Ήτανε λίγο πριν χαθεί ο ήλιος πίσω από τις μαβιές βουνοκορφές και όλα τα φύλλα της μανταρινιάς βουτήξουν στον γλυκό ίσκιο. Τη στιγμή που τα κομμάτια ουρανού ανάμεσα στα παλιά και καινούργια σπίτια της γειτονιάς, βάφονταν με τα ροζ και τα πορτοκαλιά ένδοξα χρώματα της δύσης. Τις χρονικές στιγμές που η στοργή σκέπαζε τη φύση και χόρευε έξω στον δρόμο. Έστριβε στις γωνιές, σκαρφάλωνε και καθόταν στις πορτοκαλιές. Ήταν το χρονικό διάστημα της αισιοδοξίας και της ευγνωμοσύνης που γυάλιζαν σαν διαμαντένιες σταγόνες, λίγο πριν εξατμιστούν κι εμφανιστούν πάλι ξανά, μετά από καιρό με μία άλλη καινούργια μορφή.
Το ανοιξιάτικο απόγευμα έχει πάντα αυτήν την αίσθηση. Η τελειότητα των τελευταίων λεπτών, λίγο πριν νυχτώσει, λίγο πριν στερέψει ο πόθος και ο έρωτας για τη ζωή. Αυτός ο ίδιος ηδονικός αναβρασμός που θα ξαναγεννηθεί με την ανατολή και το πρώτο φίλημα του φωτός. Αυτή είναι η ώρα που διακατέχεται από αυτή τη μαγεία, που μόνο το τέλος κουβαλάει. Τη στιγμή που ο ήλιος αγγίζει διστακτικά τον ορίζοντα και τον κάνει να κοκκινίζει ντροπαλά. Όταν τα φρούτα των δέντρων και τα πιο θαρραλέα λουλούδια, που ξεμύτισαν πρώτα από τις γλάστρες, τραγουδάνε ζαλισμένα από τη μέθη της στιγμιαίας ευτυχίας.
Εκείνη τη στιγμή στρεφόταν πάντα και τον κοιτούσε, καθώς καθόταν δίπλα της χαζεύοντας δήθεν αφηρημένος τους περαστικούς στον δρόμο. Κοιτούσε την άκρη της μακριάς μύτης του τόσο επίμονα λες και ήθελε να τραβήξει μία νοητική φωτογραφία, ώστε να έχει την εικόνα του πάντα μέσα της, σαν να κουβαλάει αυτόν τον ίδιο. Χάιδευε τότε, με την ματιά της, τα πυκνά και καλοσχηματισμένα φρύδια του και τα τραχιά του χέρια με τα τόσο πρακτικά δάχτυλα. Κάρφωνε τα μάτια της στις απότομες και απόμακρες γωνίες του προσώπου του. Παρατηρούσε τις σκληρές τρίχες που άρχιζαν να ξεφυτρώνουν στους κροτάφους του. Και τον κοιτούσε τόσο έντονα, επίτηδες, σαν να τον σκουντούσε με το μυαλό. Κι αυτός γυρνούσε και στρεφόταν προς το μέρος της.
Του χαμογελούσε και ήταν το χαμόγελό της γεμάτο με όλα αυτά τα μεγάλα λόγια που δεν έλεγαν ποτέ ο ένας στον άλλο. Τα μάτια της ανάβλυζαν από τις εκρήξεις των συναισθημάτων μέσα στην μικρή τελεία που γυάλιζε μπροστά από το φως, μέσα τους. Έτσι ήταν πάντα. Με αυτόν τον τρόπο επικοινωνούσαν. Με τα μάτια, τα νοήματα και τις κινήσεις. Και ήξεραν, πάντα, ήξεραν ότι αισθανόντουσαν και οι δύο την ίδια ταραχή, την ίδια διακεκομμένη χαρά, τον ίδιο περιστασιακό και παρθενικό έρωτα που ξεθύμαινε και άναβε ξανά. Περνούσε και ξαναγύριζε. Ξέφτιζε και γεννιόταν ξανά μέσα από καινούργιες μέρες με καινούργια αγγίγματα και συναντήσεις.
<< Τι είναι; >>, γυρνούσε και της ανταπέδιδε το χαμόγελο με ένα μικρό κι ανεπαίσθητο τράβηγμα των χειλιών λέγοντας της έτσι πως καταλάβαινε.
Και τότε τον αγκάλιαζε κι εκείνος έχωνε για λίγο την μύτη του μέσα στα μαλλιά της και τραβιόταν πάλι πίσω, γρήγορα αλλά ήσυχα για να της μιλήσει κι αυτός με τη φωνή του πνεύματος. Την μουσική της ψυχής.
<< Πότε θα παραδεχτείς ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου; >>, τον ρωτούσε.
<< Όλα στην ώρα τους… >>, της απαντούσε διπλωματικά πάντα.
<< Αύριο θα σε ονειρευτώ ξανά… >>, ψιθύριζε εκείνη την στιγμή, κοιτώντας τον ξεφλουδισμένο ευκάλυπτο που έστεκε ακούραστος απέναντί τους, << Θα είσαι εδώ… Έτσι δεν είναι; >>, ρωτούσε διστακτικά.
<< Αφού είμαι κομμάτι των ονείρων σου, πάντα θα επιστρέφω μέσα τους τα απογεύματα >>,
Και μετά από λίγα μικρά λεπτά σιωπής άρχιζαν ξανά να κουβεντιάζουν για όλα αυτά που τους απασχολούσαν συνήθως. Τα απλά, τα καθημερινά και τα λίγα εκείνα τα χιλιοειπωμένα. Μέχρι που σκοτείνιαζε κι έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.
ΠΗΓΗ...https://magikifoni.wordpress.com