Τρεις μέρες έμεινα σ' ένα Μοναστήρι απάνω από το Λιβυκό πέλαγο. Μου άρεσε πάντα η ασύχρονη ζωή του Μοναστηριού, ο παλαιικός ρυθμός που το κυβερνάει, οι καλόγεροι με τα πονηρά ή νυσταγμένα μάτια, με τις τρουλωτές ή αδειανές κοιλιές, με τις χοντρές χερούκλες που πότε κρατούν το κλαδευτήρι ή την τσάπα και πότε το Άγιο Δισκοπότηρο.
Μου άρεσε η μυρωδιά του λιβανιού, τα τερερίσματα στην εκκλησιά τα ξημερώματα κι ύστερα όλοι μαζί να δρομώνουμε στο μεγάλο παχνί, στην Τράπεζα, που μύριζε ταγκό λάδι και ξινίλα. Και το βράδυ οι σιγανές κουβέντες στην ταράτσα του Μοναστηριού κι οι βαριές σιωπές, γεμάτες από το μακρινό αντίλαλο του κόσμου.
[....]
Τη μέρα που ήταν να φύγω, είχα πάει, πριν ξημερώσει, στον όρθρο• λαχτάριζα ν' ακούσω το μονότονο μελωδικό τερέρισμα των καλόγερων στο Θεό' και τα παθητικά λόγια, γεμάτα συντριβή, που βρήκαν οι παμπάλαιοι πιστοί να καλημερίσουν το Θεό, πρωί πρωί, πριν να ξημερώσει: Ο Θεός, ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω. Εδίψησέ σοι η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου, εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω...
Στάθηκα σ' ένα στασίδι πλάι στο παράθυρο απ' όπου έβλεπα κάτω μακριά το Λιβυκό πέλαγο, κάτασπρο ακόμα μέσα στην πρωινή πάχνη, απέραντο, έρημο, να φτάνει ως πέρα στις ζεστές αμμούδες της Αραπιάς...
Τα πουλιά μαζί με τους καλόγερους ξυπνούσαν κι είχαν αρχίσει να τερερίζουν κι αυτά και να χαιρετούν το φως' η κορφή του κυπαρισσιού στη μέση της αυλής είχε κιόλα φωτιστεί, μα ακόμα τα φύλλα τηδ πορτοκαλιάς δίπλα του ήταν βυθισμένα σε βαθυπράσινο σκοτάδι.
Ο σημαντάρης είχε τελέψει το γύρο του στα κελιά, είχε ξυπνήσει τους καλόγερους κι έβγαζε τώρα μπαίνοντας στη μεσοσκότεινη εκκλησιά το πισωκαλύμμαυκό του και κρεμούσε πλάι στην πόρτα το ξύλινο σήμαντρο• έτσι που φωτίστηκε όρθιος στο κατώφλι, έλαμψαν τα κορακάτα σγουρά γένια του και τ' απολυτά μαλλιά του στις πλάτες. Αψηλός, μαυριδερός, ξεχείλιζε νιάτα• κρίμα ένα τέτοιο κορμί να μην του 'ναι γραφτό ν' αγκαλιάσει γυναίκα και να κάμει παιδιά• θα ομόρφαιναν οι γιοι κι οι θυγατέρες του τον κόσμο.
Κι εκεί που διαλογίζουμουν τι χάνει ο κόσμος χωρίς να κερδίσει ο Θεός, μια γυναίκα πρόβαλε δειλά στην πόρτα, μαυρομαντιλωμένη, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά της.
Ο γούμενος χτες μου 'χε πει πονηρά χαμογελώντας να μη σκανταλιστώ που θα 'ρθει αύριο από ένα κοντινό χωριό μια νιόπαντρη να ζητήσει να πει την ευκή στο νιογέννητο της, να μην το πιάνει το μάτι• γιατί 'ταν, λέει, πολλά όμορφο και της το μάτιαζαν οι σμιχτοφρύδηδες.
Στάθηκε πλάι στην πόρτα με το κεφάλι γερμένο και περίμενε να τελέψει ο όρθρος και να ζυγώσει ο γούμενος με την αγιαστούρα του.
Ο αγέρας μού φάνηκε άλλαξε, ανακατώθηκαν τα βαριά καλογερίστικα χνότα με την ανάσα της γυναίκας, γάλα θαρρείς μύρισε η εκκλησιά και δαφνόλαδο από τα νιολουσμένα μαλλιά τής νιόπαντρης. Κι η νυσταγμένη φωνή τού γούμενου ζωντάνεψε• κι ίσια ίσια εκείνη τη στιγμή έψελνε το χαρμόσυνο τροπάρι: Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου...
Μετακουνήθηκαν οι καλόγεροι από τα στασίδια τους, στράφηκαν, έριξαν λοξή ματιά κατά την πόρτα, δυο τρείς άρχισαν να βήχουν.
Ο σημαντάρης ζύγωσε τη γυναίκα, κάτι της είπε στο αυτί, κι εκείνη, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, προχώρεσε δυο βήματα και κάθισε στο τελευταίο στασίδι προς την πόρτα. Ένιωθες, έχασαν οι ψυχές την ησυχία τους κι όλοι πια οι καλόγεροι, κι εγώ μαζί τους, βιαζόμαστε να τελέψει ο όρθρος.
Ο ήλιος τώρα είχε προβάλει, γέμισε η αυλή φως, μπήκαν οι λοξές αχτίδες στην εκκλησιά κι έλαμψαν τ' αγία κονίσματα και τα πρόσωπα και τα χέρια των καλόγερων' κατέβηκαν όλοι από τα στασίδια, δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός, αναστέναξαν όλοι, ο όρθρος είχε τελειώσει.
Έβαλε ο γούμενος το πετραχήλι του, πήρε την αγιαστούρα, πίσω του ο σημαντάρης κρατούσε το σιγλί με τον αγιασμό.
Στάθηκε η γυναίκα στην πόρτα, φωτίστηκε όλη• είχε τώρα αναμερίσει τη μαύρη μπόλια της, φάνηκε ολόκληρο το πρόσωπό της. Σήκωσε τα μάτια, κοίταξε το γούμενο, που 'χε αρχίσει να λέει την ευκή, ακουμπώντας την απαλάμη του στο κεφαλάκι του μωρού' κι ύστερα κάρφωσε τη ματιά της στο σημαντάρη.
Ανείπωτη γλύκα είχαν τα μάτια της, μεγάλα, μαύρα, θλιμμένα• θυμήθηκα τα μάτια της Πορταΐτισσας στη Μονή των Ιβήρων' η ίδια γλύκα, η ίδια αγωνία της μάνας για το γιο της.
Άξαφνα το μωρό άρχισε να κλοτσάει τα ποδαράκια του και να κλαίει• κι η μάνα, για να το αρνέψει, ξεκούμπωσε το μπολκάκι της, έβγαλε το βυζί της, αρπάχτηκε το μωρό από τη ρώγα και σώπασε. Ποτέ δε θα φύγει από το νου μου η στιγμή ετούτη• έλαμψε στρογγυλός, χιονάτος ο κόρφος τής νιόπαντρης, μύρισε πιο δυνατά τώρα ο αγέρας γάλα κι ανάλαφρη πολύ μυρωδιά ίδρωτα.
Πίσω από τους ώμους της γυναίκας απλώνουνταν, καταγάλαζο τώρα, το Λιβυκό πέλαγο. Μια στιγμή η γλώσσα τού γούμενου μπερδεύτηκε• μα γρήγορα νίκησε μέσα του ο Θεός, και τέλεψε, χωρίς να ντροπιαστεί, την ευκή.
Ζύγωσα στην αυλή το σημαντάρη• μ' έβαλε ο Πειρασμός να του μιλήσω, μα δεν ήξερα τι να του πω...
- Πάτερ Νικόδημε... άρχισα.
Μα αυτός γρηγόρεψε το βήμα και μπήκε στο κελί του.
Ύστερα από μια ώρα, πεζός όπως μου άρεσε, μπήκα πάλι στο δρόμο.
Πόσα χρόνια πέρασαν; Σαράντα; Πενήντα;
Το Μοναστήρι έσβησε από το νου μου και στη θέση του λάμπει μονάχα, άσπρο, στρογγυλό, αθάνατο, απάνω από το Λιβυκό πέλαγο, το στήθος της μάνας.
Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)
*από το αυτοβιογραφικό βιβλίο τού Νίκου Καζαντζάκη, "Αναφορά στον Γκρέκο", Έκδοση: Αθήνα, 1961 (Ελένης Καζαντζάκη)