Είδα τον Τούρκο βρακοφόρο να με πολεμά
Μανιασμένα να πατήσει τα ιερά χώματά μου.
Είδα τον Βούλγαρο να θέλει να με σφάξει
Ανταλλάγματα πολλά, φοβέρες και φωτιά.
Είδα γαλανομάτηδες ξανθούς, όπλα γυαλιστερά
Αγκυλωτούς σταυρούς, ζητώντας στο σπίτι μου να στήσουν.
Είδα σιδερένιες μπάρες να στήνουν
Χωροφύλακες τα χαρτιά μου να ελέγχουν.
Είδα καχύποπτα μάτια βαθμοφόρων να με κοιτούν
"Στεκ" στο "λεωφορείο της ντροπής.
Είδα ταυτότητες να μου ζητούν, βάναυση προσβολή
Καταρρακώνοντας υπολήψεις, τρομοκρατώντας.
Είδα δασκάλους να μου κοκκινίζουν τις παλάμες
Ξυλιές απανωτές, αλύπητες."Μιλούσες ντόπικα".
Είδα τη γη να τη μοιράζουν, απόντος εμού
Δημόσιο, ανύπαρκτο για μένα, παιδί κατώτερου θεού.
Είδα βασίλισσες να με επισκέπτονται
"Προίκα" μοιράζουν, επαίνους στις ελεύθερες παρθένες.
Είδα βλέμματα υποτιμητικά, "νεζνάμη" να με λένε
Στην πλάτη μου παιχνίδια, περιφρόνηση.
Είδα κοιλαράδες εθνοπατέρες να με κολακεύουν
Το πατριωτικό μου θυμικό να γαργαλούν.
Είδα τυμπανοκρουσίες, παρελάσεις, παράσημα
Στάχτη στα μάτια, αέναη αδιαφορία, εξόφθαλμη κοροϊδία.
Όμως εγώ είμαι εδώ, φάρος, ακρίτας, υπερασπιστής
Μακεδόνας, ψηλός σαν τα βουνά που ζω
Εντόπιος, φυλάττοντας τα κόκαλα των παππούδων
Έλληνας, αδούλωτος, απροσκύνητος, Σταυρό και Λάβαρα
Άσβεστη κρατώντας τη φλόγα, Αλέξανδρου, Θεόδωρου, Παύλου
Ριγώντας κάθε φορά στο "Σε Γνωρίζω Από Την Κόψη".