη τον άκουσε προσεκτικά αν και ήξερε- με τον τρόπο των διδύμων- τα πάντα από τη στιγμή που την πλησίασε με σοβαρό ύφος και άρχισε να της λέει ψιθυριστά, ότι θα φύγει για την δύση, για την Ευρώπη, θα βρει μια καλή δουλειά, θα σπουδάσει, θα βρει μια ακόμα καλύτερη δουλειά και τότε θα την πάρει μαζί του. Δεν αντέδρασε καθόλου όσο της μιλούσε, αλλά εκείνος κατάλαβε βλέποντάς την να σουφρώνει τη μύτη της ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Δεν μπορώ άλλο στη Νάκα…» της είπε με απελπισία κι εκείνη σταμάτησε το σούφρωμα της μύτης, σηκώθηκε, μπήκε στο σπίτι και μετά από λίγο βγήκε με τη μοναδική φωτογραφία τους στο χέρι. Την κοίταξε, χαμογέλασε κι ύστερα του την έδωσε.
-Για να μη με ξεχάσεις.
-Εσύ πώς θα με θυμάσαι;
-Θα κοιτάζω τον καθρέφτη.
Ο Ομάρ κατάφερε να φτάσει από την Πάκτια στην Καμπούλ τέσσερεις μέρες αργότερα στην καρότσα ενός φορτηγού. Καθώς πλησίαζαν στην πρωτεύουσα δέχτηκαν ριπές πυροβόλου από ένα ελικόπτερο που περνούσε πάνω τους. Ήταν 1η Μαρτίου του 2006, η ημέρα που έκλεινε τα δεκαπέντε του και για μια στιγμή πίστεψε ότι το ταξίδι του θα τελείωνε εκεί.
Στην Καμπούλ έμεινε τρεις μήνες. Τα βράδια κοιμόταν σε ένα ερειπωμένο από βομβαρδισμούς κτίριο και τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Μάζεψε μερικά χρήματα και πριν συνεχίσει το ταξίδι προς τη δύση αγόρασε μια μαντίλα και την έστειλε στην αδελφή του με ένα συγχωριανό του που συνάντησε τυχαία.
Τα δύο επόμενα χρόνια – μέχρι το καλοκαίρι του 2008 που έφτασε στην Κωνσταντινούπολη – προχωρούσε σταθερά με κατεύθυνση προς την Ευρώπη και το όνειρο. Όπου έβρισκε δουλειά έμενε για λίγο και έπειτα συνέχιζε, πότε με τα πόδια, πότε με λεωφορείο ή τραίνο πότε με κάρα ή φορτηγά που τον παίρνανε από το δρόμο.
Σε κάθε σταθμό του ταξιδιού, αγόραζε ένα δώρο για την δίδυμη αδελφή του και το έστελνε με ένα σημείωμα που έλεγε κάθε φορά τα ίδια, ότι είναι καλά, ότι σύντομα θα τα καταφέρει και θα την πάρει μαζί του να μην ανησυχεί και να προσέχει. Στο Αμμάν που έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα, του έστειλε κι εκείνη δύο γράμματα με όλα νέα της οικογένειας και κυρίως την πίκρα της μάνας τους που έφυγε χωρίς να την αποχαιρετίσει ο πρωτότοκος γιός της.
Τα βράδια πριν κοιμηθεί πάντα κοίταζε τη φωτογραφία τους.
Ο Ομάρ με άλλους πέντε βούτηξε νύχτα το Έβρο. Οι δύο δε βγήκαν στην άλλη όχθη. Τους έφαγε το σκοτάδι. Σα το σκυλί κολύμπησε με τη φωτογραφία κρατημένη στα δόντια του, τυλιγμένη προσεκτικά σε μια νάιλον σακούλα. Έκανε σε είκοσι μέρες με τα πόδια τη διαδρομή από τα σύνορα μέχρι την Αθήνα. Περπατούσε μόνο βράδυ, δίπλα στην εθνική οδό και κοιμόταν τις μέρες όπου έβρισκε. Από την Αθήνα της αγόρασε ένα χρυσό μενταγιόν με το κεφάλι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στο σημείωμα πρόσθεσε στο τέλος: «τώρα είμαι στη Δύση».
Στην Πάτρα κόλλησε σχεδόν ένα χρόνο περιμένοντας την ευκαιρία να μπουκάρει σε ένα φορτηγό με τελικό προορισμό την Αγγλία.
Τινάχτηκε στον ύπνο του με το πρώτο χτύπημα. Νόμιζε ότι ονειρευόταν. Στο δεύτερο, ο πόνος δεν του άφησε περιθώρια. Μέσα στο λιγοστό φως είδε ένα τεράστιο κεφάλι- όχι κράνος ήταν -πάνω του κι άκουσε βρισιές που δεν είχε ξανακούσει. Χέρια τον τράβηξαν από το στρώμα μαζί με τους άλλους που κοιμόταν δίπλα του και τον έσυραν έξω από την παράγκα . Ξημέρωνε. Άντρες με στολές, έφηβοι κι άντρες μισόγυμνοι ζαλισμένοι από τον ύπνο, ένα κουβάρι. Πανικός. Κι άλλες βρισιές, ξύλο, ουρλιαχτά ενώ ο ήλιος μόλις έσκαγε μύτη.
Τους συγκεντρώσανε σε μια αλάνα έξω από τον καταυλισμό. Τότε μπήκαν οι μπουλντόζες. Η επιχείρηση σκούπα σε πλήρη εξέλιξη. Οι παράγκες άρχισαν να σωριάζονται η μία μετά την άλλη. Τρίξιμο ξύλων, λαμαρίνες που πέφτανε με θόρυβο. Μόνο οι φωνές είχαν πια καταλαγιάσει. Ο Ομάρ άκουσε τους διπλανούς του να μιλάνε για απέλαση κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στο στήθος του. Ανάμεσα στο τρύπιο φανελάκι και στο στέρνο του δεν υπήρχε… Εκείνη τη στιγμή κάποιος φώναξε: «Φωτιά!» κι όλοι γυρίσανε να δούνε τις φλόγες που ξεπήδησαν στο βάθος.
Ξέφυγε από το κλοιό των φρουρών και άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένος προς τον καταυλισμό μέσα από τα σωριασμένα ερείπια. «Θα προλάβω, θα προλάβω» έλεγε στον εαυτό του, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του. Ένοιωθε ότι τον καταδίωκαν αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα κατάφερναν να τον πιάσουν. Το τίναγμά του από τη μάζα, τους αιφνιδίασε και άργησαν να αντιδράσουν.
Δεν πρόλαβε. Η παράγκα είχε λαμπαδιάσει. Πάνω στο στρώμα κάτω από το μαξιλάρι καιγόταν η μοναδική φωτογραφία των διδύμων που δεν αποχωρίστηκε ούτε μια στιγμή. Η φωτογραφία που είχε κατάσαρκα συνεχώς, εκτός από εκείνη την τελευταία νύχτα . Σωριάστηκε κάτω και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Είχε να κλάψει από δέκα χρονών. Από την ημέρα που αμερικανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τη Νάκα σκοτώνοντας 25 ανθρώπους -ανάμεσά τους ήταν οι δύο καλύτεροι φίλου του. Εκείνη τη μέρα είχε ορκιστεί ότι θα έφευγε για πάντα από το Αφγανιστάν.
'Ακουσε μια λαχανιασμένη ανάσα πίσω του. Δεν γύρισε. Ένα χέρι τον ακούμπησε στη πλάτη κι έμεινε εκεί. Συνέχισε να κλαίει κουβαριασμένος στο χώμα δίπλα στις φλόγες. Το χέρι τον χτύπησε μαλακά κι αδέξια δυο τρείς φορές. Γύρισε και είδε ξαφνιασμένος έναν άντρα με στολή να του λέει ήρεμα : «Έλα σήκω! Πάμε…Τελείωσε.»
Στο λεωφορείο της μεταγωγής των ανηλίκων μπήκε τελευταίος. Στο πρώτο σκαλί κοντοστάθηκε. Κρατήθηκε από τις μπάρες, έγειρε πίσω το σώμα του και κοίταξε το πρόσωπό του στον πλαϊνό καθρέφτη. Ήταν το πρόσωπο ενός άντρα με αποκαΐδια πάνω στο πυκνό χνούδι που είχε σχηματίσει μουστάκι και άρχίζε να καλύπτει το πηγούνι. Όμως τα μεγάλα μαύρα μάτια που τον κοίταζαν από τον σκονισμένο καθρέφτη ήταν τα μάτια της αδελφής του.
Η ιστορία, αν και βασίστηκε σε πραγματικά περιστατικά είναι φανταστική. Όμως επειδή τα σενάρια της ζωής συνήθως υπερβαίνουν τα σενάρια της φαντασίας, μπορείτε να την εκλάβετε ως αληθινή.
ΠΗΓΗ...http://tsalapetinos.blogspot.gr