«[…] Έχω τόσο κουραστεί […] Να ησυχάσω λίγο… να ξεκουραστώ… Είμαι γλάρος… είμαι εξαντλημένη, σσσσσσ, θα πάω τώρα, σας χαιρετώ […]
Είναι αργά, μόλις κρατιέμαι στα πόδια, είμαι εξαντλημένη, μη με συνοδεύσετε θα πάω μόνη ως εκεί… θέμα για μικρό διήγημα… δεν ξυπνούν πια στα λιβάδια με φωνές οι γερανοί και τα μαγιάτικα σκαθάρια… όχι, όχι, μη με συνοδεύσετε, θα πάω μόνη ως εκεί… είμαι γλάρος…»
…Δέκα κατακόκκινα νυχάκια παίζουν κρυφτό με ένα βαμβακερό λευκό σεντόνι. Φτου ξελευτερία και για τα δέκα, σου λέω, καθώς σε αφήνω να με κερδίσεις για μια ακόμη φορά, και ύστερα ολοκληρωτικά χαμένος γύρω από 'σένα, πιάνω τα δυο πόδια σου και φιλάω ένα προς ένα και τα δέκα κάτασπρα δάχτυλά τους. Και όταν τελειώνουν οι μικρές κόκκινες σημαίες των ποδιών σου, ανεβαίνω αργά-αργά όλο και πιο ψηλά, και αφού κάνω έναν μικρό περίπατο ανάμεσα στις ελίτσες του λαιμού σου, φθάνω στη λευκή σου πλάτη, και καθώς αρχίζω να λύνω ένα-ένα τα κορδόνια του γαλάζιου διάφανου νυχτικού σου, εμφανίζεσαι μπρος σου τόσο κομψή και ταυτόχρονα τόσο ανυπεράσπιστη, που μοιάζεις περισσότερο με έναν μικρό γεμάτο αρμύρα γλάρο που κρατά στην αγκαλιά του τις δυο φτερούγες του.
Έχεις μικρύνει 15 ολόκληρα εκατοστά μα είσαι ακόμη πολύ απαλή, γλυκιά και αληθινά πανέμορφη. Έτσι όπως σε κοιτώ όλο το απόγευμα από τούτη την χακί πολυθρόνα, ξαπλωμένη πάνω στο ψηλό αυτό κρεβάτι, σε ερωτεύομαι πάλι από την αρχή, ξανά και ξανά και ξανά σαν τούτος δω ο έρωτάς μου να είναι ο πρώτος, ο πιο ορμητικός και πιο ανελέητος. "Ήτανε πρόβα χαζέ ό,τι ζήσαμε, δεν το κατάλαβες;" μου λες μέσα από τα πράσινα μάτια σου και ύστερα στρέφεις το λαιμό σου και το βλέμμα τους προς τα νούφαρα. Υπάρχει μια μικρή λίμνη στο Εschede της Σαξωνίας που κάθε μέρα, για περίπου έξι ώρες, γίνεται μια τοσοδούλα θάλασσα από νούφαρα. Πρόκειται για ίδια νούφαρα με εκείνα που ονειρεύτηκε ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ο Κλεμανσό, και αν και πρωθυπουργός, αισθάνθηκε την επιθυμία να ζητήσει από το Μονέ να τα ζωγραφίσει για χάρη του.
Έτσι τεράστιες συνθέσεις με νούφαρα στόλισαν αρχικά το διαμέρισμα του γάλλου πρωθυπουργού στη Montmartre αλλά και το ατελιέ του ζωγράφου μας. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλοι οι πίνακες με τα νούφαρα, που ο ζωγράφος αναγκάστηκε να επεκτείνει το εργαστήριό του για να τους στεγάσει. "Θέλω ένα ψηλό διαμέρισμα madameMelville, θέλω ένα ψηλό διαμέρισμα για να χώσω μέσα τα νούφαρα όλου του κόσμου", φέρεται ότι είπε στην εκμισθώτριά του και εκείνη του έριξε μια λοξή ματιά, "καλλιτέχνες πεινασμένοι" σκέφτηκε και έτσι όπως δεν της πολυγέμιζε το μάτι του απάντησε "κάνε ότι θες με το appartement, αρκεί να μην μου κουβαλήσεις και βατράχια μαζί με τα νούφαρά σου". Και μέσα σε αυτό το φωτεινό και ψηλοτάβανο γαλλικό σπίτι, ο φίλος μας δημιούργησε τις Νυμφαίες, έργο ολοζώντανο και ποιητικό «σαν ένα μπουκέτο ολοζώντανο λουλούδια».
Αυτό ακριβώς το ολοζώντανο μπουκέτο έχω απέναντί μου, έτσι όπως είσαι ξαπλωμένη και λιάζεσαι τούτο το ανοιξιάτικο απόγευμα σε τούτο το φαρδύ κρεβάτι ενός 6ου ορόφου και πιο κει απλώνεται γυάλινη η ανοιξιάτικη πόλη μας. Σου τρύπησαν για ακόμη μία φορά το αριστερό σου χέρι, "είναι ανελέητοι, δεν λυπήθηκαν την τρυφερότητά μου καθόλου", σου πήραν μια καράφα αίμα για εξετάσεις, το χέρι σου είναι πολύ μικρό, το ίδιο μικρό και με το πόδι σου δηλαδή, σχεδόν τοσοδούλια και τα δυο. Έχεις ήδη φάει μια μικρή πρώτη στενοχώρια γιατί πάντα το ξεχνάς, σα να το κάνεις επίτηδες, πάντα φτιάχνεις τα νύχια σου και εδώ μετά σου τα ξεβάφουν οι νοσοκόμες και ύστερα με βάζεις να σου τα βάφω ένα-ένα νυχάκι. «Μη μου βάψεις και το πόδι μαζί, θα μοιάζω με κλόουν» λες και σηκώνεις το βλέμμα για να με επιβλέψεις. Και εγώ ακολουθώ πάντα πιστά τις συμβουλές σου, και είμαι η μανικιουρίστα σου και η γκουβερνάντα σου και η υπηρέτριά σου και με το που ξυπνάς κάθε πρωί, σου βουρτσίζω τα μαλλιά, σου φορώ τα σκουλαρίκια που σου έφερα από την Ταϊλάνδη, με τη γαλάζια πέτρα και το ρόδι, σου βάζω λίγη μάσκαρα και κραγιόν και λίγο ρουζ για να φαίνεσαι σα μικρό κυκλάμινο μες το γαλάζιο deuxpièces νυχτικό σου.
Έδωσες ρέστα και μέσα στο γαλαζοπράσινο φουστανάκι του χειρουργείου σου «είμαι η Νίνα στο Γλάρο, και ήμουν έξοχη» μου λες, καθώς σε βάζουν αγκαλιά δυο νοσοκόμες στο κρεβάτι, είσαι όλος ο Τσέχωφ και ο Ίψεν μαζί, είσαι μια μικρή κυρά από τη Θάλασσα, από όλες τις θάλασσες και είσαι όλοι οι γλάροι όλων των θαλασσών. Επέστρεψες στο κρεβάτι σου με δυο τρύπες στο στήθος, η μια μεγαλύτερη από την άλλη «μετάσταση ήταν, ξεκινώντας από το στήθος, ξεκινώντας από κάπου». Και τώρα, αν εξαιρέσεις ότι η πεταλούδα για τον ορό στο ένα χέρι σου το έχει κάνει κατάμαυρο, είσαι τόσο όμορφη και έχεις ένα ροζ στα μαγουλά σου trés chic, που σε κάνει την πιο όμορφη όλου του κόσμου, την δική μου όμορφη. Αν δεν είχες τις τρύπες και είχες νυχάκια σε απόχρωση ροζ γαλλικού, θα σε έλεγα από παρανυφάκι μέχρι νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου μας.
Τώρα σε λέω απλά έναν μικρό πλανήτη, οριζόντιο και όχι κυκλικό, ατελείωτο, γεμάτο μικρούς κρατήρες και ροζ τριαντάφυλλα: τα τριαντάφυλλα είναι τα ανάγλυφα σχέδια του γαλάζιου νυχτικού σου και οι ενώσεις του δέρματός σου εκεί που υπήρχαν οι πέτρες και τώρα υπάρχουν οι λιμνούλες… εκεί που έπεσαν 2 μετεωρίτες ή δυο πεφταστέρια. Δεν ξέρω ακόμη τι θα διαλέξω από τα δυο…
Και πάλι δεν είδες όνειρο στο χειρουργείο. Μιλούσες με τον αναισθησιολόγο για το σουσι μακί, καθώς υπήρχε ένα φάρμακο που λεγόταν μακί κάπως, και συνειρμικά οδηγήθηκες στο σούσι και τους Γιαπωνέζους. Συνειρμικά, σαν τη Νίνα στο Γλάρο… Έχεις μικρύνει 15 εκατοστά μα είσαι ακόμη απαλή, γλυκιά και πιο όμορφη από ποτέ. «Φίλησέ με» μου λες. Δεν θέλω να σε φιλήσω στο στόμα. Ανοίγω το νυχτικό σου. Και καθώς ακουμπώ με τα δέκα χοντρά και άγαρμπα δάκτυλά μου τους μικρούς σου κρατήρες, ξεκινώ ένα ατελείωτο ταξίδι στο φεγγάρι, δεν σε έχω χορτάσει και έτσι όπως σε κοιτώ να πεθαίνεις, σου λέω πως τώρα, αυτή τη στιγμή φοβάμαι πολύ. Πολύ. Και χώνομαι όλο και πιο βαθιά μέσα στον πλανήτη σου.
Σαν ένας μικρός γλάρος κάτω από τις φτερούγες ενός άλλου γλάρου, σαν ένας άνδρας που δαγκώνει το κάτω χείλος μιας πανέμορφης για πάντα γυναίκας.
Απόσπασμα από το μονόλογο της Νίνας στο Γλάρο του Τσέχοφ