Οι ανθρώπινες σχέσεις , και κυρίως οι πιο κοντινές και βαθιές σχέσεις είναι –λένε- ο καθρέφτης μας, ο καθρέφτης της ψυχής μας. Ενδεχομένως, κάποια στιγμή στη ζωή σας, θα έχετε βρεθεί μέσα σε μία πολύ κοντινή σχέση με κάποιον κι ίσως θα έχετε νιώσει ότι χάνετε κάπου τον εαυτό σας, σαν να μην μπορείτε να τον ελέγξετε, ή να τον ικανοποιήσετε.
Ίσως έχτε νιώσει ότι όλα είναι μάταια ή αντίθετα ότι όλα έχουν τεράστιο νόημα, και οι εναλλαγές ανάμεσα σε αυτά τα δύο να είναι ακαριαίες και απροειδοποίητες.
Ακραία συναισθήματα και ανάγκες εμφανίζονται, οι οποίες ναι! είναι οικείες, αλλά μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συναντιόσασταν μαζί τους πολύ συχνά σε συνειδητό επίπεδο, ίσως και να μην είχατε συναντηθεί ποτέ ξανά.
Εύλογα λοιπόν έρχεται αυτή η απορία: Οι σχέσεις είναι πράγματι ο καθρέφτης μας;
Κι αν είναι τι καθρεφτίζουν; Ποιόν εαυτό; Ποια κομμάτια μας;
Οι βαθιές σχέσεις μας φέρνουν σε επαφή με κάτι πολύ αρχαϊκό και εσωτερικό, κάτι που για τους περισσότερους ανθρώπους, πολύ καιρό ήταν κρυμμένο και άφαντο, κάτι για το οποίο ήμασταν σίγουροι ότι αφέθηκε πίσω μας με τα χρόνια.
Τι ακριβώς ανακινείται σε μια σχέση;
Τι είναι αυτό που μας φοβίζει;
Τι είναι όλα αυτά που αναδύονται με τόση ορμή από μέσα μας και που κρύβονταν όλον αυτόν τον καιρό;
Έχω την αίσθηση ότι αυτό το αρχαϊκό σχετίζεται με τις πρώτες ανάγκες μας ως βρέφη αλλά και με τις μετέπειτα ανάγκες και εμπειρίες μας ως νήπια, με όλα αυτά τα συναισθήματα, αισθήματα και αισθήσεις, που νιώθουμε, αναπτύσσουμε και βιώνουμε μέχρι θεωρητικά τουλάχιστον να μπορούμε να «επιβιώσουμε» μόνοι μας, δηλαδή μέχρι τα 5 περίπου χρόνια μας.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο ον το οποίο όταν γεννιέται δεν έχει καμία απολύτως πιθανότητα επιβίωσης χωρίς τη μητέρα του.
Όλα τα υπόλοιπα έμψυχα όντα έχουν τουλάχιστον μία έως πολλές πιθανότητες να επιβιώσουν μόνα τους, όλα τα έμψυχα όντα εκτός από τον άνθρωπο. Τι να σημαίνει άραγε, για τον ίδιο τον άνθρωπο και για τον ψυχισμό του, αυτή η διαφοροποίηση του από την υπόλοιπη φύση;
Το πρώτο πράγμα που δοκιμάζει το βρέφος στη ζωή του είναι η εξάρτηση.
Για να επιβιώσει, να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί σε άτομο χρειάζεται μία μάνα, η οποία πέρα από την παροχή τροφής, είναι αναγκαίο να του παρέχει και αγάπη.
Χωρίς αγάπη, φροντίδα και άγγιγμα, το βρέφος ίσως να έχει πιθανότητες να επιβιώσει, όμως οι πιθανότητες να εξελιχθεί σε έναν λειτουργικό και ευτυχισμένο ενήλικα είναι πολύ πολύ μικρές, για να μην πούμε μηδαμινές.
Έτσι το βρέφος γίνεται νήπιο μέσα σε μία εξαρτητική σχέση με τη μητέρα (ή με τον φροντιστή του).
Την χρειάζεται για να φάει, να πιει, να κοιμηθεί, την χρειάζεται όμως και για να έχει μία αίσθηση του εαυτού του, για να υπάρχει, να αγαπά.
Σε εκείνα τα χρόνια το ον μαθαίνει να αποδέχεται τον εαυτό του όπως είναι.
Τότε, το παιδί, όποτε έχει μία ανάγκη, την επικοινωνεί αυθόρμητα ή καλύτερα παρορμητικά μέσα από το κλάμα του, δείχνοντας ξεκάθαρα τα συναισθήματα που νιώθει τα οποία κυμαίνονται από την καθαρή ανάγκη του ενστίκτου (π.χ. πεινάω) μέχρι και πολύ βαθιές ανάγκες όπως «σε χρειάζομαι, δεν μπορώ μόνο μου, θέλω να με αγαπάς, κ.α.».
Επίσης, νιώθει φόβο, άγχος, αγωνία, απελπισία (κυρίως όταν η μαμά αργεί), κ.α.
Εκείνη την περίοδο, όσο πιο πολύ η μητέρα το αποδέχεται και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, τόσο πιο επιτυχημένη θα είναι και η αυτό-αποδοχή του αργότερα...
Με τα χρόνια κι με τις ικανότητες που αποκτά ο άνθρωπος σιγά-σιγά αφήνει αυτό το εξαρτητικό μοντέλο επαφής και αρχίζει να δοκιμάζει και να πειραματίζεται με άλλους τρόπους, όπως δημιουργώντας σχέσεις με αντίσταση (άρνηση-αποδοχή), μίμηση και στην ενήλικη ζωή σχέσεις ισότητας ενήλικα προς ενήλικα.
Μέσα στις σχέσεις που θα δημιουργήσει το άτομο ως ενήλικας πια, κάποιες θα φτάσουν βαθιά.
Αυτή η βαθιά σχέση θυμίζει – ευτυχώς όχι όλη την ώρα- τη πρωταρχική σχέση μητέρας- βρέφους, κι ίσως ο έρωτας μπορεί να εξηγηθεί κι έτσι.
Στην αρχική φάση του έρωτα, τα δύο άτομα απολαμβάνουν τις ομοιότητες τους, απολαμβάνουν τη συνύπαρξη τους, την ολότητα τους και προσπαθούν συνεχώς για την απόλυτη ένωση.
Με τον καιρό αυτό μας φέρνει σε επαφή με την τότε συνύπαρξη- ως βρέφη με τη μητέρα-, όπου για να ζήσουμε χρειαζόμασταν τον σημαντικό άλλο. Έτσι ο άλλος γίνεται και πάλι σημαντικός και με κάποιο τρόπο συνδεόμαστε με την αρχαϊκή αυτή ανάγκη μας.
Όσο ο καιρός προχωράει, ο έρωτας αλλάζει μορφές, αρχίζουμε πολύ αργά να αντιδράμε σε αυτήν την εξαρτητική συνύπαρξη, διεκδικώντας τον προσωπικό μας χώρο, και την ανεξαρτησία μας, όμως ξεχνάμε το γεγονός ότι είμαστε ήδη εξαρτημένοι!
Οι πρώτες εσωτερικές συγκρούσεις έρχονται, όπου ένα κομμάτι μέσα μας – το ενήλικο- θέλει να ζει ανεξάρτητο κι ελεύθερο και ένα άλλο κομμάτι – το παιδί- έχει ανάγκη τον άλλο και την εξάρτηση.
Έπειτα, οι συγκρούσεις αυτές γίνονται κι εξωτερικές, και μέσα σε αυτές κατηγορούμε τον άλλον για τη δική μας εξάρτηση.
Αυτό νομίζω ότι είναι το σημείο όπου ο άλλος μας καθρεφτίζει, και μας καθρεφτίζει τις πιο βαθιές υπαρξιακές- χαοτικές συγκρούσεις μας, τον πιο κρυφό μας εαυτό, τον εαυτό αυτό που ούτε οι ίδιοι δεν τολμάμε να παραδεχτούμε.
Όσοι «επιβιώσουν» από αυτό, και καταφέρουν να το αντέξουν, τότε δημιουργούν αυθεντικές και ουσιαστικές σχέσεις, μπορεί και απόλυτης ισότητας μεταξύ των δύο ανθρώπων.
Η σχέση καθρεφτίζει τις πιο λεπτές ισορροπίες τις προσωπικότητας μας, αυτές που δημιουργήθηκαν όταν ήμασταν βρέφη, πλάσματα μετέωρα ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία.
Πόση δύναμη χρειάζεται για να καταφέρουμε να συνεχίσουμε μέσα σε αυτό το χάος και τον πόνο;
Πολύ! Κι έτσι η ζωή μας δοκιμάζει, φέρνοντας τα ίδια πράγματα που ζήσαμε ξανά και ξανά μπροστά μας, έως ότου συμφιλιωθούμε με αυτά, και μέσα από την αποδοχή του εαυτού και την αγάπη, ηρεμήσουμε.
Ηλιάννα Πεσσάρη - Ψυχολόγος