Ο σοφός γέροντας έλεγε ότι η ψυχή είναι χρωματισμένη με συναισθήματα, σχηματίζοντας χιλιάδες αποχρώσεις στον καμβά των αναμνήσεων. Ανασύρονται λέει με κάθε μικρό έναυσμα κι έρχονται στην επιφάνεια, προκαλώντας νοσταλγία, αναπόληση και διεγείρουν τα πιο τρυφερά ένστικτα.
Ο νους ταξιδεύει πίσω, με έναν μαγικό και ανεξήγητο τρόπο, ανασκαλεύοντας τα βιώματα του καθένα.
Πίσω λοιπόν, στις περασμένες δεκαετίες, τότε που παίζοντας με τα αυτοσχέδια ποδηλατάκια-αυτοκινητάκια φτιαγμένα με μαεστρία από σύρμα(μπάλιν τιελ), οι χωματόδρομοι σκόνιζαν τα φτωχικά ρουχαλάκια και οι γρατσουνιές στα δάχτυλα και τα γόνατα ήταν καθημερινό σήμα κατατεθέν.
Τότε που το μικρό ποταμάκι έσφυζε από τις φωνές των πιτσιρικάδων, παίζοντας μπουγέλο με τα επικά νεροπίστολα από το τελειωμένο πλαστικό μπουκαλάκι ξιδιού, που τσαλαβουτούσαν μέσα στα δροσερά νερά του, "ψαρεύοντας", καπάκια από πορτοκαλάδες "Φλώρινα" και μπύρα "ΦΙΞ" μαζεύοντας θαρρείς τις πολυτιμότερες λίρες του κόσμου. Κάπου κάπου, σε κάποιο νεροβαθούλωμα, ανακάλυπταν και κάποιες κάρτες από τράπουλα την οποία είχε πετάξει ο ταβερνιάρης παραπάνω.
Και βέβαια, η καθιερωμένη καλοκαιρινή ατραξιόν, η φλούδα από το φαγωμένο Αμερικάνικο καρπούζι, το τεταρτημόριο, σε σχήμα μισιφέγγαρου, δεμένη με το "κανάπ", τον χοντρό σπάγγο από το αρμάθιασμα του καπνού, εν είδει βαρκούλας να αρμενίζει στο αφρισμένο νερό του διπλανού πετρόχτιστου νερόμυλου.
Οι μεταλλικοί χτύποι των κουτιών της κονσέρβας, που προκαλούσαν τα παιδιά, ώστε να βγει από την κρυψώνα του το ζευγάρι των σκαντζόχοιρων, στη νερολακούβα δίπλα από το καταρρακτάκι.
Οι φωνές και τα τραγούδια των γλυκόλαλων κοπελιών στη Μπιτσκία, δίπλα από την Αγία Παρασκευή, όπου άπλωναν τα φρεσκοπλυμένα "πλάτνα" τα υφαντά προικιά τους, που σαν τεράστιοι λευκοί σιδηρόδρομοι κατέκλυζαν τα γύρω δρομάκια.
Οι τσιρίδες και τα χαρούμενα ουρλιαχτά των ηρωικών παιδιών λίγο παραπάνω, στο "Αλαπούτ", που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην κολύμβηση μέσα στα παγωμένα νερά του εμβληματικού "μπουνάρ", άλλα με το βρακί κι άλλα χωρίς τίποτα, ανέμελα κι αθώα.
Οι πιο θαρραλέοι μάλιστα, έχοντας ως εργαλεία παλιές καραβάνες, κουβάδες και τενεκέδες, ψάρευαν ό,τι υδρόβιο κινούνταν μέσα στις πέτρες και τα βράχια του απότομου χειμάρρου. Καραβίδες, βατράχια, ψαράκια, μέχρι και μικρά νερόφιδα, τίποτα δεν ξέφευγε, από την λιλιπούτεια ψαρομηχανή.
Τις μεταμεσημβρινές ώρες, σειρά είχε η καθιερωμένη επιδρομή στους κήπους, που με αναβαθμίδες πέτρινες εκτείνονταν γύρω από τον οικισμό. Κεράσια, φράουλες, ρόδια γλυκά "μόρτσκα", είχαν την τιμητική τους, ενώ πάντα κάποιος από την παρέα, παραφύλαγε μην τυχόν έρθει ο ιδιοκτήτης και πέσει η "αγία ράβδος" στα μαλακά.
Τελικός και σίγουρος προορισμός ήταν πάντα το χωράφι με την συστοιχία των πολυετών τζιντζιφιών. Οι "σίρκες" λοιπόν, ο σαν γιαλυστερή κόκκινη μπίλια, καρπός, ήταν το ημερήσιο γλύκισμα όλων, ζουμερό και τραγανό, προσδίδοντας όλα τα θρεπτικά του στοιχεία. Βέβαια τα περισσότερα, όντας βιολογικά χωρίς ίχνος χημικών ραντισμάτων, εμπεριείχαν και το γνώριμο σκουληκάκι, που όμως περνούσε απαρατήρητο και καταναλώνονταν χωρίς αναστολές από τα βουλημικά, σαν μαϊμουδάκια σκαρφαλωμένα στα θεώρατα δέντρα, θηρία.
Το σούρουπο, η φωνές του γανωτή, του μπαρμπα Μεθόδη, ανακατεύονταν με τα βελάσματα των κοπαδιών που επέστρεφαν από την βοσκή και τα αλυχτίσματα των γιγάντιων τσομπανόσκυλων και σε συνδυασμό με τις τρέλες των παιδιών που απολάμβαναν το τσιλίκι, το τζαμί και το κρυφτό, δημιουργούσαν την πιο ευλογημένη και ουτοπική καλοκαιρινή συναυλία.
Η νύχτα δεν αργούσε να σκεπάσει με το μανδύα της τον γραφικό οικισμό μετά το εσπερινό χτύπημα της καμπάνας, τα φώτα άρχισαν να αχνοφαίνονται, οι μικροί θηριοδαμαστές, ξάπλωναν αποκαμωμένοι από τις ολοήμερες σκανδαλιές τους, χουχούλιαζαν στα δροσερά τους κρεβατάκια, και έκλειναν τα ματάκια τους αναμένοντας να ξημερώσει η επόμενη μέρα, να ακούσουν την πρωινή και στεντόρεια φωνή του Λεωνίδα, του παγωτατζή, όπου με ένα μικρό στρογγύλι ξύλο οξιάς, θα αγόραζαν ένα παγωτό ξυλάκι "ΕΒΓΑ".
Στιγμές μαγικές, ανεξίτηλα χαραγμένες σε πολλούς, που ευλογήθηκαν να βιώσουν, στο προικισμένο από τη φύση και τον Θεό ιστορικό χωριό μας.